Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ταγίπ Ερντογάν στις εκλογές του 2002 σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για την Τουρκία. Ξεκίνησε την αντίστροφη μέτρηση για την αποδόμηση του Κεμαλικού πολιτικού κατεστημένου που το εξέφραζε κατά κύριο λόγο ο στρατός. Δημιούργησε ελπίδες και προοπτικές για κάτι καινούργιο. Από τότε πέρασαν έντεκα χρόνια. Μέσα σε αυτό το διάστημα έγιναν πολλά με στόχο τον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό της Τουρκίας. Καταλυτικός παράγοντας προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Ωστόσο, πολλά άλλα δεν έγιναν ενώ η πορεία προς την Ευρώπη επιβραδύνθηκε.
Τα όσα παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες δεν είναι «επανάσταση» (αντικαπιταλιστική ή άλλη), «εξέγερση» ή «Τουρκική Άνοιξη». Είναι η έντονη έκφραση μιας συσσωρευμένης κοινωνικο-πολιτικής αντίδρασης σε διάφορες πολιτικές και πρακτικές που περιορίζουν τη δημοκρατία. Είναι μια δυναμική έκφραση της απογοήτευσης ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας για την καθυστέρηση των εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων και αποδοκιμασία της αυταρχικής συμπεριφοράς του ίδιου του πρωθυπουργού.
‘Ολοι αναγνωρίζουν ότι ο Ταγίπ Ερντογάν είναι ο πιο πετυχημένος Τούρκος πολιτικός στην μετά-Ατατούρκ εποχή. Υπό δύσκολες συνθήκες κατάφερε να οδηγήσει το κόμμα του στο θρίαμβο και να κυριαρχήσει στο πολιτικό σκηνικό. Σε μεγάλο βαθμό αυτό το πέτυχε διότι οικοδόμησε μια ευρεία «συμμαχία» με τις φιλελεύθερες και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις του πολιτικο-κοινωνικού συστήματος. Η «συμμαχία» αυτή βασίστηκε στο στόχο για ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν στον εκσυγχρονισμό του κράτους και της κοινωνίας. Αλλαγές που θα έθεταν τέλος στην αυταρχική και αλαζονική άσκηση της εξουσίας που χαρακτηρίζει την Κεμαλική ορθοδοξία. Ωσόσο, ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του 2011, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια καθυστέρησε και αντ’ αυτού προωθήθηκαν διάφορα μέτρα τα οποία υπονομεύουν τον κοσμικό χαρακτήρα της χώρας και περιορίζουν τις ατομικές ελευθερίες. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί η εντύπωση ενός συντηρητικού πισωγυρίσματος. Η «ισλαμιστική στροφή» του AKP καθώς και η αυταρχική συμπεριφορά του πρωθυπουργού, θορύβησε τις φιλελεύθερες δυνάμεις οι οποίες αποστασιοποιήθηκαν από τον Ερντογάν και τις επιλογές του. Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν, την ώρα του θριάμβου του, δεν αξιοποίησε τη «συμμαχία» που τον έφερε στην εξουσία για να γεφυρώσει το πολιτικο-κοινωνικό χάσμα που υπήρχε. Απέτυχε, έτσι, να δημιουργήσει μια νέα πολιτική σύνθεση που θα ενίσχυε την κοινωνική συνοχή και θα διαμόρφωνε ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο». Ως αποτέλεσμα η πόλωση σήμερα έχει διογκωθεί.
Είναι γεγονός ότι την ηγεμονική συμπεριφορά της κυβέρνησης Ερντογάν επέτρεψε, μεταξύ άλλων, η απουσία μιας ισχυρής, ανοιχτόμυαλης και αποτελεσματικής αντιπολίτευσης. Οι κύριοι εκφραστές της παρέμειναν δέσμιοι μιας οπισθοδρομικής και εν πολλοίς αντιδημοκρατικής παράδοσης με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν να διαμορφώσουν, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, μια ρεαλιστική και προοδευτική εναλλακτική επιλογή. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Καθηγητής Ανρί Μπάρκεϋ, στην Τουρκία «υπάρχει ντε-φάκτο ένα κόμμα και ένα μονο-πρόσωπο πολιτικό σύστημα» (National Interest, 4/6/2013).
Δεν είναι, επίσης, τυχαίο που η στασιμότητα στις μεταρρυθμίσεις και η συντηρητικοποίηση της κυβερνητικής ατζέντας είναι παράλληλη με την επιβράδυνση της πορείας της Τουρκίας προς την Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή προοπτική ήταν καταλυτικός παράγοντας στην προώθηση του εκδημοκρατισμού και του εκσυγχρονισμού της χώρας. Από τη στιγμή, όμως, που το ευρωπαϊκό όραμα θάμπωσε και η απογοήτευση απέναντι στην Ευρώπη μεγάλωσε, η κυβερνητική πολιτική σταδιακά απομακρύνθηκε από τις εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις.
Που μπορεί να οδηγήσουν όλα τα πιο πάνω; Βρισκόμαστε άραγε μπροστά σε πιθανή κατάρρευση της κυβέρνησης Ερντογάν και σε μια παρατεταμένη πολιτική και κοινωνική αστάθεια στην Τουρκία; Με τα σημερινά δεδομένα δεν φαίνεται κάτι τέτοιο. Όλοι (εντός και εκτός Τουρκίας) αντιλαμβάνονται ότι η πολιτική αβεβαιότητα και αποσταθεροποίηση δε συμφέρει κανέναν. Ο Πρόεδρος Γκιουλ και ο Αναπληρωτής Πρωθυπουργός Αρίντς, συνιδρυτές με τον Ερντογάν του AKP, έχουν ήδη κάνει κινήσεις εκτόνωσης της κατάστασης. Ωστόσο, όλα σχεδόν θα εξαρτηθούν από τον τρόπο με τον οποίο θα πολιτευθεί ο ίδιος ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του τις αμέσως επόμενες μέρες και μήνες. Θα επιλέξει την οδό της σύνθεσης και της μετριοπάθειας ή το δρόμο της πόλωσης και της σύγκρουσης; Θα προωθήσει ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» στη βάση μιας πραγματικά δημοκρατικής συνταγματικής μεταρρύθμισης που θα κατοχυρώνει τις ατομικές ελευθερίες ή θα επιμείνει σε μια συντηρητική ατζέντα;
O Ταγίπ Ερντογάν βγαίνει τραυματισμένος από τα γεγονότα. Οι φιλοδοξίες και οι πολιτικοί σχεδιασμοί του ενόψη των προεδρικών εκλογών του 2014 ανατρέπονται. Ωστόσο, παρά τον αυταρχισμό του, έχει δείξει ότι μπορεί να είναι πραγματιστής. Αν υπερισχύσει και τώρα ο πραγματισμός τότε θα μπορέσει να οδηγήσει τα πράγματα σε εκτόνωση και θα παραμείνει ισχυρός παίχτης. Πάντως, όπως και νά’ χει, η επόμενη μέρα δε θα είναι η ίδια.