Η απροσδόκητη νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ την προηγούμενη Κυριακή παρήγαγε έναν ομολογουμένως μεγάλο όγκο κειμένων, αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συζητήσεων γύρω από τις αιτίες και τις συνέπειες της αλλαγής ηγεσίας. Ο κορμός της σχετικής δημόσιας συζήτησης περιστρέφεται γύρω από τη θετική αξία της ανάδειξης στην ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενός πολιτικού με σαφείς και συνεκτικές πολιτικές προτάσεις, στοιχείο που αναμφίβολα βελτιώνει τη λειτουργία της αντιπροσώπευσης σε μια δημοκρατία, αλλά και τις πιθανότητες ενίσχυσης της εκλογικής δύναμης ενός κόμματος σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας. Ωστόσο, στην κυρίαρχα θερμή υποδοχή της εκλογής Μητσοτάκη εντοπίζονται τρεις υπερβολικοί ισχυρισμοί.
Ο πρώτος από αυτούς τους ισχυρισμούς συνδέει την επικράτηση Μητσοτάκη με τη συγκρότηση ενός δυναμικού πυρήνα μεταρρυθμιστικών και φιλοευρωπαϊκών τμημάτων του εκλογικού σώματος, τα οποία συσπειρώθηκαν γύρω από την επιλογή του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Ο ισχυρισμός αυτός πιθανώς δικαιολογείται στη βάση της ανοιχτής στήριξης στον νέο πρόεδρο της ΝΔ πολλών ανθρώπων που συμμετείχαν ενεργά στην καμπάνια του ΝΑΙ. Ωστόσο, σύμφωνα με τα ευρήματα έρευνας της εταιρείας ProRata που υλοποιήθηκε μερικές ημέρες πριν από τον δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών της ΝΔ, η ψήφος του ΝΑΙ διχοτομήθηκε μεταξύ των δύο υποψηφίων, ενώ σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων της ΝΔ που είχαν επιλέξει το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα (περίπου το 35%) δεν δίστασαν να επιλέξουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην κάλπη του δεύτερου γύρου. Παρ’ ότι το δημοψήφισμα του Ιουλίου προφανώς συνέβαλε στην πολιτική ζύμωση του φιλομεταρρυθμιστικού χώρου και στην κινηματικού τύπου ενεργοποίησή του, η πορεία του δεν ταυτίζεται με την εκλογή Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αποδίδει στην επιλογή του συγκεκριμένου υποψηφίου μόνο θετικά κίνητρα ψήφου. Πράγματι, η υποψηφιότητα Μητσοτάκη συγκέντρωνε τις περισσότερες προοπτικές διεύρυνσης της εκλογικής απήχησης του κόμματος λόγω της διαφορετικότητας της πρότασης ηγεσίας και της υψηλότερης δημοτικότητας του ίδιου του υποψηφίου. Συνεπώς, η επιλογή του στον πρώτο γύρο ενείχε όντως θετικά κίνητρα, όπως άλλωστε υποδεικνύει και το γεγονός ότι συγκέντρωνε δυσανάλογα μεγαλύτερα του μέσου όρου του ποσοστά μεταξύ εκείνων που εκτιμούσαν ως βασικό κριτήριο επιλογής την αποτελεσματικότητα του έργου του και τη φιλομεταρρυθμιστική του διάθεση. Όμως στον πρώτο γύρο των εκλογών ο Κυριάκος Μητσοτάκης συγκέντρωσε μόλις το 28% των προτιμήσεων. Όπως σε κάθε δεύτερο γύρο μιας αναμέτρησης, έτσι και στον συγκεκριμένο, η νίκη κρίθηκε στο επίπεδο της τακτικής επιλογής. Πέραν των ψηφοφόρων εκείνων που στήριξαν τον νέο πρόεδρο από τον πρώτο γύρο στη βάση θετικών ιδιοτήτων που του απέδιδαν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να στηρίχτηκε δυναμικά στον δεύτερο γύρο από το στρατόπεδο του Απόστολου Τζιτζικώστα, όπως μαρτυρά η κάθετη άνοδος των ποσοστών του στα κάστρα της Θεσσαλονίκης και των περιοχών της Κεντρικής Μακεδονίας, που ήταν «υπό τον έλεγχο» δημοτικών και περιφερειακών αρχών που διάκεινται φιλικά προς τον κ. Τζιτζικώστα. Αυτή η επιλογή του ενός εκ των δύο ηττημένων του πρώτου γύρου, όπως άλλωστε και η στήριξη του περιβάλλοντος Σαμαρά στον νέο πρόεδρο του κόμματος, δεν συνδέεται με θετικά κίνητρα ψήφου αλλά με κινήσεις εσωκομματικής τακτικής με σημείο αναφοράς τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή.
Ο τρίτος ισχυρισμός αφορά την επικείμενη στροφή της ΝΔ υπό τη νέα ηγεσία της προς τo κέντρο, εξέλιξη που θα σηματοδοτούσε τη μείωση της πόλωσης και την προσέγγιση μεταξύ των κομμάτων σε μια περίοδο έντονων απαιτήσεων πολιτικής συναίνεσης και συνεργασίας. Η φιλελεύθερη, τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο και σε αυτό των κοινωνικών θεμάτων, ταυτότητα του κ. Μητσοτάκη είναι αναμφισβήτητη, ωστόσο η επιλογή του να προωθήσει φιλελεύθερες πολιτικές σε βάρος κλασικών συντηρητικών αξιών και προστατευτικών αντιλήψεων δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Αντιθέτως, μπορούμε να εντοπίσουμε δύο ενδείξεις που συντείνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση: (1) ο νέος αρχηγός θα κληθεί να συνεργαστεί στενά με στελέχη του συντηρητικού κομματιού του κόμματος, τα οποία και τον στήριξαν εσωκομματικά, (2) πολλοί από τους βουλευτές που εξέφρασαν προσφάτως ανοιχτά τον φιλελευθερισμό τους, ψηφίζοντας, για παράδειγμα, υπέρ του συμφώνου συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών, επέλεξαν να κρατήσουν αποστάσεις από τον νέο αρχηγό. Σε κάθε περίπτωση, η συνύπαρξη φιλελευθέρων και συντηρητικών στο εσωτερικό της ΝΔ αποτελεί έναν σεβαστό κανόνα, τον οποίο δύσκολα κανείς θα παραβεί δείχνοντας ή επιλέγοντας την έξοδο.
Η εσωκομματική νίκη μιας νέας και προγραμματικά καθαρής υποψηφιότητας είναι προφανώς μια θετική εξέλιξη για μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Μοιάζει να είναι επίσης μια ευοίωνη προοπτική για το κόμμα της ΝΔ, καθώς ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζει υψηλή δημοτικότητα εκτός της δεξαμενής των ψηφοφόρων της ΝΔ και, πιο συγκεκριμένα, στους ψηφοφόρους των κεντρώων κομμάτων. Ωστόσο, πολλές από τις όψεις και τις ερμηνείες της νίκης αυτής παραπέμπουν στον ανορθολογικό «ενθουσιασμό της κερκίδας» μετά το άνοιγμα του σκορ σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, όταν υφαίνονται ταχύτατα ολοκληρωμένες ιστορίες για την αξία του νέου σκόρερ και το μέλλον του πρωταθλήματος.