Ο Έλληνας αγάπησε παράφορα το ΠαΣοΚ. Ακόμα και αυτός που δεν το ψήφιζε το αγαπούσε. Ακόμα και αυτός που το μισούσε κατά βάθος το αγαπούσε. Γιατί ήταν large. Γιατί σκορπούσε χρήμα. Δεν προλάβαινε η αντιπολίτευση να διατυπώσει ένα οικονομικής φύσης αίτημα και το ΠαΣοκ το κάλυπτε στο διπλάσιο. Είτε με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, είτε με τις κοινοτικές επιδοτήσεις, τα πακέτα Ντελόρ, τα ΕΣΠΑ, τα δανεικά το ΠαΣοκ ταυτίστηκε στη συνείδηση του Έλληνα με το πολύ και αδούλευτο χρήμα. Χρήμα στις τσέπες των ανθρώπων να κάνουν τα γούστα τους, να το σκίσουν κατά το δοκούν, να το γλεντήσουν. Όσα χρόνια κρατούσε αυτό το πανηγύρι κανείς δεν χαλιότανε αν ανάμεσα στον πακτωλό έρεε και το μαύρο πολιτικό χρήμα. Όλοι έκαναν πως δεν έβλεπαν τον Άκη και τους εξοπλισμούς του, ακόμα και το σκάνδαλο Κοσκωτά ξεχάστηκε αμέσως. Κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, πονηροί εφοριακοί, συντεχνίες και συνεταιρισμοί, πλούσιοι αγρότες χωρίς παραγωγή, συνεχώς διογκούμενος δημόσιος τομέας, απίθανες ΣΔΙΤ, γιατροί και ΜΜΕ, χημικοί ολυμπιονίκες και βλαχοντίσκο σκυλάδες εισέπρατταν από παντού και απολάμβαναν. Κάποιοι και χωρίς να δουλεύουν.
Γιατί, ποια ανάπτυξη και ποια επιχειρηματικότητα, ποιες επενδύσεις και ποια παραγωγή. Αυτά θέλουν σχέδιο, γνώσεις και εργασία. Τριτογενής τομέας μόνο, να πουλάει ο ένας στον άλλο πανάκριβες υπηρεσίες και το κράτος πάντα εδώ δίπλα μας να καλύπτει όλα τα κενά. Τι θες δημόσιε υπάλληλε; Ένα εφάπαξ να προικίσω την κόρη μου. Πάρτο και ας μην αντιστοιχεί στις εισφορές σου. Τι θες ελεύθερε επαγγελματία; Να μην πληρώνω φόρους. Έγινε. Τι θες δικέ μας επιχειρηματία; Να είμαι προμηθευτής του δημοσίου και να χρεώνω το ένα άλλα δέκα. Βεβαίως. Τι θέλεις παιδί μου; Πτυχίο αααβάδιστα και θέση στο δημόσιο ή προστατευμένο επάγγελμα. Βεβαίως, το αξίζεις. Τι θέλεις φαρμακέμπορα και γιατρέμπορα; Ένα πάρτυ υγείας που να μην τελειώνει ποτέ. Στο έκανα ήδη. Τι θέλεις κατασκευαστή; Καμένα δάση που να γίνουν οικόπεδα. Μόλις σβήσουν οι φωτιές, ξεκίνα και μη ξεχάσεις έχουμε και παραλίες. Και πήγαινε λέγοντας το παραμύθι, μόνο που δεν ήταν παραμύθι ήταν πραγματικότητα.
Όταν ο κύριος Κώστας έβαλε τον ανατολίτη Έλληνα στην ΕΕ για μια στιγμή σκιάχτηκε διότι νόμισε πως θα τον αναγκάσει να γίνει Ευρωπαίος. Μόλις όμως κατάλαβε ότι έτσι έρχεται και νέο φθηνό δανεικό χρήμα σε περιβάλλον κυριλέ και δήθεν, «βρήκε ο γύφτος τη γενιά του» και απογειώθηκε. Όταν ο κύριος Κώστας κατάλαβε τα δύσκολα και του είπε, «πατριώτη πρέπει να μαζευτούμε», τον έκανε στην άκρη και φώναξε τον Κωστάκη. Ήταν τότε που ξαφνικά ανακάλυψε ότι ο κύριος Κώστας είχε και κάτι ποντικούς στην κουζίνα του και δεν ήταν σωστό. Γιατί ο Έλληνας μπορεί να είναι ότι είναι αλλά στα θέματα τιμιότητας δεν σηκώνει κουβέντα. Βάζει αμέσως κόκκινες γραμμές. Και ο Κωστάκης ΠαΣοΚ ήταν. Εξι χρονάκια του έδωσε και κατάλαβε κι αυτός και γούσταρε ο κόσμος που κουνούσε τα χέρια του ωραία και έφευγαν τα μύρια και οι διορισμοί σα νερό. Όταν είδε το κακό με βήμα γοργό να πλησιάζει την έκανε αβαβά και έδωσε τη σκυτάλη στο Γιώργο που είχε τη φαεινή ιδέα να δηλώσει ότι λεφτά υπάρχουν και φυσικά είναι δικά μας. Μόνο που το παραμύθι είχε πια τελειώσει. Όταν ο Γιώργος φώναξε το ΔΝΤ με τα μνημόνια, σε μια νύχτα έγινε από σωτήρας, ηλίθιος και προδότης και ο Έλληνας ανακάλυψε τον αριστερισμό, τον κομμουνισμό και το φασισμό.
Το παράφορα αγαπημένο ΠαΣοκ έγινε λαομίσητο και απαξιώθηκε. Όχι γιατί με την άφρονα πολιτική του διέλυσε τον παραγωγικό ιστό της χώρας, ερήμωσε την ύπαιθρο και χρέωσε πέντε γενιές, αλλά γιατί δεν είχε άλλο τσάμπα χρήμα να μοιράσει. Η ΝΔ που έκανε τα ίδια τη γλίτωσε. Δεν ήταν βλέπεις ακριβώς ΠαΣοκ, απλά το κοπιάριζε. Ο Έλληνας μίσησε αυτό που λάτρεψε και μετά βγήκε στους δρόμους ως αγανακτισμένος και ζητούσε κρεμάλες αλλά για λάθος λόγους. Και επειδή με κάτι έπρεπε να αντικαταστήσει το αντικείμενο του πόθου του βρήκε όποιους είχε εύκαιρους. Τι κι αν τους είχε για χρόνια απαξιωμένους. Του χάιδεψαν τ’ αυτιά με υποσχέσεις επιστροφής; Τους σήκωσε στα χέρια και τους ψήφισε. Και συνεχίζει να τους ψηφίζει. Δεν τους παντρεύτηκε γιατί δεν είναι σίγουρος, αλλά τους μπιζάρει και τους περιμένει στη γωνία.
Ο Έλληνας δεν θέλει να μετρήσει, να σχεδιάσει, να προχωρήσει. Ζούσε σε ένα διαρκές όνειρο ευμάρειας, τον ξύπνησαν βίαια αλλά θέλει να την ξαναπέσει. Και στο ΠαΣοκ ξαναγυρνά αν οι νέοι φίλοι του τον «προδώσουν». Γι αυτό και το ΠαΣοκ δεν τέλειωσε όπως πολλοί νομίζουν. Είναι εδώ και περιμένει. Θα είναι πάντοτε μια εφεδρεία στο κυνήγι του χρήματος. Η μεσαία τάξη χρειάζεται την ιδέα του, το άρωμά, τις θέσεις του. Ακόμα και σήμερα, μετά από πέντε χρόνια κρίσης, το χρήμα που έσπρωξε είναι αυτό που κρατά την κοινωνία όρθια και την παλεύει. Η μεσαία δεν το ξεχνά αυτό και ας το βρίζει. Στη χώρα του 25% ανεργία δε βρίσκεις Ελληνίδα να σου κρατήσει το παιδί ή να σου φροντίσει το γέρο. Το πνεύμα του ΠΑΣΟΚ θα είναι εδώ για πάντα. Που ξέρεις, μπορεί και το ίδιο να έχει δρόμο επιστροφής.