Το νέο βιβλίο του Κώστα Σημίτη «Ο εκτροχιασμός» θέτει για συζήτηση τα σημαντικότερα ζητήματα που συνδέονται με την ελληνική κρίση: αίτια, λάθη, παραλείψεις, αστοχίες στη διαχείρισή της, όσα οδήγησαν στη βαθιά ύφεση την οικονομία με την εφαρμογή επώδυνων προγραμμάτων λιτότητας (Μνημόνια). Θέτει επίσης για συζήτηση το σύστημα της ΕΕ και ιδιαίτερα της ΟΝΕ, της ευρωζώνης: αναφέρεται στις συστημικές του ατέλειες, στις αδυναμίες έγκαιρης αντίδρασής του απέναντι σε κρίσεις ή, ακόμα περισσότερο, πρόληψής τους. Θέτει, με άλλα λόγια, καίρια ερωτήματα για τη δημόσια συζήτηση: θα μπορούσε να αποφευχθεί η κρίση; ο χειρισμός μετά την εκδήλωσή της μπορούσε να είναι διαφορετικός; μπορούσε να αποτραπεί η όξυνσή της; Εκτός από την κρίση και τις συνέπειες της, όμως, το βιβλίο έχει και κριτική διάσταση για την ΕΕ και την ευρωζώνη, με προτάσεις για τη μεταρρύθμιση, την ανάπτυξη, την ολοκλήρωση του συστήματος της νομισματικής ένωσης με όλα τα αναγκαία στοιχεία (οικονομική, δημοσιονομική, πολιτική ένωση, κ.λπ.) που θα το καταστήσουν μακροχρόνια βιώσιμο και ικανό να αποτρέπει κρίσεις.
Ωστόσο, η έως τώρα δημόσια παρουσίαση του βιβλίου εστιάσθηκε πρωτίστως στις αναφορές (θετικές ή αρνητικές) στα πρόσωπα που βρέθηκαν στο επίκεντρο χειρισμού της κρίσης, αγνοώντας σχεδόν παντελώς την ουσία, τα κεντρικά ζητήματα που θέτει για συζήτηση. Είναι συμπτωματικό του τρόπου με τον οποίο γίνεται (ή μάλλον δεν γίνεται) ο δημόσιος διάλογος. Επικεντρώνεται η προσοχή σε πρόσωπα (κατά κανόνα έξω από το ευρύτερο πλαίσιο ανάλυσης του συγγραφέα), προκειμένου να προκληθούν αντιδράσεις και επικοινωνιακές αναφλέξεις στιγμιαίας απόδοσης. Ετσι χάνεται η ουσία. Και εδώ υπάρχει πολλή ουσία, καθώς πρόκειται για το βιβλίο ενός πρώην πρωθυπουργού και διανοούμενου, με τη γνώση και την εμπειρία του Κ. Σημίτη.
Επίσης, έχει διατυπωθεί η άποψη – ένσταση (που τη θεωρώ επιεικώς ολοκληρωτική): «Γιατί τα λέει τώρα ο Κ. Σημίτης;» και «τι επιδιώκει;» Αλήθεια, πότε θα έπρεπε να τα πει; Ποιος θα υπαγορεύσει σε κάποιον (και μάλιστα σ’ έναν πρώην πρωθυπουργό) πότε πρέπει να μιλήσει; Για ορισμένους, ο χρόνος δεν θα είναι ποτέ κατάλληλος. Και γιατί θα πρέπει «να επιδιώκει κάτι» πέρα από το να συμβάλει στον δημόσιο διάλογο και στην προώθηση του γενικότερου συμφέροντος της χώρας με τον τρόπο που ο ίδιος κρίνει ορθό;
Το βιβλίο εξετάζει:
(α) «τον δρόμο προς το Μνημόνιο», αναλύοντας ζητήματα όπως «εάν η Ελλάδα ήταν έτοιμη για το ευρώ», το θέμα της δήθεν παραποίησης των ελληνικών στατιστικών στοιχείων του 1999, αλλά και της πραγματικής παραποίησης το 2009, τη συμπεριφορά, τις πολιτικές και στρατηγικές παραλείψεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ την περίοδο μετά το 2004 – εποχή, δηλαδή, που ενώ η ένταξη στην ΟΝΕ «απαιτούσε συνεχείς μεταρρυθμίσεις για την προσαρμογή στο νέο περιβάλλον», οι πολιτικές και κοινωνικές ηγεσίες είτε αντιτάχθηκαν σ’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις είτε ακολούθησαν μια «ανεπαρκή πολιτική προσαρμογής»,
(β) το πρώτο Μνημόνιο – «ένα φάρμακο με επικίνδυνες παρενέργειες» – και όλα τα προβλήματα που ανέκυψαν στον πρώτο χρόνο εφαρμογής του και στην επέκταση της κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση,
(γ) το θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους και τα «παιγνίδια εξουσίας» που παίχτηκαν γύρω από αυτό,
(δ) την κυβερνητική συνεργασία (κυβέρνηση Λ. Παπαδήμου), την απομείωση (κούρεμα) του χρέους και τη συμφωνία για το νέο Μνημόνιο,
(ε) τις εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου 2012 και τις προοπτικές που δημιουργούνται, επισημαίνοντας ότι «αυτή τη στιγμή η χώρα έχει την ευκαιρία να εκπονήσει μια ρεαλιστική στρατηγική, ένα σχέδιο για τους εφικτούς δρόμους προς τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη – σχέδιο ολοκληρωμένο αλλά εφαρμόσιμο» και
(στ) το μέλλον της Ελλάδας και της ΕΕ, με τη διεξοδική έκθεση ιδεών, προτάσεων, σχεδίων.
Ο Κ. Σημίτης καταλήγει στον επίλογο του βιβλίου του με ορισμένες παρατηρήσεις ιδιαίτερα χρήσιμες στη σημερινή συγκυρία. Επισημαίνει, π.χ., ότι «μια «ολική λύση» του ελληνικού προβλήματος δεν ήταν και δεν θα είναι, μάλλον, για αρκετό διάστημα δυνατή. Προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κατασταλαγμένης συνολικής αντίληψης για την αντιμετώπιση της κρίσης από μέρους της ευρωζώνης. Οι απόψεις των κρατών-μελών, όμως, διαφέρουν ακόμη σε μεγάλο βαθμό». Και για το πολυσυζητημένο θέμα τής βιωσιμότητας του χρέους επισημαίνει ότι «είτε πετύχουμε να μειωθεί στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 είτε όχι, θα παραμείνει πολύ υψηλό και θα αποτελεί μόνιμη εστία κρίσεων. Για να μην παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα, θα πρέπει το επίπεδό του να κυμαίνεται περίπου στο 100% του ΑΕΠ».
Ας συζητήσουμε λοιπόν για την ουσία με κριτική ή ακόμη και επικριτική διάθεση. Αλλά για την ουσία…
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών