Δεν είναι τυχαίο, ότι στη χώρα, που «γεννήθηκε» η δημοκρατία και ο διάλογος, αντί για συναινέσεις και συγκλίσεις ή βελτίωση των κατατιθέμενων προτάσεων μετά την ασκηθείσα κριτική, κυριαρχεί η πόλωση και το διχαστικό κλίμα στο πολιτικό επίπεδο, ενώ στο κοινωνικό πεδίο ως ένα βαθμό αναπαράγεται αυτή η λογική και ως ένα άλλο οι πολίτες αποστασιοποιούνται από την πολιτική.
Παρατηρείται δε, ότι τελικά γίνονται θέμα τα πρόσωπα, που εκφέρουν τον πολιτικό λόγο και όχι το αντικείμενο του, οπότε παύει να έχει ενδιαφέρον το περιεχόμενο του. Ουσιαστικά ο διάλογος μετατρέπεται σε εργαλείο προσωπικής αντιπαράθεσης με κρίσεις και χαρακτηρισμούς, που δεν αναφέρονται σε οπτικές προσέγγισης της πραγματικότητας, αλλά αποτυπώνουν ποιοτικά στοιχεία των ικανοτήτων ή των αδυναμιών των διαλεγόμενων προσώπων.
Αν ο διάλογος οριοθετείται ως προφορικός ή γραπτός λόγος και αντίλογος μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων για το γίγνεσθαι στους διάφορους τομείς (εργασία, πολιτική κ.λ.π.), στους οποίους δραστηριοποιούνται οι πολίτες, στην ελληνική πραγματικότητα εξαντλείται σε κοινοποίηση κρίσεων για την προσωπική πορεία του καθενός στο δημόσιο χώρο.
Γι’ αυτό πολύ εύκολα οι προσωπικές αντιπαραθέσεις προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά εκχυδαϊσμένου λόγου, ο οποίος αποσκοπεί στην προσωπική μείωση του ή των άλλων.
Βασικός στόχος του διαλόγου είτε στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής λειτουργίας είτε στο δημόσιο πεδίο δεν είναι η ενημέρωση των πολιτών σχετικά με την πραγματικότητα και την προοπτική, που προσλαμβάνει στο πλαίσιο του προτεινόμενου σχεδιασμού για δημόσια διαβούλευση και κριτική, ώστε να διαμορφώσουν τεκμηριωμένη γνώμη, αλλά η πρόκληση συγκεκριμένης εντύπωσης σε σχέση με το μέλλον, η οποία βασίζεται σε ιδεοληψίες και εξιδανικεύσεις.
Τελικά εκείνο, που «μετράει», είναι η ανάληψη της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς να ενδιαφέρει η επεξεργασία και κατάθεση προς διαβούλευση ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού της πορείας της χώρας, ο οποίος μπορεί και να τροποποιηθεί στο πλαίσιο συναινέσεων με άλλους πολιτικούς φορείς ή προτάσεων της κοινωνίας πολιτών.
Το ζητούμενο δεν είναι η πραγμάτωση ενός σχεδιασμού, ο οποίος εκφράζει την κοινωνική πλειοψηφία, αλλά η δημιουργία προσδοκιών στους πολίτες, που είναι προϊόντα συναισθηματικής φόρτισης και αντίδρασης.
Γι’ αυτό αξιοποιείται και η πρόκληση φόβου και ανασφάλειας σε σχέση με την πιθανή αποδοχή των προτάσεων των αντιπάλων, οι οποίες θεωρούνται πάντα «καταστροφικές», χωρίς να γίνεται ουσιαστική και μεθοδική προσέγγιση και ανάλυση του περιεχομένου τους.
Βέβαια αυτό είναι δύσκολο, διότι ούτε μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης αξιοποιούν, ούτε διαφέρουν μεταξύ τους οι «διαλεγόμενοι» ως προς την ποιότητα του λόγου, που εκφέρουν.
Είτε είναι ιδεοληπτικός, είτε στοχεύει στην δημιουργία αυταπατών. Και στις δύο περιπτώσεις καλλιεργείται κλίμα «καλών προθέσεων» για την ευημερία του «λαού».
Το χειρότερο είναι, ότι ο εκφυλισμός δεν χαρακτηρίζει μόνο τον «διάλογο», που γίνεται στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος, αλλά εγγίζει σε μεγάλο βαθμό και τον ευρύτερο δημόσιο χώρο.
Η πολυδιάστατη παρακμή, που βιώνει η ελληνική κοινωνία και ιδιαιτέρως η αξιακή, έχει απονευρώσει τα αντανακλαστικά των πολιτών και παράλληλα επιτρέπει το σταδιακό «ξήλωμα» των δημοκρατικών λειτουργιών, με την έννοια ότι σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο οι επιλογές δεν βασίζονται σε ορθολογική προσέγγιση της πραγματικότητας, αλλά εξαρτώνται από τον ατεκμηρίωτο πολιτικό και γενικότερα δημόσιο λόγο.
Το αποτέλεσμα είναι, η πολιτική στάση να διαμορφώνεται με βάση το συναίσθημα και την μη επαρκή γνώση της σύνθετης σύγχρονης πραγματικότητας.
Φαίνεται, ότι η μαζοποίηση των σύγχρονων κοινωνιών ολοκληρώνεται και με την πολιτική της διάσταση. Αυτό συμβάλλει στην παγίωση της κυριαρχίας του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, στο πλαίσιο του οποίου ο άνθρωπος είναι ένα εργαλείο για την διεκπεραίωση ρόλων στα διάφορα κοινωνικά συστήματα.
Εξάλλου τώρα υπάρχει και η εναλλακτική πρόταση της αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης στον τομέα της διεκπεραίωσης εργασιακών ρόλων στους διάφορους τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης, οπότε ως αντίβαρο για τον έλεγχο της κοινωνικής δυναμικής είναι ζωτικής σημασίας η απενεργοποίηση της ελεύθερης βούλησης του πολίτη.
Γι’ αυτό ο διάλογος δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, αλλά κινείται στα όρια ενός μέσου χειραγώγησης των μαζών. Θα αποτελούσε φαντασίωση η απαίτηση, ο πολιτικός και ο ευρύτερος δημόσιος διάλογος να παρέχουν την δυνατότητα αντιστοίχισης της θεωρητικής πολιτικής προσέγγισης (ιδεοληπτικής ή γενικόλογης) με την πραγματικότητα, αλλά και ολοκληρωμένης και πολυδιάστατης γνώσης του αντικειμένου του στους πολίτες.
Πολύ περισσότερο βέβαια θα προκαλούσε μειδίαμα η επιθυμία να εξετάζεται η λογική συνέπεια των επιχειρημάτων, με τα οποία «τεκμηριώνεται» ο εκφερόμενος λόγος.
Ούτε από το μυαλό των πιο ευφάνταστων πολιτών δεν θα έπρεπε να περάσει η σκέψη, ότι θα μπορούσε να γίνει αναζήτηση συγκλίσεων μετά την εξέταση της δυνατότητας εφαρμογής των κατατιθέμενων προτάσεων, ώστε να διαμορφωθεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα προς υλοποίηση, το οποίο θα εκφράζει την κοινωνική πλειοψηφία.
Και ενώ από αυτά τα εκφυλιστικά φαινόμενα σε σχέση με τον διάλογο, πολιτικό ή ευρύτερα δημόσιο, βραχυπρόθεσμα μπορεί να επωφελείται πότε το ένα και πότε το άλλο κόμμα αναλαμβάνοντας την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, ο πολίτης είτε ως ατομικό είτε ως συλλογικό υποκείμενο όχι μόνο δεν ωφελείται, αλλά περιθωριοποιείται πολιτικά, ενώ η λειτουργία του έχει τυπικό χαρακτήρα και είναι μόνο νομιμοποιητική στο πλαίσιο προβλεπόμενων διαδικασιών (π.χ. εκλογών).
Ως τρόπος σκέψης, δράσης και αντίδρασης σε αυτή την πρακτική όμως κερδίζει έδαφος ο εθνικιστικός λαϊκισμός, ο οποίος επικοινωνιακά στηρίζεται επίσης στο συναίσθημα και στην εξιδανίκευση του ιστορικού παρελθόντος του «έθνους» καθώς και στην σύνδεση της όποιας προοπτικής της χώρας με αυτό. Η προσδοκία, που καλλιεργείται, ότι η αναπαραγωγή του ως οπτικής θεώρησης της πραγματικότητας θα δρομολογήσει μια πορεία προς το μέλλον με προοπτική, δημιουργεί το κατάλληλο συναισθηματικό υπόστρωμμα για την ευδοκίμηση της ελπίδας.
Η ελεύθερη βούληση του πολίτη, η οποία στηρίζεται στον ορθολογισμό και στην γνώση των δυνατοτήτων της πραγματικότητας βρίσκεται σε «κατάσταση ύπνωσης».
Ενισχυτικά σε αυτή την κατάσταση λειτουργεί και η μη ύπαρξη επαρκών για τις ανάγκες της χώρας δομών της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες εκφράζουν το κοινωνικό συμφέρον, ενώ ταυτοχρόνως διαλέγονται τόσο με την τοπική κοινωνία όσο και με τα κόμματα.
Εάν δεν μπορέσει να ανακοπεί η εκφυλιστική τροχιά του διαλόγου, ο ανθρώπινος παράγων θα είναι εύκολο θύμα της χειραγώγησης και σε βάθος χρόνου θα μετατραπεί σε μια λειτουργική συνιστώσα του κοινωνικού συστήματος χωρίς ελεύθερη βούληση.
Έτσι κι αλλιώς είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό εκπαιδευμένος στον καταναλωτισμό υλικών αγαθών για την επίτευξη της «ευημερίας». Δεν είναι πολύ δύσκολο να επεκταθεί αυτή η αρχή και στον τρόπο διαχείρισης της ελεύθερης βούλησης. Σε μια μαζοποιημένη κοινωνία δεν ευδοκιμούν πολίτες-υποκείμενα, κυριαρχούν οι καταναλωτές.