Ο δρόμος για το κομματικό κράτος Σε μια παράγραφο

Κώστας Σοφούλης 16 Οκτ 2015

Στην ομιλία του στη Κεντρική Επιτροπή τους ΣΥΡΙΖΑ, ο Αριστείδης Μπαλτάς μίλησε για τον τρόπο δουλειάς των οργανώσεων, προτείνοντας, μεταξύ άλλων, «χαρτογράφηση» της γειτονιάς, δηλαδή π.χ. πόσες και ποιες δομές υγείας υπάρχουν, τι δημόσιες υπηρεσίες κτλ, ώστε να καταγράφονται τα προβλήματα και οι ανάγκες των τοπικών κοινωνιών. Σε αυτό το πλαίσιο είπε ότι το κόμμα πρέπει να κατανοεί και να υπηρετεί την κοινωνία και μετά να ενημερώνεται η κυβέρνηση.

Ο Μπαλτάς είναι από τους κύριους ιδεολογικού εκφραστές του κόμματος. Την άποψή του, όμως, επικρότησε και ο γραφειοκρατικός υπεύθυνος, ο νέος Γενικός Γραμματέας Α  σύντροφος Ρήγας διαβεβαιώνοντας ότι «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ο αυθεντικός εκφραστής των κοινωνικών αναγκών προς την κυβέρνηση.» Αυτό σημαίνει ότι η φωνή της κοινωνίας θα διαμεσολαβείται από το κόμμα που, προφανώς, θα διαμορφώνει την πληροφορία που μεταβιβάζει στην κυβέρνηση δια μέσου των κομματικών του φίλτρων.

Το μοντέλο αυτό διακυβέρνησης τινάζει στον αέρα όλη την δομή και το περιεχόμενο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Θυμίζω ότι στην ισχύουσα συνταγματική τάξη, ο Βουλευτής είναι εκπρόσωπος του Λαού και ενεργεί κατά συνείδηση και όχι κατά τις επιταγές της οποιασδήποτε κομματικής σκοπιμότητας. Ο έλεγχος της κυβέρνησης γίνεται από το κοινοβούλιο ακριβώς για να πραγματώνεται ο ρόλος του βουλευτή ως εκφραστή του κοινού συμφέροντος ακόμη και όταν μεταφέρει αιτήματα και ανάγκες συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Ακόμη και τότε θα πρέπει να τις διαμορφώνει σε αιτήματα που τουλάχιστο δεν παραβιάζουν το κοινό συμφέρον. Στη θέση αυτή του κοινοβουλίου, έρχεται τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ να τοποθετήσει το Κόμμα.

Ας θυμηθούμε, βέβαια, ότι κάτι παραπλήσιο είχε επιχειρήσει de facto να εφαρμόσει και το ΠΑΣΟΚ στη φάση της δογματικής υπερβολής του. Το αποτέλεσμα ήταν να προκύψουν οι «πρασινοφρουροί» που αποτέλεσαν τον βασικό μοχλό δημιουργίας και λειτουργίας του πελατειακού κράτους. Αυτό το κράτος κατέληξε σε ερζάτς κορπορατιστικό που δεν ωρίμασε ευτυχώς επειδή έπεσε από τα μέσα χάρις στις εσωτερικές συγκρούσεις των ηγετικών φατριών, αλλά και της διαφαινόμενης μέριμνας του μακαρίτη Ανδρέα να μη αφήσει το πράγμα τα σαπίσει πέρα για πέρα.

Το φαινόμενο δεν είναι πρωτοφανές. Έχει προϊστορία και γιαυτό δεν αφήνει κανένα περιθώρια υποτίμησης από την κριτική της σημερινής φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας. Ας ανατρέξουμε πολύ συνοπτικά στην Ιστορία και τα μαθήματα που μας δίδαξε με αποδεδειγμένη πλέον πειστικότητα.

Στις επώδυνες διεργασίες που τελικά κατάληξαν στην διάκριση του δημοκρατικού σοσιαλισμού από τον Λενινιστικό, κεντρικό ζήτημα αποτέλεσε η δομή και λειτουργία του κόμματος που θα εκπροσωπούσε τα εργατικά συμφέροντα. Στη γλώσσα του σύγχρονου εθνικολαϊκισμού θα μιλούσαμε αντίστοιχα για «λαϊκά συμφέροντα».  Ο Λένιν, αποφασισμένος για την βίαιη κατάληψη της εξουσίας και έχοντας επίγνωση ότι οι οπαδοί του δεν θα πετύχαιναν ποτέ την δημοκρατική πλειοψηφία που τους επέτρεπε να προχωρήσουν στις επαναστατικές αλλαγές που στόχευε, επεξεργάστηκε με λεπτομέρεια την ιδέα του κόμματος μειοψηφικής πρωτοπορίας που θα οργάνωνε την ένοπλη ανατροπή του αστικού καθεστώτος και που στη συνέχεια  θα οργάνωνε την προλεταριακή εξουσία και το Κράτος. Στο σχήμα αυτό, το κόμμα θα κυβερνούσε το Κράτος και θα οργάνωνε το λαό για την εφαρμογή της επαναστατικής ατζέντας. Αυτή η θεωρητική και εν τέλει εφαρμοσμένη στρατηγική ήταν εκείνη που τελικά απομάκρυνε πλήρως το σοβιετικό καθεστώς από την δημοκρατία, άμεση η/και αντιπροσωπευτική και κατέληξε στον εκφασισμένο Σταλινισμό κατά λογική νομοτέλεια. Το ολοκληρωτικό κράτος και στις δύο εκδοχές του – την ναζιστική και την σοβιετική – χτίστηκε ακριβώς πάνω σε δύο αρνήσεις του δημοκρατικού προτσές: Αρνήθηκε την δημιουργία ουδέτερου κράτους που τελεί υπό πολιτικό μεν έλεγχο, αλλά μόνο σύμφωνα με την συνταγματική ανάδειξη κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων πλειοψηφίας. Αντ’ αυτού  ταύτισε το κόμμα με το Κράτος δίνοντας  επιπλέον στο κόμμα και το δικαίωμα ολοκληρωτικού ελέγχου της κρατικής λειτουργίας. Η έννοια της δημοκρατικής πλειοψηφίας εξαερώθηκε μέσα από την ταυτολογική παραδοχή ότι το κόμμα εξ ορισμού εκφράζει την πλειοψηφία του λαού αφού, στην Λενινιστική εκδοχή,  είναι το κόμμα των εργαζομένων που αυτοί μόνο έχουν δικαίωμα ύπαρξης στο δρόμο προς μια χιλιαστικής εμπνεύσεως αταξικής κοινωνίας. Στη Ναζιστική εκδοχή, το κόμμα δεν είναι παρά η κινηματική έκφραση του ίδιου του Λαού ως μάζας ( Karl Schmitt). Και οι δύο εκδοχές συγκλίνουν τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα: στην μονοκομματοκρατία.

Δεύτερο, αρνήθηκε την δυνατότητα αναίμακτης εναλλαγής στην εξουσία, αφού πάλι εξ ορισμού θεώρησε αδιανόητη την ύπαρξη κάθε έννοιας αντιπολίτευσης στη προλεταριακή εξουσία, στην Λενινιστική εκδοχή, ή στην εξουσία της μεταφυσικής κατασκευής του ανιστορικού/διαχρονικού «λαού», στην περίπτωση του Ναζισμού . Το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της διπλή άρνησης και στις δύο εκδοχές ολοκληρωτισμού, ήταν η μετατροπή συλλήβδην των κομματικών στελεχών σε χαφιέδες και η ενσωμάτωση του κόμματος σε ένα αστυνομικό καθεστώς ολοκληρωτικού ελέγχου κάθε εκδήλωσης προσωπικής ή πολιτικής συμπεριφοράς. Η κατάληξη αυτή χρειάστηκε κάποιο χρόνο για να ολοκληρωθεί και πέρασε διάφορες βαθμίδες επικοινωνιακής εξαπάτησης που έκανε ακόμη και εξαιρετικά ευφυείς διανοούμενος στη Δύση να υμνούν την φανταστική πορεία προς την λαϊκή εξουσία χωρίς να βλέπουν την πραγματική εξέλιξη προς την λαϊκή νέο-δουλεία. Πολύ φοβάμαι, ότι σε μια τέτοια πορεία έχουμε μπει με τις κυβερνήσεις Τσίπρα και αγνοούμε τα σημάδια γιατί δεν θέλουμε να πιστέψουμε τον εφιάλτη στον οποίο οδηγούν.

Τη φορά αυτή, όμως, δεν έχουμε κανένα ελαφρυντικό να μη διακρίνουμε τον κίνδυνο: Η πορεία προς το κομματικό κράτος εξαγγέλθηκε επίσημα και με πλήρη σαφήνεια στην τελευταία σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.