Σε ένα γνωστό βρετανικό ανέκδοτο, ο ταξιδιώτης ρωτάει κάποιον στο δρόμο: «Φίλε, μήπως ξέρεις πώς πάω για Δουβλίνο;». «Δεν θα ξεκινούσα από δω», του απαντά ο άλλος.
Αν θέλαμε να φτιάξουμε την οικονομία μας, η κρίση του 2009-10 δεν θα ήταν το καλύτερο σημείο για να ξεκινήσουμε. Γιατί ήταν μια κρίση ανεπάρκειας των θεσμών και κανόνων της Ευρωζώνης – ενώ στην Ελλάδα χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη και καλύτερη εφαρμογή των κανόνων της. Γιατί ήταν μια κρίση της παγκοσμιοποίησης – ενώ στην Ελλάδα χρειαζόμαστε ανοιχτότερη οικονομία και καλύτερη προσαρμογή στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης.
Η διαδρομή που ακολουθήθηκε δεν ήταν η καλύτερη για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Γιατί ήταν μια κρίση δυσλειτουργίας του δημόσιου τομέα – και δεν μπορείς να φτιάξεις καλύτερο και παραγωγικότερο Δημόσιο, πετσοκόβοντας κάθετα και οριζόντια τις αποδοχές των στελεχών του. Και ήταν ακόμα κρίση ανεπάρκειας φορολογικών εσόδων – και δεν οικοδομείς φορολογική συνείδηση τσακίζοντας τη φοροδοτική ικανότητα των έντιμων φορολογουμένων. Και ήταν επίσης μια κρίση αξιοπιστίας της πολιτείας – και δεν οικοδομείς αξιοπιστία, μετατρέποντας το κράτος στον μεγαλύτερο μπαταχτσή.
Δεν θα ακολουθούσαμε αυτήν ακριβώς τη διαδρομή εάν αναζητούσαμε ένα πιο υπεύθυνο πολιτικό σύστημα. Το βάρος της επώδυνης προσαρμογής κουβάλησαν ακέραιο η κεντροαριστερά και η κεντροδεξιά, εισπράττοντας τη λαϊκή οργή. Που εκτονώθηκε εναντίον τους όχι όταν αφρόνως στο παρελθόν δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις της κρίσης, αλλά όταν –καθυστερημένα– μετά το 2010 προσπάθησαν να αποτρέψουν τα χειρότερα. Ετσι όμως βυθίζεται το μετριοπαθές φιλοευρωπαϊκό τόξο, αφήνοντας τα άκρα να ξεσαλώνουν σε τζάμπα λεονταρισμούς, πατριδοκαπηλία και δημαγωγικές υποσχέσεις.
Οταν το αρχικό σοκ εξελίχθηκε σε απελπισία για ευρέα στρώματα του πληθυσμού, η δυνατότητα να αντληθούν ψύχραιμα διδάγματα και συλλογική εθνική αυτογνωσία τινάχτηκε στον αέρα. Με την πρόθυμη διαμεσολάβηση σαλτιμπάγκων πολιτικών και τυχάρπαστων δημοσιογράφων, η ανάγνωση της κρίσης τροφοδότησε υστερικές αντιδράσεις, σύνδρομα καταδίωξης, αντιγερμανικό αταβισμό και τυφλή οργή. Διόγκωσε τα αισθήματα πικρίας προς την Ευρώπη και τους εταίρους, καχυποψίας προς τον έξω κόσμο, ενώ το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι να κλειστούμε ξανά στο καβούκι μας.
Τα λέω αυτά γιατί μπήκαμε στην κρίση το 2010 με τα χειρότερα οικονομικά μεγέθη και σε δυσμενές ευρωπαϊκό περιβάλλον, που δεν επέτρεπε ουσιώδεις εναλλακτικές. Ομως σήμερα οι βαθμοί ελευθερίας είναι περισσότεροι. Υπό την εξωτερική πίεση έγιναν, επιτέλους, κάποιες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που το πολιτικό μας σύστημα συνήθιζε να αναβάλλει. Η δημοσιονομική προσαρμογή δεν έχει τελειώσει, αλλά η Ελλάδα έχει διανύσει τεράστια απόσταση. Στο κριτήριο «διαρθρωτικό έλλειμμα», η Ελλάδα έχει την ταχύτερη μείωση ελλείμματος που έχει γίνει ποτέ σε ευρωπαϊκή χώρα: 17 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2009-2013! Αυτό δίνει στη χώρα επιχειρήματα να διεκδικήσει από τους εταίρους παράταση του χρονικού ορίζοντα εφαρμογής του δημοσιονομικού στόχου, μαζί με μια βιώσιμη απομείωση του βάρους του χρέους, προκειμένου να διευκολυνθεί η έξοδος από την ύφεση. Οι εταίροι πρέπει να βοηθήσουν, αλλά η διατηρήσιμη ανάκαμψη θα είναι κυρίως δική μας δουλειά. Δουλειά του κράτους, των μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν, δουλειά όλων μας.
Ακόμη και οι χειρότερες κρίσεις ανοίγουν παράθυρα ευκαιρίας. Χιλιάδες νέοι ζουν μια βεβιασμένη ωρίμαση, εγκαταλείπουν τις καφετέριες και τη χαλαρότητα, σφίγγουν τα δόντια, επιταχύνουν τις σπουδές τους, ανασκουμπώνονται. Φοιτητές μου πτυχιούχοι έφυγαν για το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία, με εισιτήριο χωρίς επιστροφή και τη διεύθυνση ενός φίλου στην τσέπη, που θα τους φιλοξενήσει όσο καιρό (βδομάδες; μήνες;) θα ψάχνουν να βρουν δουλειά. Οταν, χρόνια αργότερα, επιστρέψουν (και πολλοί θα επιστρέψουν), θα είναι η παραγωγικότερη και ωριμότερη γενιά των πρόσφατων δεκαετιών.
Μην έχοντας τίποτα να περιμένουν από το Δημόσιο ή από ρουσφέτι, με τις οικογενειακές πλάτες λυγισμένες από την ύφεση, όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας αρνούνται να υποταχθούν στην παράλυση της απόγνωσης. Συλλέγουν προσόντα, σκρολάρουν για θέσεις εργασίας, ψάχνουν παντού, παίρνουν την τύχη στα χέρια τους. Τα σεμινάρια νέας επιχειρηματικότητας γίνονται ανάρπαστα. Πρωτοβουλίες όπως το Open Coffee, Reload Greece, Orange Grove, θερμοκοιτίδες και δομές υποστήριξης νεοφυών επιχειρήσεων στα πρώτα τους βήματα, προσελκύουν εκατοντάδες ανήσυχους και δημιουργικούς ανθρώπους που θέλουν να κάνουν μια νέα αρχή. Αν δεν μπορεί να υποβοηθήσει, το κράτος πρέπει τουλάχιστον να απελευθερώσει αυτή τη δημιουργική διαδικασία, μειώνοντας φορολογικά και ρυθμιστικά εμπόδια. Είναι ήδη ορατά τα «πράσινα βλαστάρια» (Μ. Ιακωβίδης, «Καθημερινή», 6 Οκτωβρίου). Αλλοι πάλι καλλιεργούν κατά κυριολεξία αυτά τα πράσινα βλαστάρια: αξιοποίησαν κάποια χωράφια της φαμίλιας, μπήκαν στην πρωτογενή παραγωγή και μεταποίηση, φτιάχνουν τη ζωή τους στην ύπαιθρο παράγοντας εξαγώγιμα προϊόντα ποιότητας.
Η εκκίνηση της πορείας στο σκοτεινό τούνελ της κρίσης δεν ήταν δική μας επιλογή. Αλλά τη διαδρομή μπορούμε όλο και περισσότερο να τη διαμορφώσουμε για να μας βγάλει ταχύτερα στην έξοδο.