Η πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015 αποδείχθηκε μια μεγάλη μέρα για την Ευρώπη. Ο κεντρικός τραπεζίτης έδωσε νέα, προοδευτική ώθηση στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Σε επίπεδο στρατηγικών κατευθύνσεων,
- εισήγαγε την αμοιβαιοποίηση του χρέους λύνοντας μια εκκρεμότητα που απομάκρυνε την ΕΕ από τους ουσιώδεις όρους που προσδιορίζουν την βελτιστοποίηση μιας νομισματικής περιοχής και αποκατέστησε τη δυναμική υπέρβασης της άνισης ανάπτυξης και απόκλισης μεταξύ των μελών.
- Αποκατέστησε επίσης τη δυνατότητα της νομισματικής πολιτικής να παρεμβαίνει επηρεάζοντας την κατεύθυνση της οικονομίας, απεγκλωβίζοντας τη Κεντρική τράπεζα από την ιδεοληπτική μονομέρεια ενασχόλησης αποκλειστικά με τις μεταβολές των επιτοκίων.
- Διαμόρφωσε ευνοϊκές συνθήκες για την αναζήτηση περαιτέρω μέτρων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για την σύγκλιση των όρων χρηματοδότησης των επιχειρήσεων (του κόστους χρήματος και της πρόσβασης τους σε κεφάλαια). Απέδειξε ότι η Ευρώπη προχωρά παρά τις διαφορές, τις διαφωνίες ή ακόμα και τις ενστάσεις ισχυρών ή ισχυρότερων. Και προχωρά με διάλογο που αναζητά συναινέσεις μεταξύ αξιόπιστων εταίρων που λειτουργούν με σεβασμό στο λογισμό και στους θεσπισμένους κανόνες, χωρίς μονομερείς ενέργειες, εκβιασμούς ή μικρόνοες μεγαλοστομίες.
Σε επίπεδο διαχείρισης,
- η νομισματική χαλάρωση διευκολύνει τις οικονομίες και τις κοινωνίες των κρατών μελών στην κοινή προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής και εφαρμογής των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Έτσι, συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα του δημοσίου και των φορέων του όσο και των επιμέρους αγορών των κρατών μελών, υπό ενιαίους και κοινούς όρους παροχής ποιοτικών υπηρεσιών, ανεξαιρέτως προς όλους τους πολίτες και όλες τις επιχειρήσεις της ΕΕ.
- Επιτρέπει τη ρεαλιστική στόχευση της ανάκαμψης του πληθωρισμού προς το υγιές επίπεδο του 2% και τον απεγκλωβισμό από τον μαρασμό του αποπληθωρισμού.
Η ποσοτική χαλάρωση και η αμοιβαιοποίηση μέρους του χρέους αποτελούν καταλύτη αναπροσδιορισμού κάθε έννοιας που αναδύεται σε ένα περιβάλλον νομισματικής ένωσης. Καλεί σε αναθεώρηση των κατευθύνσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής όσο και της πολιτικής των μεταρρυθμίσεων τόσο από την πλευρά της ΕΕ όσο και από την πλευρά του κάθε κράτους μέλους. Η συλλογική όσο και η επιμέρους ευθύνη έναντι του συνόλου μεγαλώνει ως αντίκρισμα της εκπεφρασμένης μεγαλύτερης αλληλεγγύης.
Όλα αυτά αποτελούν συνιστώσα του τρίτου δρόμου. Της εναλλακτικής πορείας για την υπέρβαση της κρίσης που αποτελούσε ζητούμενο στα πέτρινα χρόνια της προσκόλλησης των ευρωπαϊκών και των εθνικών αρχών στην γερμανόπνευστη ιδεοληπτική μονομέρεια της αντιπληθωριστικής εμμονής.
Μόνο που η κατανόηση αυτής της εναλλακτικής από το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο (παλιό και νέο) ήταν αδύνατη παρά το γεγονός ότι σήμερα, όλοι σχεδόν πανηγυρίζουν για τις αποφάσεις Draghi. Θέλουν να ξεχνούν την παντελή έλλειψη μέριμνας για το νομισματικό πλαίσιο σε όλο το διάστημα της κρίσης. Θέλουν να ξεχνούν ότι το μόνο που ενδιέφερε ήταν η αποκατάσταση ή η σταθερότητα της κερδοφορίας του τραπεζικού κλάδου ή το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τραπεζών παραβλέποντας στην κυριολεξία τους όρους ρευστότητας, το κόστος χρήματος, την πρόσβαση στη χρηματοδότησης που αντιμετώπιζε η πραγματική οικονομία. Θέλουν να ξεχνούν τη σιωπή έναντι της ανάγκης αλλαγών και αναδιαρθρώσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ώστε να αυξηθεί ο ανταγωνισμός σε ένα ασφαλές περιβάλλον και να μειώνει την εξάρτηση της οικονομίας από τις συστημικές τράπεζες.
Δυστυχώς για μία ακόμα φορά το πολιτικό προσωπικό «εκπαιδεύεται» και «μαθαίνει» από τις ανάγκες της συγκυρίας.
Η κατανόηση, επεξεργασία και η ανάπτυξη της πολιτικής που συγκροτεί τον τρίτο δρόμο ισοδυναμεί με την αποκρυστάλλωση της φυσιογνωμία του ευρωπαϊκού πολιτικού φορέα των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, που απουσιάζει από το πολιτικό φάσμα και έχει απόλυτη ανάγκη ο τόπος. Είθε το πάθημα του ενδιαφερόμενου πολιτικού προσωπικού να γίνει μάθημα που θα κάνει το δύσκολο χρόνο του μέλλοντος μας, πραγματική εξέλιξη.