Μία από τις κουραστικές επαναλήψεις στον δημόσιο λόγο τα τελευταία χρόνια είναι το λεγόμενο «παραγωγικό μοντέλο». Πολλοί δημόσιοι άνδρες και γυναίκες όλων των κομμάτων και ιδεολογικών αποχρώσεων συμφωνούν και επιμένουν ότι η χώρα πρέπει να αλλάξει την οικονομική της διάρθρωση και να επιδιώξει να μεταβάλλει το, κατά κύριο λόγο, καταναλωτικό της μοντέλο με ένα άλλο, «παραγωγικό».
Εννοούν διάφορα πράγματα, αλλά η κοινή συνισταμένη είναι ότι θα πρέπει να στραφούμε στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων εμπορευμάτων και υπηρεσιών, προκειμένου να ενεργοποιηθεί ξανά η χαμένη αναπτυξιακή διαδικασία, να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας, να μειωθεί το πρόβλημα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών που κατατρώει τις σάρκες μας.
Ο στόχος είναι ευγενής, ασφαλώς, και οι προθέσεις άριστες, οπωσδήποτε.
Μόνο που πολύ λίγα ακούμε για το πώς θα το επιτύχουμε, ποιοι θα είναι οι φορείς της ευγενούς αυτής διαδικασίας και γιατί, διάβολε, δεν έχουμε προχωρήσει ούτε βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση, παρά τα 6 χρόνια συνεχών επαναλήψεων που κάνουμε στις απόλυτα επιθυμητές αυτές κατευθύνσεις.
Χρειάζονται επενδύσεις, σύμφωνοι. Το γιατί δεν έρχονται είναι άλλη μία επανάληψη του ιδίου ερωτήματος:
Τι μας εμποδίζει από το να αλλάξουμε την οικονομική μας διάρθρωση και να προσανατολιστούμε σε ένα (άλλη μία φορά…) «παραγωγικό μοντέλο»;
Ταυτόχρονα, ακούμε σε όλους τους τόνους και από όλες τις πηγές, εσωτερικές και εξωτερικές, ότι το κύριο πρόβλημα της Ελλάδας είναι η φοροδιαφυγή, ότι οι Έλληνες δεν πληρώνουν τους φόρους τους, ότι το μαύρο χρήμα κυριαρχεί στην οικονομική δραστηριότητα, ότι το ποσοστό της φορολογίας στο ΑΕΠ είναι χαμηλό, σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Η προτεραιότητα στην μάχη κατά της φοροδιαφυγής είναι, με αυξανόμενη ένταση, η μόνιμη επικοινωνιακή εκστρατεία όλων των κυβερνήσεων τα τελευταία 15 χρόνια, στην αγωνία τους και την απελπισία τους να εκπληρώσουν τους διαρκώς και πιο φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους, που οι ίδιες έβαζαν, και συνεχίζουν να βάζουν.
Τα αποτελέσματα αυτής της μόνιμης επικοινωνιακής εκστρατείας είναι δύο: Από την μια , όλο και υψηλότεροι φόροι επί δικαίων και αδίκων. Με έμφαση στο «δικαίων»… Και από την άλλη, η πεποίθηση όλων των ξένων φίλων μας, και δανειστών μας, ότι οι Έλληνες είναι κερδοσκόποι φοροφυγάδες. Και πρέπει να μάθουν τρόπους, να δουλεύουν σωστά.
Κανείς δεν αμφιβάλει ότι υπάρχουν πράγματι πολλοί συμπολίτες μας που δεν είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους. Όμως αυτό κυρίως συμβαίνει για λόγους αδυναμίας, όχι για λόγους κερδοσκοπίας. Μικρές επιχειρήσεις οδηγούνται σε φοροδιαφυγή ανάγκης, αφού οι ανθρώπινες ανάγκες διατροφής και επιβίωσης θα αξιολογούνται πάντα πρώτες.
Ένα ανθρώπινο ον σε ανάγκη είναι φυσικό φαινόμενο, που μπορεί να συμπεριφερθεί πέρα από οποιονδήποτε νόμο.
Όσοι νομίζουν ότι υπάρχουν πάρα πολλοί ανάμεσα στους 3,5 εκατομμύρια πολίτες που έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο που τα έχουν από κερδοσκοπική διάθεση και όχι από ανάγκη, ας κοιτάξουν γύρω τους, στον κύκλο τους. Ας ακουμπήσουν «τα δάχτυλα επί τον τύπο των ήλων»
Μα, θα πείτε «δεν έχουμε φοροδιαφυγή»; Βεβαίως και έχουμε. Απολύτως συγκρίσιμη με όση υπάρχει, σχεδόν διαρθρωτικά, σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες. Αν έχουμε περισσότερο, αυτή οφείλεται στο αυξημένο φαινόμενο της διαφθοράς, κυρίως δημοσίων λειτουργών, που η Διεθνής Διαφάνεια την μετρά να συμμετέχει με 6% του ΑΕΠ στις άδηλες συναλλαγές.
Εκεί ψάξτε την φοροδιαφυγή που είναι περισσότερη από «αλλού».
Και δεν πρέπει να χτυπήσουμε την φοροδιαφυγή; Βεβαίως και πρέπει, όπως κάνουν όλες οι άλλες χώρες. Χωρίς όμως κραυγές και υστερία, χωρίς κυνήγι μαγισσών, χωρίς να την αναδεικνύουμε σαν, δήθεν, κορυφαίο ζήτημα της ελληνικής πραγματικότητας.
Αλλά θα επιμείνω στο κύριο αποτέλεσμα της «μάχης κατά της φοροδιαφυγής» που είναι η συνεχής αύξηση των φόρων στους «δίκαιους». Με ευθύνη και της Τρόικα, πεισμένης ότι έχει να κάνει με ένα λαό κερδοσκόπων και πλούσιων φοροφυγάδων, η προσπάθεια προσαρμογής τα τελευταία χρόνια επικεντρώθηκε κυρίως στην αύξηση των φόρων. Παρά το ότι το ΑΕΠ μειώθηκε τα τελευταία χρόνια κατά 25%, οι φόροι που συλλέχθηκαν έπεσαν μόνο κατά 5%, την ίδια στιγμή που εκατομμύρια συμπολίτες μας έχουν πια υποχρεώσεις, τόσο σαν φυσικά πρόσωπα όσο και σαν επιχειρήσεις που ανέρχονται σε δεκάδες δισεκατομμύρια Ευρώ.
Η θέση μου είναι ότι είναι αδύνατο να αλλάξουμε το οικονομικό μοντέλο, να φτιάξουμε παραγωγική οικονομία, να προσελκύσουμε επενδύσεις, να δούμε ανάπτυξη, όσο η προτεραιότητα του πολιτικού συστήματος, της κοινωνίας, της Τρόικα, του Brussels Group, των θεσμών, η ότι άλλο θέλετε, θα εξακολουθήσει να επικεντρώνεται στην προσπάθεια να διασωθεί το σημερινό μέγεθος του Δημοσίου.
Η προσπάθεια να ικανοποιηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι μέσω της σημερινής φορολογίας είναι ένας φαύλος κύκλος που δεν έχει τέλος.
Όσο κυνηγάμε τον μπαμπούλα της φοροδιαφυγής, χωρίς να βγάζουμε τα κατάλληλα συμπεράσματα από την κοινωνική διάρθρωση του φαινομένου, χωρίς να μαθαίνουμε από την πρόσφατη «Δρακόντια» νομοθεσία, που είχε πολύ λίγα ταμειακά αποτελέσματα στην πραγματικότητα, όσο τροφοδοτούμε την αυταπάτη στα μυαλά των ξένων πιστωτών, αλλά και των ντόπιων που εξαρτώνται βασικά από σταθερές, κρατικές προσόδους, τόσο θα μπαίνουμε πιο βαθιά στην ύφεση.
Η συζήτηση για την φορολογία, η διαρκής αναζήτηση νέων εσόδων, νέων ελέγχων και ρυθμίσεων για να συλληφθεί η φοροδιαφυγή, νέων ποινών και τιμωριών καταστρέφει τόσο ανθρώπους, όσο και τα όποια κίνητρα για να επιχειρήσει κανείς. Με κορυφαίο θύμα τους επιθυμητούς επενδυτές της «παραγωγικής οικονομίας» οι οποίοι είναι κατά τεκμήριο μακροπρόθεσμοι, αφού οποιαδήποτε επένδυση για διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες χρειάζεται τουλάχιστον 5 χρόνια από τον σχεδιασμό μέχρι την αποτελεσματική κερδοφόρα υλοποίηση.
Όσο βάζουμε μπροστά τις ανάγκες του κράτους θα εξακολουθούμε να μιλάμε για «παραγωγικό μοντέλο», σαν σύγχρονοι Δον Κιχώτες.
Που έχουν ανακαλύψει τους δικούς τους ανεμόμυλους…