Ο διπλός Φιλελευθερισμός και ο Κατίδης

Γιώργος Σιακαντάρης 23 Μαρ 2013

Την περασμένη Τρίτη, στο φιλόξενο χώρο του βιβλιοπωλείου «free thinking zone», έγινε μια συζήτηση -με μικρή, είναι αλήθεια, προσέλευση, ίσως γιατί οι ομιλητές δεν εγγυούνταν διαχωρισμούς του τύπου από εδώ τα Γκουλάγκ και από εκεί τα Άουσβιτς- αντικείμενο της οποίας ήταν μια επιστημονικά ψύχραιμη προσέγγιση της παραγόμενης στις νεωτερικές κοινωνίες βίας.

Εδώ, δεν έχω σκοπό να αναπαράγω τη συζήτηση, εξάλλου μπορεί κανείς να την παρακολουθήσει ολόκληρη στο διαδίκτυο. Θέλω μόνο να αναφερθώ σ’ ένα σημείο της συζήτησης το οποίο έθεσε ο αναπληρωτής καθηγητής Αριστείδης Χατζής, με αφορμή την τιμωρία του ποδοσφαιριστή Κατίδη. Ο Α. Χατζής, υποστήριξε πως στο πλαίσιο των φιλελεύθερων κοινωνιών δικαίου, καμία τιμωρία δεν μπορεί να υπάρξει για ενέργειες που αφορούν την έκφραση γνώμης, όσο αποτροπιαστική και ντροπιαστική για το ανθρώπινο είδος και να είναι αυτή η γνώμη. Η θέση του Α. Χατζή φαντάζει ισχυρή, όταν κανείς τη βλέπει από τη φιλελεύθερη σκοπιά. Πιστεύω όμως πως ο φιλελευθερισμός έχει και άλλη μια πλευρά, την καντιανή του διάσταση, την οποία θα προσπαθήσω να αναπτύξω παρακάτω.

Ο Α. Χατζής εξέφρασε μια άποψη που έχει τις καταβολές της στον Τζον Στιούαρτ Μιλλ. Για τον Μίλλ, εφόσον η υπέρτατη αξία σε μια κοινωνία είναι η ελευθερία του άτομου, τότε οτιδήποτε παρεμποδίζει αυτήν την ελευθερία, είναι αντίθετο προς τις βαθύτερες αρχές και αξίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών.

Σε ποια συμφραζόμενα όμως εντάσσει ο Μιλλ αυτή τη θέση του; Ο Μιλλ, όπως παλαιότερα ο Τοκβίλ, φοβόνταν τη δυνατότητα της πλειοψηφίας, ιδιαίτερα σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, να καταπιέζει τη μειοψηφία. Η τυραννία της πλειοψηφίας είναι ο πραγματικός φόβος του φιλελεύθερου, εξ’ ου και η μερική «επιφυλακτικότητά» του απέναντι στη δημοκρατία, όταν αυτή ορίζεται μόνο ως το πολίτευμα της λαϊκής κυριαρχίας. Το σημείο που διαρκώς θέτει ερωτήματα και ζητά απαντήσεις από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, είναι αυτό στο οποίο επιτυγχάνεται η ισορροπία μεταξύ της αναγκαίας για το πνεύμα της δημοκρατίας έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας και του απαραίτητου για το πνεύμα του φιλελευθερισμού σεβασμού της προτεραιότητας της ατομικής ελευθερίας.

Για τους Μιλλ και Τοκβίλ, είναι σημαντικό τα κράτη και οι πλειοψηφίες να μην καταπιέζουν την ελευθερία έκφρασης των μειοψηφιών ή των μεμονωμένων ατόμων. Η καλύτερη αντιμετώπιση των ατόμων που υπέπεσαν σε λάθος επιλογές, είναι να εκπαιδεύονται και να δέχονται συμβουλές προκειμένου να διορθωθούν. Η κρατική παρέμβαση είναι επιτρεπτή μόνο όταν τα άτομα προβαίνουν σε πράξεις που κρίνονται βίαιες, με την έννοια της πρόκλησης σωματικών βλαβών. Με αυτό το σκεπτικό, ο Α. Χατζής καταδικάζει οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση κατά ενεργειών που αφορούν την έκφραση γνώμης.

Αυτή η άποψη έχει μέσα της πολύτιμα στοιχεία που δεν πρέπει να τα εγκαταλείψουμε στη χλεύη εκείνων που ζητούν ενέργειες μίσους και εκδίκησης, στο όνομα της καταπολέμησης του μίσους. Ο Α. Χατζής είναι ένας γνήσιος και όχι «εκ μεταγραφής» φιλελεύθερος, γι’ αυτό και οφείλουμε να παρακολουθούμε με προσοχή τα λεγόμενά του, που αφορούν τον Φιλελευθερισμό. Δυστυχώς όμως η ελληνική κοινωνία, η οποία είναι μια ανώριμη φιλελεύθερη κοινωνία και δημοκρατία, αντιμετωπίζει τα πράγματα με την οπτική της πολιτικής ως του πεδίου που διαχωρίζεται ο «φίλος» από τον «εχθρό». Αν δεν προσεχθούν εδώ οι λεπτές ισορροπίες, μπορούμε να οδηγηθούμε -και μάλλον ορισμένοι, ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν ήδη οδηγηθεί- στο διαχωρισμό μεταξύ των οπαδών του «δεξιού» και του «αριστερού» ολοκληρωτισμού από τη μία, και των «αποκλειστικών» εκφραστών της Δημοκρατίας από την άλλη. Τίποτα χειρότερο απ’ αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί στο πλαίσιο των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Δυστυχώς όμως, αυτό ήδη συμβαίνει στο δημόσιο διάλογό μας.

Είναι όμως οι φασιστικοί χαιρετισμοί, έκφραση γνώμης; Μπορεί αυτοί να αντιμετωπιστούν ως ενέργειες που εντάσσονται στο πλαίσιο της ελευθερίας του ατόμου; Είναι αυτοί μορφές λόγου, ή είναι πράξεις βίας; Τελικά, είναι ορθό να αντιμετωπίζει η φιλελεύθερη δημοκρατία τον φασισμό ως απλή έκφραση γνώμης;

Πριν τοποθετηθώ, θα μου επιτρέψετε μια παρένθεση. Όλα αυτά τα ερωτήματα, μικρή σχέση έχουν με τον φασιστικό χαιρετισμό Κατίδη, όπως και με τα καθόλου αθώα «αστειάκια» της Βούλας Παπαχρήστου. Ο Κατίδης δεν έπρεπε να τιμωρηθεί επειδή είναι φασίστας. Ένας ανόητος και απαίδευτος νεαρός είναι, τον είχα μάλιστα παρακολουθήσει από κοντά στον αγώνα της ΑΕΚ με τον Ολυμπιακό, εκεί όπου οι υπόλοιποι, επίσης νεαροί, ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ ήσαν υποδείγματα συναδελφικής συμπεριφοράς, αυτός κάθε λίγο και λιγάκι προκαλούσε συμπαίκτες και αντιπάλους. Είναι όμως ένας απαίδευτος νεαρός, που λόγω της φύσης του επαγγέλματός του μπορεί να δίνει ευρύτερα μηνύματα. Είναι αδιάφορο αν ο ίδιος είναι ή δεν είναι φασίστας. Η ενέργειά του εντάσσεται στο πλαίσιο μιας αγενούς ελληναράδικης νοοτροπίας, που νομίζει πως ο ισχυρός πρέπει να εκφράζει τη δύναμή του έναντι των αδύναμων. Ο Κατίδης, με αυτόν του τον χαιρετισμό, ήθελε να δείξει πως είναι ισχυρός και όχι φασίστας. Ο Κατίδης έκανε αυτό που χιλιάδες συμπατριώτες μας εκφράζουν στο διαδίκτυο με τις ύβρεις και την αλαζονεία τους και που ακόμη περισσότερες χιλιάδες άλλοι σιγοντάρουν, «αναρτώντας» αυτές τις ύβρεις. Ο Κατίδης είναι ένα ακόμη δείγμα, αλλά και θύμα αυτής της αγενούς κοινωνίας. Το θέμα μου επομένως δεν είναι ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής.

Από την άλλη όμως, ο συγκεκριμένος χαιρετισμός -ανεξάρτητα από τις προθέσεις του απαίδευτου παίκτη, ο οποίος άλλωστε δεν είναι και ο μοναδικός ακαλλιέργητος που συμμετέχει στο δημόσιο βίο- είναι το σύμβολο του μεγαλύτερου εχθρού της Δημοκρατίας, είναι το σύμβολο του φασιστικού άγους. Αυτός ο χαιρετισμός δεν είναι έκφραση γνώμης, ή και ακόμη και αν το δεχτούμε πως είναι έκφραση γνώμης, είναι μια έκφραση γνώμης που ζητά την κατάργηση της γνώμης των υπολοίπων. Υπάρχουν λοιπόν γνώμες που είναι χειρότερες από πράξεις και ο φασιστικός χαιρετισμός είναι μια τέτοια «γνώμη». Οι λέξεις και οι συμβολισμοί, πολλές φορές είναι πράξεις ιδιαιτέρως επαχθείς. Γιατί με όλον τον απεριόριστο σεβασμό μου προς τον Μιλλ, δεν θεωρώ πως βία είναι μόνο η πρόκληση σωματικής βλάβης, ούτε βεβαίως, όπως υποστήριξε ο ομότιμος καθηγητής Πάνος Καζάκος στην ίδια συζήτηση, μπορούμε και να ξεχειλώνουμε επ’ άπειρον το πουλόβερ για το τι είναι βία και τι δεν είναι βία. Χρειάζεται και ο ορισμός της βίας, το μέτρο του.

Υπάρχει λοιπόν και μια άλλη πλευρά του φιλελευθερισμού, η οποία υποστηρίζει πως «η ελευθερία της κατάλυσης των ελευθεριών των άλλων, δεν είναι ελευθερία». Το αποκορύφωμα και η ολοκλήρωση της φιλελεύθερης προσέγγισης, κατά τη γνώμη μου, είναι η άποψη του Καντ για τα όρια της ελευθερίας.

Ο Καντ φυσικά και δεν διανοείται να θέσει εξωτερικά όρια στο απεριόριστο της ελευθερίας έκφρασης του ατόμου. Την ίδια όμως στιγμή, θέτει το ίδιο το άτομο προ της δικής του ευθύνης έναντι των άλλων ατόμων και του δημόσιου συμφέροντος. Ο Καντ υποστηρίζει πως καμία πραγματική ελευθερία δεν υπάρχει εκεί που απουσιάζουν οι αρχές της ηθικής της ευθύνης. Αρχές που συμπυκνώνονται στις δύο κατηγορικές του προσταγές: η πρώτη είναι πως «οι άνθρωποι πρέπει να ενεργούν έτσι, ώστε η κάθε ενέργειά τους να γίνεται καθολικός νόμος». Η δεύτερη είναι αυτή που θέλει «να μεταχειριζόμαστε τα άλλα άτομα ως σκοπούς της ζωής μας και όχι ως μέσα». Ελπίζω πως ελάχιστοι είναι εκείνοι που πιστεύουν πως οι ενέργειες Κατίδη συνάδουν με αυτές τις δύο επιταγές. Μόνο όμως όταν κανείς ενεργεί σύμφωνα με αυτές τις κατηγορικές προσταγές, ενεργεί ελεύθερα. Ο Καντ θεμελιώνει την έννοια της ατομικής ελευθερίας πάνω στην ηθική του ατόμου και στις επιταγές της εσωτερίκευσης των κατηγορικών επιταγών. Με τον Καντ ενώνονται οι δύο όψεις του Φιλελευθερισμού, αυτή της ελευθερίας του ατόμου, με αυτήν της ατομικής ηθικής ευθύνης για ό,τι κάνουμε και ό,τι λέμε δημόσια.

Στο ερώτημα λοιπόν αν υπάρχει κάποιος στις φιλελεύθερες δημοκρατίες που να μπορεί να τιμωρεί ενέργειες, οι οποίες προσβάλλουν τον πυρήνα του φιλελεύθερου προτάγματος, η απάντησή μου είναι κατηγορηματική. Ναι, υπάρχει. Και αυτός δεν είναι άλλος, αφενός από την ηθική συνείδηση της κοινωνίας του Δικαίου και αφετέρου από το κράτος, ως το νόμιμο φορέα της οργανωμένης και νομιμοποιημένης από την λαϊκή κυριαρχία, βίας.

Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες, όπως είπε στην ίδια συζήτηση ο αναπληρωτής καθηγητής Ευάνθης Χατζηβασιλείου, έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να αντιμετωπίζουν ακόμη και με κατασταλτικά μέτρα, όσους τις απειλούν με έργα, με λόγια ή και με συμβολισμούς που παραπέμπουν σε πράξεις βίας. Οι απανταχού κατίδηδες πρέπει να τιμωρούνται πρωτίστως από το κοινωνικό δικαστήριο της ηθικής της ευθύνης και δευτερευόντως από το δικαστήριο του Κράτους Δικαίου, όταν με τις ενέργειές τους αμφισβητούν την ύπαρξη των κοινωνιών που τους προσφέρουν την ελευθερία γνώμης.