Ο δικαιολογημένος φόβος ενός νέου πακέτου στήριξης και μιας σκληρότερης εποπτείας

Αντώνης Ζαΐρης 11 Μαϊ 2018

Οι μέχρι τώρα ενδείξεις που αφορούν τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της ελληνικής οικονομίας (1,4% το 2017) δεν χαροποιούν αλλά αντίθετα προκαλούν σοβαρές ανησυχίες για τα μελλούμενα καθώς η εμπειρία της μη λειτουργίας του ελατηρίου έπειτα από οκτώ συναπτά χρόνια ύφεσης έχει επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού και στην εξυπηρέτηση του χρέους , με αποτέλεσμα τις συνεχείς  ελαφρύνσεις  και αναδιαρθρώσεις του , που υπονομεύουν  όμως το μαλακό υπογάστριο της δυναμικής ανάπτυξης της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια. Υψηλός όμως είναι και ο δείκτης ανασφάλειας σχετικά με τις δημοσιονομικές επιδόσεις που αν μεν είναι ικανοποιητικές θα συνδεθούν με ένα μόνο μέρος ελάφρυνσης του χρέους , αν όμως δεν είναι ικανοποιητικές , και με το σκεπτικό της υπερφορολόγησης και όχι του μεταρρυθμιστικού οργασμού που χρειάζεται η οικονομία, τότε σε συνδυασμό και με την προηγούμενη αιτία της «χλωμής » ανάπτυξης αποτελούν λόγους για να πάμε ολοταχώς σε ένα νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης- στήριξης.

Είτε ισχύσει το λεγόμενο  « γαλλικό κλειδί » της σύνδεσης ανάπτυξης με τα μέτρα ελάφρυνσης  του χρέους (καμία πληρωμή για ανάπτυξη μικρότερη του 2,8% και μερική κάλυψη των χρεολυσίων για ανάπτυξη κάτω από 3,4%) είτε η γερμανική πρόταση με ένταση μεταρρυθμίσεων που ωστόσο η μη έντασή τους θα αποτελεί βεβαίως λόγο διακοπής των μέτρων ελάφρυνσης, καθώς αυτό που στην ουσία οι Γερμανοί επιθυμούν είναι να λειανθεί το υπέρβαρο χρέος (180% του ΑΕΠ) , η κατάσταση προοιωνίζεται έτι περαιτέρω εξαιρετικά δύσκολη καθώς η εκλογική ανασφάλεια των δανειστών τους κάνει περισσότερο καχύποπτους με αποτέλεσμα να θέτουν όλο και περισσότερους όρους ενισχυμένης εποπτείας στην ούτως η άλλως αναμενόμενη  μεταμνημονιακή  περίοδο.

Ως εκ τούτου προφανώς υπάρχουν  βαθμοί δυσκολίας σε οποιαδήποτε συζήτηση περί καθαρής εξόδου μιας και η απόφαση περί μέτρων ελάφρυνσης του χρέους από μόνη της δημιουργεί και αυτή  επιπρόσθετη αβεβαιότητα στις αγορές περί της βιωσιμότητάς του.

Εκτός του ότι αν τελικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θεωρήσει ότι τα μέτρα ελάφρυνσης δεν δημιουργούν συνθήκες βιωσιμότητας τότε θα απαιτηθεί η μείωση  των δαπανών εξυπηρέτησης από τα 27 δις του τρίτου προγράμματος που περίσσεψαν για εξαγορά των 9δις δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αλλά και  ομολόγων περίπου 14 δις για βελτίωση της εικόνας της χώρας με το όποιο βέβαια ρίσκο της όχι και τόσο καθαρής εξόδου στις αγορές. Πολύ περισσότερο πρόκειται περί πλάνης αν θεωρηθεί ότι δια του αφηγήματος της καθαρής εξόδου σταματούν οι μεταρρυθμίσεις, εφόσον και οι μεταρρυθμίσεις θα ενταθούν και η επιτήρηση θα είναι ασφυκτική.

Επιπρόσθετα , η πιστοληπτική αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα κατά πέντε μονάδες είναι αναγκαία προυπόθεση για την εξασφάλιση προσβασιμότητας.

Eίναι δικαιολογημένος λοιπόν ο φόβος ενός νέου , ιδιαίτερα απαιτητικού πακέτου χρηματοδότησης της Οικονομίας , καθώς αν ερμηνεύσουμε δια της λογικής , και όχι της Πολιτικής , τις κινήσεις των δανειστών  όπως  π.χ. στενή επιτήρηση-παρακολούθηση μετά το μνημόνιο (για πρώτη φορά σε χώρα που εξήλθε του μνημονίου ), αποκλεισμός ελληνικών ομολόγων ως ενεχύρων για παροχή ρευστότητας (απώλεια waiver) Λόγω μη αποδοχής της προληπτικής γραμμής χρηματοδότησης, αποκλεισμός από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, υιοθέτηση μέτρων ελάφρυνσης χρέους αλλά με σκληρά μέτρα,  τότε ο φόβος είναι πλέον ορατός και τείνει να γίνει πραγματικότητα , καθώς όπως έλεγε και ο Νίτσε :  « Όταν είσαι στην άκρη του γκρεμού και τον κοιτάζεις για πολύ ώρα κάποια στιγμή είναι επικίνδυνο να σε κοιτάξει και ο γκρεμός !!!  »