Πριν από δημοσιογράφος είμαι αναγνώστρια. Ενημερώνομαι σαν σπαστικό από το πρωί μέχρι το βράδυ. Από εφημερίδες, ραδιόφωνα, σάιτ, περιοδικά, μπλογκ, ακόμα και από το Facebook (να ΄ναι καλά οι ακόμα πιο σπασίκλες από μένα, που ποστάρουν τα καλύτερα και με βγάζουν από τον κόπο να τα ψάχνω).
Το γεγονός ότι είμαι δημοσιογράφος δεν βοηθάει καθόλου. Aκριβώς το αντίθετο. Το επάγγελμά μου μετατρέπει αυτή την καθημερινή διαδικασία ενημέρωσης σε μαρτύριο, σε τσατίλα και απανωτές υπαρξιακές κρίσεις. Διότι διαβάζω τα πάντα και δεν πιστεύω τίποτα. Τίποτα απολύτως. Για να καταλήξω σε μια άποψη υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει μια γύρα σε πολλές και διαφορετικές πηγές. Αχ, πόσο πιο ξεκούραστα θα ήταν τα πράγματα αν με ένα μόνο ρεπορτάζ, σε μία και μόνη εφημερίδα, μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει, τι παίζει, τι θα γίνει, ποιος φταίει.
Πολλά παραδείγματα:
•Τι ακριβώς έγινε όταν ο Αδωνις Γεωργιάδης επισκέφτηκε το «Αττικόν»; Του έριξαν ή δεν του έριξαν καφέ; Ηταν πολλοί ή λίγοι οι διαμαρτυρόμενοι; Τον εμπόδισαν να μπει ή απλώς τον έκραξαν; Επεσαν ή δεν έπεσαν ψιλές από τα ΜΑΤ;
• Τις προάλλες στο πανεπιστήμιο ήταν ειρηνική η κινητοποίηση των φοιτητών κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Συμβουλίου Διοίκησης του ΕΚΠΑ, όπως λέει ο Λαφαζάνης, ή τρομοκράτησαν και εξευτέλισαν τα μέλη του δημοκρατικά εκλεγμένου οργάνου, όπως υποστηρίζει η αν. καθηγήτρια Βάσω Κιντή;
Κάθε εφημερίδα και το δικό της στόρι. Κάθε ρεπόρτερ και η συμπάθειά του. Κι εγώ στη μέση η άμοιρη αναγνώστρια και πολίτης. Απορημένη και θυμωμένη.
Αντίθετα κανένα τέτοιο πρόβλημα, κανένα κενό ενημέρωσης δεν είχα όταν εξεγέρθηκαν οι μουσουλμάνοι στο παρισινό προάστιο Trappes επειδή αστυνομικοί ζήτησαν τα χαρτιά μιας γυναίκας που, αντίθετα με τον γαλλικό νόμο, κυκλοφορούσε με καλυμμένο όλο της το πρόσωπο εκτός από τα μάτια -φορούσε νικάμπ. Η «Μοντ» φρόντισε να παραθέσει στο ίδιο ρεπορτάζ, σε χαμηλούς τόνους, και τις δυο πλευρές. Οι αστυνομικοί ισχυρίζονταν ότι ο άντρας της τούς επιτέθηκε και τους έπιασε από τον λαιμό -αυτός, προφανώς της είχε επιβάλει να μπαμπουλωθεί. Η γυναίκα επέμενε ότι την έβρισαν και την εξευτέλισαν. Και, ακριβώς, από κάτω δύο αρθρογράφοι επιχειρηματολογούσαν ωραιότατα (πρόχειρα τα γράφω τώρα) ο ένας υπέρ της αναγκαιότητας του νόμου για τη δημοκρατία και το κοσμικό κράτος, ο άλλος υπέρ του σεβασμού στη διαφορετικότητα και τη θρησκευτική ελευθερία.
Κάθομαι και αναλογίζομαι. Ετσι ήταν τα πράγματα στην ελληνική δημοσιογραφία όταν ξεκίναγα την πορεία μου από κομματική, μάλιστα, εφημερίδα, την «Αυγή», Οκτώβριο του 1985; Ποιος με δίδαξε εμένα την «ανασφάλεια», την ανάγκη να αναζητώ όλες τις πλευρές ενός γεγονότος; Ενας κομμουνιστής μού τη δίδαξε, ανανεωτής, βέβαια. Τέλη Σαμαντά τον λένε. Πέταγε στο καλάθι τα χειρογραφάκια μου με το παραμικρό λάθος. Ταπείνωνε τον ξερόλα, που είχα μέσα μου. Ελεγχε τις πηγές μου.
Και, φυσικά, ποτέ των ποτών δεν άκουσα από κανέναν, διευθυντή ή αρχισυντάκτη, ότι δουλεύω σε επίσημο κομματικό όργανο. Ποτέ των ποτών δεν προπαγάνδισα κομματική άποψη (και πέρναγε τότε η Μελίνα κάτι καλλιτεχνικά νομοσχέδια, που οι σύντροφοι καλλιτέχνες τα έκαναν με τα κρεμμυδάκια). Ποτέ των ποτών δεν σκέφτηκα τι θα θέλανε ή δεν θέλανε να διαβάσουν τα κομματικά μέλη, ακόμα και τα πιο ηρωικά, δοξασμένα ή σεβάσμια. Μη σας πω ότι μου έμπαινε ο διάολος να τα πειράξω και λιγάκι. Να τους πω: «Εγώ τώρα, εδώ, στην Αγ. Κωνσταντίνου, είμαι δημοσιογράφος. Αύριο, εκεί στην 3ης Σεπτεμβρίου, στα γραφεία του κόμματος, θα ξαναγίνω συντρόφισσα».
Σκέφτομαι, λοιπόν, αυτές τις μέρες τον συνάδελφο στην «Αυγή», που μπέρδεψε τον Τάκη Θεοδωρόπουλο με κάποιον ψιλοφασίστα που γράφει σε αγγλικές εφημερίδες. Κοιμήθηκε άραγε το βράδυ ή είχε εφιάλτες;