Ο χρυσαυγίτης φίλος

Ηλίας Ευθυμιόπουλος 17 Οκτ 2020

Πηγαινοερχότανε με το κινητό στο χέρι και μεγαλοφώνως. Ήταν ντυμένος με μια φόρμα-πυτζάμα-κολλάν, αρκετά φουσκωτός από παλαιότερες πολεμικές τέχνες και σουβλάκια, κρανίο ξυρισμένο, τατουάζ, όλα μαύρα, γύρω στα 50. Την είδηση που προσπαθούσε να μεταδώσει σε όλα τα πλάτη και μήκη ήταν πως διαγνώστηκε με οξύ επισόδειο κολπικής μαρμαρυγής (την οποία επέμενε να αποκαλεί «μαρμαρική»,  κάτι  από μάρμαρο) και ότι του ήταν αδύνατο να το πιστέψει. Μάλλον θεωρούσε τον εαυτό του άτρωτο και την αρώστια ξεφτίλα, άσε που του χάλαγε την εικόνα. Ήταν όμως κάτι σαν αναγνωρίσιμος αρχηγός σε ένα ορισμένο κύκλο ανθρώπων, και το γεγονός της απροσδόκητης πάθησης έπεφτε σαν κεραυνός εν αιθρία. Το όλον διαδραματίζεται σε μεγάλο ιδιωτικό θεραπευτήριο, σε δίκλινο δωμάτιο το οποίο είχα την τύχη να μοιραστώ μαζί του για 2-3 μέρες, ευτυχώς, η συγκατοίκηση δεν κράτησε παραπάνω. Ήταν αρκετές όμως για να ξετυλιχθεί μπροστά μου ένα δρώμενο που δεν θα μπορούσα να ξαναδώ στην μέτρια καθημερινότητά μου, και κυρίως στον ειδικό και αποστειρωμένο κοινωνικό μου χώρο.

 

Ο τύπος ήταν χρυσαυγίτης, δεν το έκρυβε άλλωστε στις συνομιλίες του, ούτε ήταν δύσκολο να το φανταστεί κανείς από το είδος των συναναστροφών του – εννοώ αυτών που περέλασαν από το νοσοκομείο. Γέννημα θρέμμα κρητικός με όλα όμως τα παρελκόμενα, γλώσσα, ονόματα γνωστών, τοποθεσίες, υποθέσεις, συγγενολόγια και τέλος πάντων με αυτό το ιδίωμα που δεν σου επιτρέπει να λαθέψεις με τίποτα. Επάγγελμα ταξιτζής, κάτι που του εξασφάλιζε προφανώς ένα μεγάλο πεδίο δράσης, αλλά δυσανάλογο με την εικόνα του παράγοντα και του λίαν εύπορου επαρχιώτη την οποία εντόνως εξέπεμπε. Από τα τηλεφωνήματα, συνήγετο ότι είχε άκρες και γνωριμιές σε ένα ευρύτατο φάσμα συμπολιτών του, και όχι μόνον. Η κοινοποίσηση της αρώστιας ήταν μέρος ένός σόου το οποίο φαντάζομαι ήταν διαρκές στοιχείο της πληθωρικής του προσωπικότητας. Περιττό να πούμε ότι κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων τηλεφωνημάτων, δεν παρελήφθη κανένα στοιχείο της προσωπικής ή της κοινωνικής του ζωής, πράγμα που σχεδόν αυτομάτως οδηγεί στην εύκολη ακτινογραφία και τη διαμόρφωση του προφίλ: ο εν λόγω συμπολίτης μας, χαμηλού (με τυπικούς όρους) μορφωτικού επιπέδου και επαγγέλματος, αντλεί ισχύ, αναγνώριση και γιατί όχι και συμπάθεια, εξαιτίας του ότι έχει - κατά τα φαινόμενα – κάποια ηγετική θέση στην οργάνωση, στοιχείο που αναπληρώνει άλλες ανεπάρκειες και ελλείψεις. Και παρά το γεγονός ότι δεν ήταν τυπικός πολιτευτής (π.χ βουλευτής) είχε όλα τα προνόμια και τα οφέλη εξαιτίας αυτού του στάτους, του οποίου τα ακριβή χαρακτηριστικά, εμείς οι κοινοί θνητοί καταφανώς αγνοούμε. Λέμε ας πούμε για κάποιον που έχει δυσανάλογα γρήγορη και εντυπωσιακή εξέλιξη: α, αυτός; είναι μασώνος! Έτσι ξεμπερδεύουμε με την ανάγκη μιας βαθύτερης ανάλυσης για το πως και τι με τα κυκλώματα, τις διαπλοκές, την ευνοιοκρατία, τον ανεξήγητο πλουτισμό και το ταξικό ανακάτωμα.

 

Μερικά στοιχεία από την αναπάντεχη αυτή εμπειρία: ένα σώμα πεντεξιεφτά γιατρών, μεγαλογιατρών του θεραπευτηρίου, τον επισκέπτεται διαρκώς και με διάφορους συνδυασμούς και συνθέσεις, με εμφανή την πρόθεσή τους να δείξουν το «ιδιαίτερο ενδιαφέρον» κάτι που δεν ίσχυε βέβαια για τους απλούς ασθενείς, όπως του λόγου μου, που θα έπρεπε να αρκεσθώ στη τυπική μεσημεριανή διέλευση του ιατρικού team με την πεντάλεπτη διάρκεια. Ο συγκάτοικός μου όμως έχει μια τελείως διαφορετική μεταχείριση: γιατί έχει πολλά λεφτά (ποιος ο ταξιτζής;), γιατί έχει εξουσία (ποιος του την αναγνωρίζει;) ή μήπως γιατί με την ευκαιρία κινητοποιούνται σε ένδειξη αλληλεγγύης μέλη μιας (εγκληματικής) οργάνωσης που στην καθημερινότητά τους είναι σαν όλους τους γιατρούς και σαν όλους τους ανθρώπους;

 

Οι εν λόγω γιατροί είναι διαρκώς από πάνω του - ούτε πρωθυπουργός να ήτανε - κάνουν συμβούλια, αλληλοκατηγορούνται για την γραμμή της διάγνωσης και της θεραπείας, εναλάσσονται σε ρόλους. Σαν να υπάρχει κάποια συνομωσία πίσω απ την ασθένεια που άλλοι είναι αυτοί που την εξυπηρετούν και άλλοι αυτοί που τη γνωρίζουν.

 

Ο άνθρωπός μας τους συμπεριφέρεται αναλόγως. Άλλωστε σκύβει στο αυτί τους εμπιστευτικά, και άλλοτε τους προσβάλλει στις συνομιλίες του με τρίτους. Τόσο που άρχισα να αμφιβάλλω αν πράγματι όλοι αυτοί είναι ιατρικό προσωπικό ή οι ηθοποιοί μιας οπερέτας. Μόλις φεύγουν οι γιατροί, έρχονται τα τσιράκια. Τους αναγνωρίζεις από το ντύσιμο, το κούρεμα και τις κονκάρδες στο πέτο. Αναλαμβάνουν διάφορες δουλειές: άλλος να πληρώσει το λογαριασμό του τηλεφώνου, άλλος να στείλει στην Κρήτη το ανταλλακτικό, κι άλλος να κανονίσει με τον ασφαλιστικό οργανισμό τα της νοσηλίας. Μετά αρχίζουν τα πολιτικά τηλέφωνα. Από τους τοπικούς (έλα αδερφέ!) μέχρι τα σώματα ασφαλείας (έλα αρχηγέ!). Οι πρώτοι πρέπει να φροντίσουν τα μετόπισθεν, οι δεύτεροι, διοικητές αστυνομικών τμημάτων ή απλοί υπαξιωματικοί και αστυφύλακες θα πρέπει να είναι σε διαρκή επαφή για «τα δικά μας τα παιδιά». Τον άλφα που έδωσε εξετάσεις στο σώμα, τον βήτα που να μπει περιπολίες στην Ακρόπολη (μην τον ρίξουνε στα γύφτικα, μικρό παιδί είναι ακόμα), τον γάμα που θα πρέπει να μας ευγνωμονεί που τον βάλαμε στη φρουρά στου Μαξίμου.

 

Υπερβολές; Έτσι νόμιζα κι εγώ μέχρι σήμερα. Είχα την εντύπωση ότι είχαμε να κάνουμε με μια παραλλαγή ενός συνηθισμένου υποκόσμου. Τη μια τα σπάει στα γήπεδα, την άλλη κυνηγάει τους μετανάστες. Και πως κάπου εκεί ανάμεσα, ζαλίζεται κι ο φούρναρης απέναντι και τους ψηφίζει. Μήπως όμως είναι βαθύτερο; Μήπως πια είναι μέρος ενός παράλληλου καθεστώτος (παρά την καταδίκη και την ανακούφιση); 

 

υ.γ Περιττό να πω ότι γίναμε και οι πρώτοι φίλοι!