Αυτή τη στιγμή ένας ολόκληρος πλανήτης παρακολουθεί με ανησυχία μια χώρα να ετοιμάζεται για άτακτη χρεοκοπία. Εμείς κατηγορούμε «τα κανάλια» γιατί «τρομοκρατούν το λαό». Αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση μάς θέτει την τελική ερώτηση: Μέσα ή έξω. Εμείς κατηγορούμε τα «εκβιαστικά διλήμματα».
Ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι την πραγματικότητα καθορίζει την πραγματικότητα. Τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Ζούμε σε μια ελληνική εικονική πραγματικότητα, γι’ αυτό είμαστε από δω και πέρα, και κάθε μέρα, έτοιμοι να μας συμβεί το «ιστορικό ατύχημα» στην πραγματική ζωή.
Στα τηλεοπτικά παράθυρα και στα κομματικά γραφεία το πολιτικό σύστημα δίνει μάχες μόνο του, με τον εαυτό του, στραμμένο προς τις δημοσκοπήσεις, το συσχετισμό δυνάμεων, τις διερευνητικές εντολές, τις εκλογές. Αποκρούει, απαγκιστρώνεται, επαναδιαπραγματεύεται, επανεξετάζει, ακυρώνει, διαγράφει, καταγγέλλει, καταργεί. Μόνο του. Έχει χρησιμοποιήσει όλα τα ρήματα μιας διαπραγμάτευσης, χωρίς να διαπραγματευτεί με κανέναν. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι παρακολουθούν με απορία και περιέργεια αυτά τα περίεργα είδη ανθρώπων που ονομάζονται Έλληνες πολιτικοί, «αριστεροί οικονομολόγοι». Μια πολιτική στραμμένη προς τα μέσα, όχι προς τα έξω. Φτιαγμένη για κομματικές πελατείες, όχι για πολίτες. Προσανατολισμένη σε κομματικά ποσοστά, όχι στα προβλήματα του κράτους.
Λέμε τι θέλουμε. Μόνοι μας. Όποιος θέλει τα πιο πολλά, είναι περισσότερο «φίλος του λαού». Θέλουμε να παίρνουμε δάνεια, αλλά χωρίς τους όρους των δανειακών συμβάσεων. Θέλουμε να είμαστε στο ευρώ, αλλά χωρίς να εφαρμόζουμε τις αποφάσεις της Ευρωζώνης. Θέλουμε τα λεφτά τους, αλλά να «απελάσουμε» την τρόικα. Χρειαζόμαστε τα λεφτά τους, αλλά όσοι μας δανείζουν είναι τοκογλύφοι. Κι εγώ ήθελα να γίνω Τζιμ Μόρισον και μετά Πασκάλ Μπρυκνέρ. Δεν έγινα. Η ζωή δεν συμφώνησε. Αμφιβάλλω αν θα συμφωνήσει ο πλανήτης ολόκληρος με τις επιθυμίες μιας χώρας 10 εκατομμυρίων. Στηριζόμαστε, ακόμα, στην ωριμότητα του παγκόσμιου συστήματος που προσπαθεί να αποφύγει τις αναταράξεις. Δεν έχω πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στην ωριμότητα αυτή. Ο χρόνος μας τελειώνει.
Η ευρωπαϊκή κοινότητα, οι λαοί των άλλων χωρών, μας παρακολουθούν με απορία. Όσο περισσότερο κοντά μας είναι, όσο πιο προοδευτικοί, τόσο με μεγαλύτερη απορία. Λέμε ότι το κλίμα στην Ευρώπη αλλάζει, τα αυστηρά δημοσιονομικά προγράμματα θα χαλαρώσουν. Αυτό που λένε στον υπόλοιπο κόσμο ηπιότερη προσαρμογή δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που θέλουμε εμείς. Όταν λένε αντιμετώπιση της λιτότητας, εννοούν να κάνουν περισσότερα προς αυτή την κατεύθυνση απ’ όσα κάνουν ήδη. Να επιμηκύνουν δηλαδή τα δάνεια, όπως τα πήγαν στο 2040. Να μειώσουν ακόμα περισσότερο τα επιτόκια. Να διαγράψουν κι άλλο χρέος. Να μη βάζουν τόσο αυστηρά χρονοδιαγράμματα, να μας αφήσουν λίγο χρόνο περισσότερο για να αλλάξουμε τις παρωχημένες δομές. Εμείς όμως δεν ζητάμε τίποτα απ’ αυτά. Ζητάμε να μην αλλάξουμε ακριβώς αυτές τις παρωχημένες δομές. Να μην καταργήσουμε τους χιλιάδες οργανισμούς, νομικά πρόσωπα, φορείς, εκ των οποίων ο ένας στους τρεις είναι πρακτικά ανύπαρκτος. Να μη μειώσουμε το ρόλο του κράτους-επιχειρηματία, να μην ιδιωτικοποιήσουμε επιχειρήσεις παθητικές, αν και μονοπώλια, που είναι παθητικές ακριβώς για να κερδίζει η κομματική γραφειοκρατία. Να μην αξιοποιήσουμε τη δημόσια γη για να την οικειοποιούνται τα Βατοπέδια. Να μη συγχωνεύσουμε τα 2.000 τμήματα του δημοσίου που έχουν μόνο τμηματάρχες χωρίς υπαλλήλους. Να μην ανοίξουμε τις αγορές, να μην ανοίξουμε τα κλειστά επαγγέλματα, να μη σταματήσουμε να φυτεύουμε ανά την επικράτεια κρατικά μέσα ενημέρωσης, σχολές και στρατόπεδα, για να συνεχίζεται η λεηλασία.
Αυτά δεν θα τα δεχτεί κανείς. Γιατί αυτά δημιουργούν τα ελλείμματα, εμποδίζουν την ανάπτυξη. Δυστυχώς, παρά τους μύθους, το ελληνικό πολιτικό σύστημα διαπραγματεύτηκε ήδη και μάλιστα πολύ καλά όλο αυτό το διάστημα. Προσπαθώντας να μη θίξει τα παγιωμένα συμφέροντα. Κρυμμένο πίσω από οριζόντιες μειώσεις και φόρους που το ίδιο επέβαλε για να μην προχωρήσει σε κάθετες μεταρρυθμίσεις, κατηγορεί τους «ξένους» για το αδιέξοδο.
Στις εκλογές της 6ης Μαΐου φτάσαμε με το παραπλανητικό δίλημμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Στις εκλογές της 17ης Ιουνίου πάμε με το πιο πραγματικό δίλημμα ευρώ ή δραχμή. Μόνο που κι αυτό το δίλημμα είναι οπισθοδρόμηση σε σχέση με την κατάστασή μας δυο χρόνια πριν. Όταν ξεκινήσαμε συζητούσαμε για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν. Τώρα όλα αυτά έχουν ξεχαστεί. Έχει επικρατήσει η ατζέντα του αντιμνημονίου.
Το παρωχημένο σύστημα εξουσίας αντέδρασε στις απειλές, αμφισβητώντας και την ίδια την εθνική επιλογή της σύνδεσης με την Ευρώπη: Μόνο αν δεν απειλούνται τα συμφέροντά τους. Αναδιατάσσοντας το πολιτικό σκηνικό και εκβιάζοντας, προειδοποιεί προς πάσα κατεύθυνση: Αν τα πρώην μεγάλα κόμματα παριστάνουν ότι θα προχωρήσουν στις αλλαγές που χρειάζονται έστω και στα λόγια, υπάρχουν κι άλλοι εκλεκτοί που τις αμφισβητούν ευθέως. Δεν θα αποκρατικοποιήσουν, αλλά θα κρατικοποιήσουν και τα υπόλοιπα. Δεν θα μειώσουν την κρατική γραφειοκρατία, θα προσλάβουν κι άλλους. Δεν θα μειώσουν τα ελλείμματα, θα τα αυξήσουν. Έστω κι αν αυτό σημαίνει τύπωμα πληθωριστικών δραχμών.
Το μήνυμα ελήφθη. Το σύστημα αλλάζει πρόσωπα για να μείνει ίδιο. Συντεχνίες, κρατική γραφειοκρατία, συνδικαλιστές κρατικών επιχειρήσεων, πελατειακές ομάδες ορφανές από το Πασόκ, επιχειρηματικότητα της δραχμής, μετακινούνται με μεγάλη ευκολία σε όλο το διάνυσμα από τα δεξιά ως τα αριστερά, αρκεί να υπερασπίσουν την ακινησία.
Κανείς δεν τοποθετείται επί των πραγματικών προβλημάτων της χώρας. Ποιο πρόγραμμα, ποιες μεταρρυθμίσεις. Πώς θα μειωθούν τα ελλείμματα χωρίς οριζόντιες μειώσεις, πώς θα λειτουργήσει ο αποδιοργανωμένος δημόσιος τομέας, πώς θα μειωθεί το κόστος του για να μη χρεοκοπήσει τελείως ο ιδιωτικός τομέας. Θετική πρόταση δεν υπάρχει, γιατί το συντεχνιακό πολιτικό σύστημα ούτε φαντάζεται ότι μπορεί να υπάρξει μια χώρα που παράγει, χωρίς να ζει από τα δανεικά. Το πραγματικό δίλημμα, εκσυγχρονισμός ή οπισθοδρόμηση, έχει απομακρυνθεί. Αυτή η χώρα αναρωτιέται ακόμα τα βασικά, αν θα είναι στην Ευρώπη ή την Αφρική.