O χρόνος εκδικείται

Δημήτρης Χριστόπουλος 22 Ιαν 2015

Από την αρχή των μνημονίων, ο αγώνας των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν ένας αγώνας με τον χρόνο. Ένας αγώνας να ξεγελάσουν τον χρόνο. Να κοροϊδέψουν τον καιρό, νομίζοντας ότι με το να πάρουν πρίμα, θα κερδίσουν χρόνο. Και έτσι βούλιαξαν στην εθνική καταισχύνη. Διότι ο χρόνος σώνεται ακόμη κι αν του γυρίσεις την πλάτη. Ο χρόνος δεν συγχωρεί. Εκδικείται. Ο πολιτικός χρόνος έπρεπε να καταναλωθεί. Και καταναλώθηκε. Έπρεπε να κλείσει ο κύκλος. Και έκλεισε.

Η δεξαμενή των συναινέσεων στέρεψε. Η Δεξιά μάλιστα άντεξε περισσότερο από τον αφελή ρεφορμισμό των πρώτων μνημονιακών κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που θρυμματίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στον μύλο της Ιστορίας. Διότι η Δεξιά την πυγμή –αν μη τι άλλο– την «έχει». Πυγμή ονομάζω αυτή την ιδεώδη συνάντηση νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού και ακροδεξιού αυταρχισμού που είδαμε στα πρόσωπα αυτών που κυβέρνησαν, από την πιο γκροτέσκα ώς την πιο τεχνοκρατική εκδοχή τους. Προ πολλού, είχαν εγκαταλείψει την προσπάθεια εύρεσης κοινωνικών συναινέσεων. Η πυγμή και ο φόβος δεν ήταν απλώς επικοινωνιακά εργαλεία, αλλά κάτι υπαρξιακά βαθύτερο: μέσα επιβίωσης. Αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει όσους στοιχειωδώς έχουν μια επαφή με την ελληνική πολιτική ιστορία του 20ού αιώνα. Η βαθιά ελληνική Δεξιά το έβλεπε το κακό να έρχεται πιο καθαρά από αυτούς που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας πριν. Και για τον λόγο αυτό, κόντρα στις βουλές των ισχυρών ομοϊδεατών της στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην αρχή αρνήθηκε να συναινέσει στα μνημόνια, ακόμη και όταν αυτά συγκέντρωναν τη συναίνεση ενός διόλου ευκαταφρόνητου τμήματος του ελληνικού λαού. Κατά βάθος, η Δεξιά ήξερε ότι, με τέτοιες πολιτικές, δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στην ολίσθηση προς τον σκληρό αυταρχισμό και τη βία, όπως εξάλλου ιστορικά ξέρει καλά να κάνει με ό,τι μέσο κριθεί σκόπιμο, κρατικό ή παρακρατικό. Όπως εξάλλου τελικά και έκανε.

Έτσι η «κρίση» εδραιώθηκε. Αυτό δεν είναι κρίση πλέον. Θα επιμείνω λίγο. Όταν μιλάμε για κρίση, έχουμε στο νου μας μια στιγμή, μια περίοδο ανωμαλίας με κινδύνους. Η κρίση παραπέμπει στο παροδικό, το εξαιρετικό, το μη κανονικό από το οποίο κάποια στιγμή –αργά ή γρήγορα– βγαίνεις. Αντιθέτως, η «κρίση» μάς έχει μετασχηματίσει και υπό την οπτική αυτή, έγινε καθεστώς. Για να υπάρχει δηλαδή κρίση, πρέπει να έχει υπάρξει ομαλότητα και, αντιστρόφως, όλες οι ομαλές περιστάσεις –είτε είναι σωματικές είτε οικονομικές ή πολιτειακές– οριοθετούνται με βάση την εξαίρεση. Η λέξη κρίσηαποδίδει αυτήν ακριβώς την απώλεια της ομαλότητας διότι εγκυμονεί την προσδοκία επαναφοράς. Σε αυτό το σημείο είναι, νομίζω, καθοριστική η συμβολή ενός από τους σημαντικότερους πολιτειολόγους του 20ού αιώνα, του Καρλ Σμιτ διότι αναδεικνύει ακριβώς τη σημασία που έχει η εξαίρεση για την εννοιολόγηση της κανονικότητας:

Η εξαίρεση είναι πιο ενδιαφέρουσα από την κανονική περίπτωση. […] [Η εξαίρεση] δεν επιβεβαιώνει απλώς τον κανόνα, παρά ο κανόνας ζει από την εξαίρεση και μόνο. Μέσα στην εξαίρεση η δύναμη της πραγματικής ζωής διαρρηγνύει την κρούστα μιας μηχανικής αγκυλωμένης στην επανάληψη.1

Ε λοιπόν, στην Ελλάδα η εξαίρεση έγινε μια ρουτίνα: «κρούστα μιας μηχανικής αγκυλωμένης στην επανάληψη». Η «κρίση χρέους» ήταν περισσότερο η θρυαλλίδα αυτής της μετάβασης. Δεν είμαστε εδώ που είμαστε λόγω του χρέους, αλλά διά του χρέους: στ’ όνομά του.

Αύριο, η Αριστερά απέναντί της δεν έχει μια κρίση, αλλά ένα καθεστώς. Η αντιμετώπιση της κρίσης είναι αγώνας ταχύτητας. Η αντιμετώπιση του καθεστώτος, μαραθώνιος. Ο χρόνος δεν γελιέται και οι συναινέσεις εξαντλούνται, λαχανιάζουν και εγκαταλείπουν τον αγώνα αν αυτός δεν διεξαχθεί δυνατά, αποτελεσματικά και έντιμα.

Στο πιο κρίσιμο, νομίζω, απόσπασμα του Κοινωνικού Συμβολαίου του Ρουσσώ λέει:

Ο πιο δυνατός δεν είναι ποτέ αρκετά δυνατός για να είναι πάντα ο κυρίαρχος, αν δεν μετατρέψει τη δύναμή του σε δικαίωμα, και την υπακοή σε καθήκον.2

Το μεγάλο στοίχημα είναι να δούμε αν η κυβέρνηση της 25ης Γενάρη θα μπορέσει να μετατρέψει τη δύναμή της σε δικαίωμα και την υπακοή μας σε καθήκον.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κ. Σμιτ, Πολιτική θεολογία, Λεβιάθαν, Αθήνα 1994, σ. 31-32.

2. Du Contrat social, l. I, ch. III, Du droit du plus fort.