Η ωμή και κυνική παραδοχή του Γιώργου Χουλιαράκη, από το βήμα της Βουλής, ότι συνειδητά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπερφορολόγησε τα μεσαία εισοδήματα επιβεβαιώνει όσους, από τη πρώτη στιγμή της εφαρμογής του τρίτου Μνημονίου, καυτηρίασαν το βασικό πολιτικό σχέδιο του Aλέξη Τσίπρα και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ: Τη συμπίεση της μεσαίας τάξης με απώτερη επιδίωξη να μπορέσει να χειραγωγήσει τα δυναμικά μεσαία κοινωνικά στρώματα. Νομίζω πως πρόκειται για απόπειρα επιβολής ενός νέου κοινωνικού μοντέλου.
Ιδεολογικά είναι συνεπές. Η κομμουνιστογενής ιδεοληψία τους δεν συνάδει με τη χειραφέτηση των προοδευτικών μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων τα οποία διαπνέονται από τις σοσιαλδημοκρατικές αρχές, τη δημοκρατία και τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις κι εύκολες ερμηνείες δεν ισχυρίζομαι ότι μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να επιβάλλει καταστάσεις «υπαρκτού σοσιαλισμού», στην Ελλάδα. Όμως έχοντας για πυξίδα, τη μετακομμουνιστική ιδεολογική θολούρα, δείχνει να πιστεύει ότι η χειραγώγηση της μεσαίας τάξης διευκολύνει τη μακροημέρευση στην εξουσία.
Γνωρίζοντας ο κ. Τσίπρας και το ηγετικό απαράτ του ΣΥΡΙΖΑ ότι «η μεσαία τάξη είναι η μόνη τάξη με συνείδηση εθνική», όπως τραγούδησε ο Δήμος Μούτσης, αντιλαμβάνεται ότι η αμφισβήτηση και απόρριψή του θα κριθεί από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Γιατί η μεσαία τάξη έχει άποψη για την πορεία της χώρας, τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό, την ανάπτυξη της οικονομίας, την ανοικτή κοινωνία, τον σύγχρονο πολιτισμό κ.α. και ανθίσταται στο παραμύθι της μίας και μοναδικής αλήθειας.
Χρειάζεται ακόμη να θυμίσουμε ότι δεν έπιασε ξαφνικά τον κ. Χουλιαράκη κρίση ειλικρίνειας. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, πριν από ενάμιση χρόνο, τον Μάρτιο του 2016 με απόλυτη συναίσθηση, όπως φαίνεται, είχε αναφέρει ότι «και το 3ο Μνημόνιο θα το πληρώσουν τα μεσαία εισοδήματα διότι μας ενδιαφέρουν τα πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα που είναι περισσότερα και πιο ευάλωτα. Αλλωστε στη μεσαία τάξη έριξαν τα βάρη και ο Παπανδρέου και ο Σαμαράς».
Ομως εδώ προκύπτει η ευθύνη πρωτίστως της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης της Κεντροαριστεράς και των υποψηφίων για την ηγεσία να αποδομήσουν -αν μπορούν- το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Η αποτυχία του είναι το μεγάλο στοίχημα της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης όχι μόνο για την ίδια αλλά κατά μείζονα λόγο για τη χώρα. Πώς απαντά σ’ αυτήν την εξόφθαλμη επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ; Πώς θα προκύψει η ανάπτυξη και θα αποκατασταθεί η κοινωνική συνοχή και θα γίνει η αναδιανομή που βρίσκεται στον πυρήνα κάθε προοδευτικής πολιτικής; Με άλλα λόγια, με ποιες πολιτικές θα ξαναχτιστεί η μεσαία τάξη της προκοπής και της ευημερίας; Ποιες θεσμικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες; Θα γίνουν ριζικές φορολογικές αλλαγές; Και πολλά άλλα…
Γι’ αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα οι υποψήφιοι για την αρχηγία του νέου ενιαίου φορέα δεν έχουν διατυπώσει ολοκληρωμένο αφήγημα που θα ακούσει με ενδιαφέρον η κοινωνία. Για να μην είμαστε άδικοι, προτάσεις έχουν διατυπωθεί κυρίως από τη Φώφη Γεννηματά (Σχέδιο Ελλάδα), τον Σταύρο Θεοδωράκη (21 θέσεις για τη διακυβέρνηση), τον Γιώργο Καμίνη (Μια χώρα για όλους) τον Γιάννη Μανιάτη (4 πυλώνες πλούτου 10+1 προτεραιότητες), τον Γιάννη Ραγκούση (Θέσεις για την Επόμενη Ελλάδα), αλλά δεν συνιστούν ενιαία πολιτική πρόταση για την πορεία της χώρας τον 21ο αιώνα. Ίσως είναι η ώρα να το κάνουν ενωτικά και υποχρέωση του νέου αρχηγού να το επιτύχει.
Tον δρόμο έδειξε ο Μπαράκ Ομπάμα. «Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επιτύχουν όταν οι λίγοι που γίνονται όλο και λιγότεροι τα πάνε καλά και οι πολλοί που γίνονται όλο και περισσότεροι μόλις που τα βγάζουν πέρα» είχε τονίσει, τον Ιανουάριο του 2013, κατά την ορκωμοσία του για τη δεύτερη θητεία. «Πάνω στους ώμους της μεσαίας τάξης πρέπει να στηριχτεί η ευημερία», είχε επισημάνει. Και όπως έδειξαν τα πράγματα το κατάφερε.