Ο «Χορός του Θανάτου» – και της ελπίδας

Αγγελική Σπανού 01 Νοε 2015

Δίπλα μου κάθονταν δύο κυρίες που είχαν έρθει από την Κύπρο για να δουν την παράσταση και θα επέστρεφαν το επόμενο πρωί – όπως κάνουν σταθερά τα τελευταία χρόνια για να «συναντηθούν» με τον Δημήτρη Καταλειφό στη σκηνή του «Εμπορικόν». Οι περισσότεροι θεατές έδειχναν εξοικειωμένοι με το χώρο, προετοιμασμένοι γι’ αυτό που θα ακολουθούσε, ίσως και βέβαιοι από πριν για τη δύναμη της εμπειρίας που θα ζήσουν.

Για να φτάσουν μέχρι εκεί είχαν περάσει από την πλατεία Κουμουνδούρου ή από τα στενά της γύρω περιοχής και ίσως είχαν δει παρατημένα καφάσια στους δρόμους, σάπια φρούτα πεταμένα, άστεγους, καβγάδες μεταξύ αλλοδαπών, καροτσάκια με μεταλλικά αντικείμενα, ρακοσυλλέκτες, ό,τι φαντάζεται κανείς όταν σκέφτεται τη λέξη «downtown» στην ελληνική της εκδοχή, ενώ στην οδό Σαρρή η εικόνα αλλάζει και φωτίζεται με προσεγμένα μπαράκια και χώρους πολιτισμού.

Αλλά ό,τι κι αν έχει προηγηθεί, ακόμη κι αν πήγε κανείς με άγχος, νεύρα, ενοχές ή κούραση, όταν αρχίζει η παράσταση τελειώνουν όλα όσα συμβαίνουν έξω από την αίθουσα.

Το έργο του Στρίντμπεργκ είναι τόσο μεγαλειώδες και η απόδοσή του τόσο σπουδαία, ώστε για περίπου δυόμισι ώρες δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο η βασανιστική σχέση του Έντγκαρ (Δημήτρης Καταλειφός) και της Άλις (Φιλαρέτη Κομνηνού), που αλληλοσπαράσσονται σε ένα υποβλητικό σκηνικό με πατώματα που είναι «σαν να κρύβουν από κάτω πτώματα» και τοίχους που «σαν να αναδίδουν το δηλητήριο του μίσους». Η δυστυχία τους, που την κληροδοτούν και στα παιδιά τους, γίνεται καταλυτικό βίωμα για τον φίλο από τα παλιά που τους επισκέφθηκε (Κουρτ, Β. Μπισμπίκης) και προσπάθησε να τους αλλάξει, αλλάζοντας τελικά ο ίδιος. Η τρέλα της βίας και η βία της τρέλας εναλλάσσονται στο «Χορό του Θανάτου», στη διάρκεια του οποίου το ζευγάρι μισιέται, αγαπιέται, ξεσκίζεται, κουρελιάζεται, πεθαίνει και ανασταίνεται δεκάδες φορές.

Αν έχει κανείς την τύχη να μιλήσει με την Ελένη Σκότη, που υπογράφει τη σκηνοθεσία μαζί με τον Δ. Καταλειφό, θα καταλάβει εύκολα πώς και γιατί προκύπτει αυτό το τόσο δυνατό θεατρικό γεγονός – κάθε φορά στο ίδιο θέατρο, με τον αδιανόητα επιβλητικό Δ. Καταλειφό, τα τελευταία χρόνια. Η ίδια είναι τόσο ταλαντούχα, τόσο ευαίσθητη, τόσο παθιασμένη με την προσπάθεια να αποκτήσει το κείμενο φωνή, βλέμμα και κίνηση και τόσο αφοσιωμένη σε αυτό που κάνει, που δύσκολα θα αποτύγχανε. Περιγράφει την αγωνία των ηθοποιών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός τόσο δύσκολου έργου, υπάρχοντας μέσα από το ρόλο και αναζητώντας διαρκώς νέους, καλύτερους τρόπους να γίνουν αυτό που έβλεπε ο συγγραφέας, και την ίδια στιγμή τους κρίνει, τους πονάει, τους διδάσκει, τους αγαπάει, τους ελέγχει, τους χαϊδεύει.

Είναι μαγικό όλο αυτό. Ένα καταπληκτικό κείμενο, υπέροχοι ηθοποιοί, συναρπαστική σκηνοθεσία, σκηνικά, φωτισμός, μουσική. Κάπως έτσι ο «χορός του θανάτου» γίνεται χορός της ελπίδας – θυμάται κανείς γιατί αξίζει τον κόπο να πιστεύει ακόμη σε αυτή τη χώρα (όπως πιστεύει η Ελένη Κούρκουλα, ψυχή των Αθηναϊκών Θεάτρων, που μου πρότεινε να δω αυτή την παράσταση, όπως και πέρυσι τον «Γυάλινο Κόσμο», πρόπερσι την «Εκδοχή του Μπράουνινγκ», πολύ σίγουρη ότι πρόκειται για ένα ανεπανάληπτο βίωμα).

Δεν προκύπτει τυχαία μια επιτυχία, αν πρόκειται για κάτι δύσκολο. Δεν είναι απλό να γίνει προσιτός ο Στρίντμπεργκ στο ελληνικό κοινό, ούτε αυτή η συγκεκριμένη ιστορία. Χρειάζεται ανεξάντλητο ταλέντο και οδύνη απ’ όσους πρωταγωνιστούν πάνω και πίσω από τη σκηνή για να φτάσει ο θεατής να ανακαλύψει και να αντέξει τις ομοιότητές του με τον Έντγκαρ και την Άλις – ή να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η κόλαση μπορεί να είναι ο άλλος.