Είναι όντως φαβορί η Φώφη ή μετά την απόφαση του Καμίνη και του Θεοδωράκη, να διεκδικήσουν και εκείνοι την ηγεσία, κινδυνεύει; Μήπως τελικά η έκπληξη γίνει από τον Νίκο Ανδρουλάκη που είχε λάβει στις ευρωεκλογές του 2014 πάνω από 100.000 ψήφους και θα μπει και εκείνος στη μάχη; Ποιον θα στηρίξει ο Γιώργος Παπανδρέου, ποια θα αποδειχθεί η απήχηση του Γιάννη Ραγκούση και του Γιάννη Μανιάτη και τι θα κάνουν οι ηττημένοι μετά τον δεύτερο γύρο; Θα μείνουν στο νέο κόμμα ή θα ξαναζήσουμε άλλη μια διάσπαση;
Είναι λίγα μόνο από τα ερωτήματα που μονοπωλούν τις τελευταίες μέρες τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις που γίνονται περί την Κεντροαριστερά. Και έγιναν πράγματι ενδιαφέρουσες, διότι με την επιλογή του Νίκου Αλιβιζάτου (από τη Φώφη Γεννηματά) στο τιμόνι της επιτροπής που θα έχει την ευθύνη της εκλογής νέου αρχηγού, συνέβη κάτι πραγματικά απροσδόκητο. Επετεύχθη σε έναν μήνα αυτό που εις μάτην προσπαθούσαν να πετύχουν δεκάδες πρόσωπα επί 4 χρόνια (οι προσπάθειες συνένωσης της Κεντροαριστεράς άρχισαν το 2013 από την πρωτοβουλία των «58»).
Καταλύτης γι’ αυτήν την εξέλιξη ήταν, χωρίς άλλο, η μη αναμενόμενη απόφαση του Γ. Καμίνη να διεκδικήσει την ηγεσία του νέου φορέα. Αυτή ήταν που προκάλεσε την ανάλογη απόφαση του Στ. Θεοδωράκη, η οποία προσδίδει πλέον πρωτόγνωρο πολιτικό ενδιαφέρον στο εγχείρημα. Διότι, δεν έχει ξανασυμβεί να δούμε δύο κοινοβουλευτικά κόμματα να συνενώνονται (επί της ουσίας αυτοκαταργούμενα) για να σχηματισθεί ένα τρίτο με νέο αρχηγό. Ο οποίος –σημειωτέον– με τη διαδικασία που επελέγη θα αποφασίσει μόνος του για την ιδεολογική γραμμή του νέου κόμματος, καθώς η εκλογή του θα προηγηθεί του ιδρυτικού του συνεδρίου.
Με αυτά τα δεδομένα έχει ενδιαφέρον να καταγραφεί σήμερα πώς βλέπουν τον ρόλο του νέου κόμματος και σε ποιο εκλογικό ακροατήριο απευθύνονται οι διεκδικητές της ηγεσίας του. Πόσο μάλλον όταν δεν αποκλείεται το νέο κόμμα να έχει σημαίνοντα ρόλο στις επόμενες εκλογές αν δεν προκύψει αυτοδυναμία της Ν.Δ.
Περί εθνικής συμφωνίας
Η κ. Φώφη Γεννηματά είναι βέβαιο ότι θα επιμείνει μέχρι κεραίας στη γραμμή των ίσων αποστάσεων. Με άλλα λόγια θα εξακολουθήσει να υπογραμμίζει ότι η σύμπραξη της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ είναι προϋπόθεση για τη δική της συμμετοχή της σε μια μελλοντική κυβέρνηση, καθώς, όπως πιστεύει, η χώρα δεν θα κατορθώσει να βγει από την κρίση χωρίς ένα κοινό εθνικό σχέδιο. Με αυτό το επιχείρημα άλλωστε θα ζητεί την ενδυνάμωση της κεντροαριστερής παράταξης υπό τη δική της ηγεσία, επισημαίνοντας ότι μόνον έτσι θα μπορεί να καθορίσει αποφασιστικά τους όρους της εθνικής συμφωνίας. Το πιθανότερο δε, είναι να αποφύγει να διευκρινίσει τι ακριβώς θα κάνει μετεκλογικά, αν, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας της Ν.Δ., ο κ. Τσίπρας αρνηθεί να συμπράξει με τον κ. Μητσοτάκη και η χώρα αντιμετωπίσει το φάσμα νέων εκλογών με απλή αναλογική.
Εντελώς διαφορετική στρατηγική αναμένεται να ακολουθήσει τόσο ο Στ. Θεοδωράκης, όσο και ο Γ. Καμίνης. Ο πρώτος είναι βέβαιον ότι θα επιδιώξει να αναδείξει το αμιγώς μεταρρυθμιστικό του προφίλ έναντι της «δοκιμασμένης και πολιτικά αμφίθυμης Φώφης». Θα επαναλαμβάνει διαρκώς ότι ένα ισχυρό κεντρώο κόμμα υπό τη δική του ηγεσία είναι απαραίτητο για να προκύψει την επομένη των εκλογών μια ομαλή περίοδος για τη χώρα. Με άλλα λόγια θα λέει ό,τι περίπου σήμερα και το Ποτάμι. Οτι «για να μην επιστρέψει η χώρα ως εκκρεμές στις γνωστές παλαιοκομματικές πρακτικές της Ν.Δ. είναι αναγκαίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης να έχει την ανάγκη ενός ισχυρού και αμιγώς μεταρρυθμιστικού εταίρου».
Στους αντισυριζαίους
Ανάλογη στρατηγική θα έχει και ο Γ. Καμίνης, αναδεικνύοντας και όσα πιστεύει ότι πέτυχε ως δήμαρχος Αθηναίων. Εχοντας, προ διετίας, πρωταγωνιστήσει υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα, ο κ. Καμίνης είναι βέβαιον ότι θα απευθυνθεί πρωτίστως στο αντισυριζαϊκό ακροατήριο, υπονοώντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πρέπει να είναι στην επόμενη κυβέρνηση. Επί της ουσίας θα επιδιώξει να εκφράσει έστω μικρό μέρος της μεγάλης δεξαμενής που ανέδειξε κάποτε τον Κώστα Σημίτη σε πρωθυπουργό της χώρας. Οπως άλλωστε και ο Γιάννης Μανιάτης, ο οποίος επίσης θεωρεί δυνάμει υποστηρικτές του το πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ.
Στο ίδιο ακροατήριο απευθύνεται επί της ουσίας και ο Γιάννης Ραγκούσης (τις θέσεις του θα τις δείτε στην ίδια σελίδα). Αντιθέτως ο Νίκος Ανδρουλάκης που κάποιοι πιστεύουν ότι μπορεί να είναι η έκπληξη των εκλογών, καίτοι δεν το ομολογεί, μάλλον προσβλέπει να εκφράσει το ΠΑΣΟΚ που μετακινήθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ παρά τους πιο φιλελεύθερους ψηφοφόρους που μετακινήθηκαν τα τελευταία χρόνια είτε στο Ποτάμι είτε στη Ν.Δ.
Το άρθρο δημοσιεύεται στην Καθημερινή