Εν αρχή ην η ημερομηνία των εκλογών. Ο υπουργός Εσωτερικών Γιάννης Μιχελάκης αντιμετώπισε το θέμα όχι ως θεσμικός παράγοντας, αλλά ως πρώην διευθυντής ειδήσεων ιδιωτικού καναλιού, που κοιτάει πώς θα κερδίσει περισσότερα σε θεαματικότητα το κεντρικό του δελτίο. Δηλαδή, με κολπάκια.
Εμπνεύστηκε τον ορισμό της ημερομηνίας του α΄ γύρου των δημοτικών εκλογών, μια Κυριακή πριν από τις Ευρωεκλογές. Το σκεπτικό απλό: Πολλοί δεν θα πάνε να ψηφίσουν τη δεύτερη Κυριακή, αφού γι’ αυτούς δεν θα υπάρχει β΄ γύρος – είτε θα έχουν ήδη εκλέξει δήμαρχο και περιφερειάρχη είτε θα έχουν εκτονώσει στον πρώτο την οργή τους. Έτσι, παρά τις αντιδράσεις, η ΝΔ μπορεί να γλιτώσει μέρος της κατακραυγής για την κυβερνητική πολιτική, απαξιώνοντας το αποτέλεσμα. Και το ποσοστό της με την αποχή θα φανεί μεγαλύτερο – και με λίγη καλή τύχη, όχι πολύ μακριά από τον αντίπαλο.
Μετά, από κοινού Σαμαράς και Βενιζέλος αποφάσισαν να πλήξουν τον δικό τους «αντίπαλο» ο καθένας, αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού, μόλις τρεις μήνες πριν τις εκλογές. Η ΝΔ «στριμώχνει» τον ΣΥΡΙΖΑ, που θα ήθελε μια πιο συντεταγμένη παρουσία υποψηφίων της ηγετικής ομάδας, παριστάνοντας ότι είναι κεντροαριστερή/σοσιαλδημοκρατική, ενώ τώρα θα πρέπει να τιθασεύσει το «σκορποχώρι» των διαφόρων υποψηφίων που ενίοτε προκύπτουν και άκρως προβληματικοί. Και το ΠΑΣΟΚ ρίχνει a priori στο καναβάτσο τους 58, που ό,τι και να κάνουν, όσο και να γκρινιάξουν, όσο και να αποκλείσουν υποψηφίους με παραδοσιακή απήχηση στο εκλογικό σώμα, κινδυνεύουν να ψηφίζουν οι υποστηρικτές τους Βούλγαρη και Παγουλάτο – και να τους προκύπτει π.χ. Γεννηματά και Κουκουλόπουλος.
Σύμφωνα με το κουτοπόνηρο σκεπτικό, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την «περισσότερη» δημοκρατία της θεσμοθέτησης του σταυρού – κι ας γίνεται η χώρα μια τεράστια μιντιακή περιφέρεια. Και ως συνήθως, οι λύσεις που έχουν δώσει οι «κουτόφραγκοι» με το μεικτό σύστημα λίστας και σταυροδοσίας δεν λαμβάνονται υπ? όψιν. Οι χειρισμοί του ΠΑΣΟΚ δικαιώνουν εν μέρει τη ΔΗΜΑΡ, που δεν ήθελε επ’ ουδενί να προσχωρήσει στην ανασύσταση της κεντροαριστεράς με «κυρίαρχο» τον Βενιζέλο – και τα δύο κόμματα όμως, αν δεν ενισχυθούν σε ένα ενιαίο σχήμα από τους πολίτες που έχουν αποστασιοποιηθεί στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο, κινδυνεύουν να μην εκλέξουν εκπροσώπους σε αυτές ή τις επόμενες (εθνικές) εκλογές.
Το τρίτο ολίσθημα ήρθε με την επιλογή των συνεργασιών στους δύο μεγαλύτερους δήμους της χώρας. Ο Καμίνης και ο Μπουτάρης, το πιο επιτυχημένο αυτοδιοικητικό πείραμα των τελευταίων δεκαετιών, «ξίνιζε» στα κομματικά επιτελεία και στα άντρα του λαϊκισμού, ακριβώς γιατί ήταν τόσο ξένο προς τις πρακτικές τους. Όχι μόνο η Νέα Δημοκρατία, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκαν να στοιχηθούν πίσω από την επιλογή της κοινωνίας των πολιτών – και επέλεξαν τις κομματικές υποψηφιότητες, παρά την ένδεια στελεχών, που θα μπορούσαν να σηκώσουν αξιοπρεπώς το βάρος.
Κι έτσι ήρθαν οι δημοσκοπήσεις, να εκπλήξουν δυσάρεστα τους κομματικούς μανδαρίνους: Ο Γιώργος Καμίνης όχι μόνον δεν είναι «εξαφανισμένος» στον πάτο της λίστας, αλλά οδηγεί την κούρσα με 20%. Βεβαίως, είναι πολύ νωρίς ακόμα για προβλέψεις, αλλά είναι ενδεικτικό ότι αμέσως μετά τη δημοσίευση της πρώτης μέτρησης (και παρά την παλαιότερη και νέα επιχειρηματολογία υπέρ του έργου Καμίνη), οι συνήθεις ύποπτοι της «παραδοσιακής μαγκιάς» της ελληνικής πολιτικής σκηνής έσπευσαν να λοιδορήσουν τα αποτελέσματα ως «στημένα». Βλέπετε, δεν είναι δυνατόν ο «εκλεκτός» του εκλογικού σώματος να μην έχει τα χαρακτηριστικά ενός φανφαρόνου και εξωστρεφούς μικρο-πολιτικάντη. Ο Καμίνης, ως εκπρόσωπος της πραγματικής αξιοπρέπειας (και όχι της «αντιμνημονιακής»), ενοχλεί κατευθείαν στα σωθικά και αποκαλείται «ξενέρωτος» από το δεξιό και αριστερό λαϊκισμό. Λίγο-πολύ το ίδιο ισχύει και για τον Μπουτάρη. Ακριβώς γιατί ο αθόρυβος, αποτελεσματικός και εν τέλει ο «κανονικός», μετριοπαθής και αξιόλογος άνθρωπος είναι ξένος και αντιπαθής προς τον καφενειακό, τον αντιδραστικό και το φανατικό, με τον ίδιο τρόπο που και η κεντροαριστερά και ο εκσυγχρονισμός θεωρούνται χώροι όπου συνωθούνται οι «λογιστές» με τους «προσκυνημένους».
Αλλά κι οι επόμενες έρευνες τα ίδια έδειξαν. Κι επειδή το να είναι όλες «πειραγμένες» με τον ίδιο τρόπο αποκλείεται, ένα ακόμα συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι υπάρχει ένα (αρκετά μεγάλο;) κομμάτι της υγιούς κοινωνίας που αντιστέκεται στο μανιχαϊστικό διαχωρισμό της πολιτικής αντίληψης σε «μνημονιακή» και «αντιμνημονιακή», σύμφωνα με την οποία δεν μπορείς να ψηφίσεις τον αξιόλογο δήμαρχο, αλλά οφείλεις να λάβεις αρνητική θέση απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης ή των δανειστών, λες και υπάρχει σώφρων άνθρωπος που επιθυμεί τα λάθη τους. Το μάθημα αυτό θα έπρεπε εντόνως να προβληματίσει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που αποφάσισε να στηρίξει ένα (ακόμα) παιδί του κομματικού σωλήνα, το ίδιο «παλιό» στις αντιλήψεις, με πρώτα δημοσκοπικά αποτελέσματα γύρω στο 10%, στο ποσοστό δηλαδή που είχε επιτύχει ο Αλέξης Τσίπρας πριν διογκωθεί η φούσκα του κόμματός του. Αλλά, μάλλον το ανάποδο συνέβη.
Ακόμα υπάρχει πολύς δρόμος για τις κάλπες – και οι εκπλήξεις μπορεί να είναι και ευχάριστες και δυσάρεστες. Όμως, όλοι αυτοί οι αλλεπάλληλοι γύροι της μικροπολιτικής επίδειξης δείχνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος δεν έχει αντιληφθεί πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί – ίσως γιατί δεν έχει αλλάξει και ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, παρά την κρίση. Γι’ αυτό και το υπόλοιπο πρέπει να αποδοκιμάσει αυτές τις πρακτικές. Και με την ψήφο του να μην επιτρέψει, μια ακόμα φορά, το θρίαμβο της μικροπολιτικής…