Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Καντ, Διαφωτισμός είναι η «λύτρωση από το σκοτάδι της άγνοιας, με την τόλμη του γνωρίζειν».
Όμως, η «τόλμη του γνωρίζειν» προϋποθέτει τον αντίστοιχο ανθρώπινο τύπο. Είναι αυτός που -μετά την αρχαία Ελλάδα- παρήγαγε ο Διαφωτισμός. Και εδώ προκύπτουν τα «ιστορικά ελλείμματα», τα οποία δεν επέτρεψαν τη δημιουργία τέτοιου εγχώριου ανθρώπινου τύπου.
Η γενεαλογία του νεοελληνικού ανορθολογισμού
Η μοναδική ίσως κοινωνία η οποία περηφανεύεται για τη σχέση της με το Μεσαίωνα, είναι η νεοελληνική.
Και αυτό δεν συμβαίνει τυχαία. Είναι γιατί η οργανική της σχέση με το Μεσαίωνα, δεν έχει διακοπεί από Αναγέννηση, Διαφωτισμό, Δημοκρατικά κινήματα κ.λπ.
Αντίθετα μάλιστα. Η περίοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που εν πολλοίς αντιστοιχεί στις παραπάνω ιστορικές συνθήκες, βιώθηκε ακριβώς ως συνέχεια του βυζαντινού δεσποτισμού.
Θυμίζω το εξής χαρακτηριστικό: Όταν προσέγγιζε σε νησιά του Αιγαίου ο οθωμανικός στόλος για την είσπραξη των φόρων, οι νησιώτες έλεγαν πως ήλθε ο «βυζαντινός στόλος».
Ο Σ. Ράμφος εισάγει και μία συμπληρωματική παράμετρο για να εξηγήσει τη νεοελληνική καθυστέρηση. Διατείνεται ότι η μεγάλη ιστορική ευκαιρία για την καθ’ ημάς Ανατολή, χάθηκε τον 11ο αιώνα. Όταν δηλαδή οι δυτικοί, επιλέγοντας «την τόλμη του γνωρίζειν», αποφάσισαν ότι το πνεύμα εκπορεύεται και εκ του υιού (”FILIOQUE”). Που σήμαινε ότι εφ’ όσον το πνεύμα μπορεί να ενανθρωπιστεί -ο υιός ήταν «θεάνθρωπος»- μπορούν και οι άνθρωποι να σκέφτονται και να αποφασίζουν και όχι μόνον ο «πατέρας».
Αντίθετα, η Ανατολή καθηλώθηκε στο «εκ του πατρός εκπορευόμενο». Που σήμαινε ότι οι άνθρωποι δεν επιτρέπεται να σκέφτονται, παρά μόνον ο «πατέρας» και βεβαίως ό,τι τον συμβολίζει (εκκλησία, ηγεμόνας, κόμμα, κράτος).
Η αδιάκοπη αυτή σχέση μας με το Μεσαίωνα, είχε και τα ανθρωπολογικά της αποτελέσματα: Παρήγαγε το νεοέλληνα. Έναν ανθρώπινο τύπο, που εκφράζει απόλυτη εχθρότητα προς τη Λογική, την οποία αντιμετωπίζει ως «ανοίκεια». (Για την έννοια του «ανοίκειου», βλ. Κύρκος Δοξιάδης, επίμετρο στο «Ανοίκειο» του Φρόϋντ, εκδόσεις «Πλέθρον»). Αυτό εκφράστηκε με τον ανορθολογισμό του «ό,τι να’ ναι», τόσο της νεοελληνικής ιστορίας, όσο και της τρέχουσας δημόσιας ζωής μας.
Η ιστορική συνέχεια του ανορθολογισμού
Τα ιστορικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τον ανορθολογισμό αυτό, επισημαίνονται συνεχώς. Αρκεί η επανάληψη τριών χαρακτηριστικών, που καλύπτουν τη διάρκεια ενός αιώνος:
1) Η πρώτη μεγάλη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας, ήταν αυτή του Χ. Τρικούπη.
Η αντίθεση στον εκσυγχρονισμό εκφράστηκε όχι ως μια διαφορετική πολιτική πρόταση, αλλά ως πολιτική του «ό, τι να’ ναι», δηλαδή του απόλυτου ανορθολογισμού. Αυτό διατυπώθηκε με τη μνημειώδη απάντηση του Δηλιγιάννη, όταν ρωτήθηκε ποιο είναι το πρόγραμμά του: «Το αντίθετον του Κου Τρικούπη».
2) Με τη συνθήκη των Σεβρών, τέθηκαν οι βάσεις για την ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, χάρις στην πολιτική Βενιζέλου. Και ενώ η υλοποίησή της εξαρτάτο πάλι από την παρουσία του Βενιζέλου, οι νεοέλληνες διώχνουν το Βενιζέλο και ξαναφέρνουν το βασιλιά.
Και βεβαίως, αυτό θα μπορούσε να ήταν μία διαφορετική πολιτική επιλογή, αντίθετη στη Μεγάλη Ιδέα. Όμως, η συγκεκριμένη στάση εκδηλώθηκε από τους ίδιους τους οπαδούς της Μεγάλης Ιδέας και εκφράστηκε με την ιστορική φράση, «Έτσι το θέλαμε και τον εφέραμε», που συνθηματοποιεί το νεοελληνικό ανορθολογισμό.
3) Τα ίδια επαναλαμβάνονται και στην πρόσφατη ιστορία: Όταν ο Α. Παπανδρέου κραύγαζε «Τσοβόλα δώστα όλα», που συνεπήγετο αναγκαστικά την καταστροφή που βιώνουμε σήμερα, όλη η Ελλάδα εξόριζε τη λογική και μετατρεπόταν σε ένα «απέραντο ΠΑΣΟΚ».
Η επικαιρότητα του ανορθολογισμού
Ο ίδιος ανορθολογισμός της πολιτικής του «ό,τι να ’ναι», συγκροτημένος στο «αντιμνημονιακό μέτωπο» της ανατολής με επικεφαλής το ΣΥΡΙΖΑ, μας απειλεί και σήμερα. Ενδεικτικά:
1) Και με τους φοροφυγάδες – και εναντίον της φοροδιαφυγής. (Όχι μάλιστα εναντίον κάθε φοροδιαφυγής, αλλά -κατά τον κ. Παπαδημούλη- μόνον αν αυτή είναι «προκλητική» και «τύπου ‘Υδρας»!!!! ).
2) Και έξοδο από την Ευρώπη με πτώχευση της χώρας – και με την Ευρώπη.
3) Η δραματικότερη όμως έκφανση του ανορθολογισμού, είναι η εξής: Ακόμη και η επιβίωση της χώρας, αντιμετωπίζεται με όρους αγνωστικισμού και δεισιδαιμονίας, με συνέπεια να επαφίεται αποκλειστικά στο θεό. Και επειδή έτσι ελπίζουν μόνο στον ουρανό, αδιαφορούν αν θα βρεθούν χρήματα στη γη, προκειμένου να μην πτωχεύσουμε.
«Ανορθολογική» σχέση με το θεό
Αλλά και η σχέση με το θεό, πάλι ανορθολογικά αντιμετωπίζεται. Διότι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στη δύναμή του, ενώ «στατιστικά» διαψεύδονται. Και αυτό γιατί δεν έχουν να μας υποδείξουν ούτε μία κοινωνία που σώθηκε από το θεό, ενώ συμπεριφέρθηκε με τον τρόπο που αυτοί προτείνουν. Προφανώς θέτει και ο θεός τις προδιαγραφές του!
Και επειδή κάτι υποψιάζονται επ’ αυτού, στα δύσκολα αλλάζουν θεό. Ήτοι, παρακάμπτουν το «γενικό θεό» και επινοούν έναν δεύτερο, ρουσφετολόγο «εθνικό θεό», που επιδίδεται σε εθνικά ρουσφέτια, τον οποίο ονομάζουν «θεό της Ελλάδας». Ενώ, όπως και ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξηγούσε κάποτε στην ελληνική Βουλή, δεν υπάρχει «θεός της Ελλάδας». Και αν υπάρχει τέτοιος, αυτός είναι η σοβαρότητα, έλεγε.
Ξεχνούν όμως και το χειρότερο. Ότι δεν υπάρχει ελπίδα να σωθούμε από το θεό (οποιασδήποτε εκδοχής, «γενικό» ή «εθνικό») και για έναν παραπάνω λόγο. Γιατί αυτός μας μισεί. Το είπε και ο ποιητής άλλωστε: «…Φταίει ο θεός που μας μισεί». Και οι ποιητές έχουν πάντα δίκιο.