Τον τελευταίο μήνα περισσότερο συζητήθηκε η προεκλογική ατμόσφαιρα παρά οι κομματικές εκστρατείες και οι προβλέψεις. Ερωτήματα και εικασίες πύκνωναν όσο το αποτέλεσμα φαινόταν να κλειδώνει. Ήταν βαρετή η προεκλογική περίοδος; Ήταν τόσο ήσυχες οι εκλογές σε σχέση με το απώτερο παρελθόν της Μεταπολίτευσης και το πρόσφατο της οικονομικής κρίσης;Και αν ναι, γιατί; Γιατί προκαταβλήθηκε η ένταση τούς μήνες των υποκλοπών και των Τεμπών και «επανήλθε η ησυχία» όταν έγινε φανερό ότι δεν θα άλλαζαν οι παγιωμένοι κομματικοί συσχετισμοί; Ή μήπως, είμαστε πιο ώριμοι μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις;Βέβαια, για να είμαστε ακριβέστεροι, ο πολιτικός λόγος των περισσότερων πολιτευτών, ιδίως της αξιωματικήςαντιπολίτευσης, μόνο ήρεμος και χαμηλότονος δεν ήτανκαθώς περιέγραφαν την Ελλάδα σαν κοινωνική και πολιτική κόλαση. Λίγοι από αυτούς κατανόησαν το χάσμα που χώριζε την προπαγανδιστική βιαιότητα από τις διαθέσεις της κοινωνίας, και ακόμα λιγότεροι μετρίασαν την άσφαιρη υπερβολή.
Η πιο επιγραμματική διάγνωση της προεκλογικής ατμόσφαιρας ήταν «κανονικές εκλογές σε μια κανονική χώρα». Επικέντρωνε στην «κανονικότητα», λέξη που διέτρεξε τον δημόσιο λόγο χιλιάδες φορές μετά τις εκλογές του 2019, και αργότερα στη διάρκεια της πανδημίας. Η κανονικότητα ως ανάγκη, ως επιθυμία, ως επιδίωξη, τόσο στην καθημερινή κοινωνική ζωή, όσο και στην πολιτική - για τη μεγάλη πλειονότητα εννοείται, σε αντίθεση με όσους και όσες έκριναν ότι «η κανονικότητα δεν μας ευνοεί».
Κανονικές εκλογές σε κανονική χώρα λοιπόν; Σε κανονική χώρα, σίγουρα.Την περασμένη δεκαετία, στη διάρκεια της χρεοκοπίας και των μνημονίων, αμφισβητήθηκε σφόδρα η «κανονικότητα» της χώρας. Έλληνες και ξένοι έδειχναν την Ελλάδα σαν εξαίρεση μέσα στην Ευρώπη. Αυτός ο ελληνικός «εξαιρετισμός» έγινε επανειλημμένα ερμηνευτικό κλειδί της κατάστασής μας. Πολλοί μάλιστα και ισχυροίδιεθνείς παράγοντες, τον επικαλέστηκαν ως επαρκή λόγο για να ωθηθούμε στο Grexit. Η αντίληψη αυτή πατούσε πάνω σε μια εγχώρια επιστημονική, θεωρητική και ιστορική ερμηνευτική παράδοση που τόνιζε την υπανάπτυξη, την εξάρτηση και την καθυστέρηση του ελληνικού Κράτους, παράλληλα με τις έντονες επιδράσεις της «ανατολής». Όχι τυχαία όμως, την ίδια περίοδο, αναμορφώθηκαν, εμπλουτίστηκαν και επικράτησαν τα αντίθετα ερμηνευτικά σχήματα που τόνιζαν τον νεωτερικό χαρακτήρα της χώρας, τη σημαντική κοινοβουλευτική της παράδοση και την εκ γενετής σχέση της ελληνικότητας με την ευρωπαϊκότητα. Η νεώτερη Ελλάδα με όλες τις ιδιαιτερότητές της, εντασσόταν στην κοίτη της Ευρωπαϊκής ιστορικής διαδρομής. Δεν επρόκειτο για μια διανοουμενίστικη επιστημονική προσέγγιση. Αντιθέτως, επικοινωνούσε με την αυτοσυνείδηση της κοινωνικής πλειονότητας και το κυρίαρχο κοινωνικό βίωμα της εποχής. Πώς αλλιώς θα εξηγήσουμε ότι «μείναμε Ευρώπη» παρά τις ακραίες αντιδράσεις, και παρά τη ραγδαία επιδείνωση των εισοδημάτων και των κοινωνικών συνθηκών που υπέστη η χώρα στη διάρκεια της κρίσης; Κοντολογίς, η περασμένη δεκαετία της δραματικής κρίσης έβαλε ουσιαστικά τέλος στις συζητήσεις περί ενός υποτιθέμενου ελληνικού «εξαιρετισμού». Η επανάληψη του ερωτήματος αν είναι η Ελλάδα χώρα κανονική ή όχι, αποτελεί αναπαραγωγή ενός στερεότυπου. Στην πραγματικότητα η χώρα συνειδησιακά πέρασε από το ανήκουμε στην Ευρώπη στο είμαστε Ευρώπη.
Κανονική λοιπόν η χώρα. Είναι όμως και οι αυριανές εκλογές «κανονικές»;Και ναι και όχι. Ναι γιατί δεν έχουν εκείνο τον «υπαρξιακό» για τη χώρα χαρακτήρα των εκλογών του 2012 και 2015. Με λιγότερο ψυχολογικούς όρους, δεν είναι αυτό που οι αγγλοσάξονες ονομάζουνcriticalelections κατά τις οποίες αποδομείται το προηγούμενο κομματικό σύστημα και αναδύεται ένα νέο. Τέτοιος ήταν ο «εκλογικός σεισμός» των διπλών εκλογών του Μαίου και του Ιουνίου του 2012, όπου οι πρώτες γκρέμισαν τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό και οι επόμενες δρομολόγησαν μια νέα κομματική δομή και δυναμική: νέα κόμματα, νέες πολιτικές ταυτότητες, νέες αναπάντεχες συνεργασίες, μέγα πολιτικό πάθος, έντονη πολιτικοποίηση – όλα χαρακτηριστικά μιας εκλογικής τομής που καθιερώνει νέες πολιτικές, ιδεολογικές και αξιακές διαχωριστικές γραμμές. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι παρά τη δραματικότητά τους, οι εκλογές του 2012 και 2015 διεξήχθησαν με πλήρη σεβασμό των θεσμικών διαδικασιών, με εξαίρεση την απαράδεκτη διατύπωση του ερωτήματος του δημοψηφίσματος του 2015 - χωρίς όμως αυτό να προσδιορίσει το αποτέλεσμα. Η εκλογική ομαλότητα μέσα στην πολιτικοκοινωνική καταιγίδα, ήταν απόδειξη της σταθερότητας και της ωριμότητας της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, σε πείσμα του πιο ηλίθιου συνθήματος της εποχής των αγανακτισμένων «η χούντα δεν τέλειωσε το ‘73».
Σε τι τότε δεν είναι «κανονικές» οι αυριανές εκλογές; Στο ότι θα αποτυπώσουν ένα κομματικό σύστημα ανολοκλήρωτο και έναν πολιτικό λόγο που σε μεγάλο βαθμό έχει μείνει δέσμιος των προβληματισμών και των φαντασμάτων της περιόδου της χρεοκοπίας. Στο περίφημο ντιμπέιτ των έξι αρχηγών, ο ένας (ΚΚΕ) αυτοτοποθετείται ευθαρσώς εκτός της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, άλλοι δύο (Βαρουφάκης, Βελόπουλος) επεξεργάζονται καλού-κακού νέα εθνικά νομίσματα, ενώ ένα υπολογίσιμο στελεχικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ αναζητά νέους αντικαπιταλιστικούς δρόμους με δραχμή Φαρσάλων, μνα Χίου ή άλλα «τοπικά νομίσματα». Δεν είναι έτσι περίεργο ότι αν εμπιστευτούμε τις δημοσκοπήσεις, και προσωπικά τις εμπιστεύομαι, το κομματικό τοπίο που προέκυψε από τις νέες διαχωριστικές γραμμές του 2012-2015, δεν έχει εξελιχθεί ώστε να ανταποκρίνεται στη στοιχειώδη προϋπόθεση ενός ολοκληρωμένου κομματικού συστήματος. Δηλαδή, να προσφέρει εναλλακτικές και ανταγωνιστικές επιλογές διακυβέρνησης του τόπου. Ο νέος δικομματισμός που διαφάνηκε στις εκλογές του 2019 έμεινε δομικά άνισος υπέρ της ΝΔ. Η απλή αναλογική έκανε ακόμα πιο εμφανές το ζήτημα. Αντί να ωθήσει σε συνεργασίες προκάλεσε «πόλεμο όλων εναντίον όλων», με βασικό θύμα τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος παρασύρθηκε στη δίνη των αλλεπάλληλων προτάσεων συνεργασίας, που καίγονται πριν σχεδόν διατυπωθούν.
Τελικά, οι δημοσκοπήσεις και η προεκλογική ατμόσφαιρα αποτύπωσαν αυτή τη νέα κομματική συνθήκη που προέκυψε από τον βαθμό επιτυχίας ή αποτυχίας των τριών βασικών κομμάτων να ανανεώσουν τον εαυτό τους μετά την οδυνηρή εμπειρία της χρεοκοπίας. Η ΝΔ κινήθηκε εγκαίρως, ήδη από το 2016, όταν η επικράτηση του φιλελεύθερου Κυριάκου Μητσοτάκη δρομολόγησε μια πολυσυλλεκτική διεύρυνση της παράταξης πέρα από τον δεξιό χώρο, ικανής να εκφράσει μεγάλο μέρος της φιλοευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επίσης αναζήτησε νέους δρόμους, υπεράσπισε την αυτονομία του, προσπάθησε να συνθέσει διαφορετικές τάσεις του κεντρώου και κεντροαριστερού χώρου, κατέληξε σε μια ριζική ανανέωση γενιάς στην ηγεσία, η οποία τώρα θα δείξει πόση ανταπόκριση βρήκε στο εκλογικό σώμα. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ με ευθύνη προφανώς του αδιαμφισβήτητου αρχηγού του Α.Τσίπρα, αντί να κινηθεί μπροστά, γύρισε πίσω, σε μια αδιανόητη για ευρωπαϊκό κόμμα εξουσίας αντιπολίτευση, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς προσανατολισμό. Σαν να οργάνωνε τους νέους αγανακτισμένους σε μια εικονική δυστοπική πραγματικότητα που μόνο οι φανατικοί οπαδοί του έβλεπαν.
Για αυτό οι αυριανές εκλογές ίσως αφορούν λιγότερο το ποια κυβέρνηση και περισσότερο το ποια αντιπολίτευση. Ή σε τελική ανάλυση, αν θα υπάρξουν οι προοπτικές να διαμορφωθεί ένα πιο ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό κομματικό σύστημα για το καλό της Ελλάδας στη νέα εποχή.
Πηγή: www.tanea.gr