Ο θάνατος του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, περίπου ταυτόχρονα με τον Ζακ Ντελόρ, πυροδότησαν ένα έντονο διάλογο γύρω από την κατεύθυνση της Ευρώπης στο πρόσφατο παρελθόν και στο μέλλον καθώς και τη συμβολή των δύο αυτών σημαντικών προσωπικοτήτων στη διαμόρφωση της σημερινής ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Η συζήτηση αυτή επανέφερε στο προσκήνιο πτυχές του «ελληνικού δράματος» επικεντρωμένες στις πιθανότητες να οδηγηθούμε σε Grexit, που περίπου όλοι συμφωνούν – ακόμα και ο Αλ.Τσίπρας, όχι όμως ο Γ. Βαρουφάκης - ότι θα ήταν καταστροφικό για τη χώρα μας. Επισημάνθηκε μάλιστα το παράδοξο ότι στις συζητήσεις στο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών (ECOFIN) της Ευρωζώνης τα αντιμαχόμενα μέρη, Γερμανία και Ελλάδα, είχαν διαιρεθεί οριζόντια, με τους αρχηγούς των κυβερνήσεων, Άγκελα Μέρκελ και Αλ. Τσίπρα, να τάσσονται υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ, και τους Υπουργούς Οικονομικών να γλυκοκοιτάζουν, για διαφορετικούς λόγους, την έξοδο!
Αρχή της συζήτησης πρέπει να είναι η αναγνώριση της πραγματικότητας: Η διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους υπήρξε μια οικονομική, κοινωνική και παρ’ ολίγον πολιτική – αν κατέληγε στο GREXIT – τραγωδία. Οι ευθύνες μοιράζονται ανάμεσα, από τη μια πλευρά, στις υπαγορευμένες από τη γερμανο-κρατούμενη Ευρώπη και το ΔΝΤ ακραίες πολιτικές λιτότητας και, από την άλλη πλευρά, στις ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου γιατί δεν αντιστάθηκαν στις ακραίες πολιτικές λιτότητας - αντιπροτείνοντας εναλλακτικές ή συμπληρωματικές πολιτικές για την αντιστάθμιση των υφεσιακών επιπτώσεων– χωρίς να καταφέρουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις εξορθολογισμού και εξυγίανσης της οικονομίας που απέρρεαν από τις περιστάσεις (με εξαίρεση την κυβέρνηση Α. Σαμαρά -Β. Βενιζέλου που έκανε προσπάθειες, αλλά προσέκρουσε στην προδιαγραφόμενη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015).
Επιχειρείται, τώρα, μάλλον ασυντόνιστα, μετάθεση, συγχώνευση ή συσκότιση ευθυνών, με αποτέλεσμα μια σύγχυση και προϊούσα αδυναμία εξαγωγής συμπερασμάτων. Ήταν ο Σόιμπλε ο πολιτικός που θέλησε να μας ταπεινώσει, να μας φορτώσει με τα σπασμένα της ανικανότητας της Ευρώπης να αντιμετωπίσει την κρίση μας δημιουργώντας συνθήκες φτωχοποίησης και αναγκαστικής εξόδου από τη ζώνη του Ευρώ; Ή, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, η ισχυρή πολιτική παρουσία του επέτρεψε στην Ευρωζώνη να αντιμετωπίσει αποφασιστικά την ιστορική πρόκληση της οικονομικής κρίσης και πρωτίστως την ελληνική κρίση;
Τρία αντικειμενικά στοιχεία περιγράφουν τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους:
- Το αποτέλεσμα των ακραίων πολιτικών λιτότητας ήταν αρνητικό. Μια μεγάλη αλήθεια της οικονομικής επιστήμης, που φάνηκε να αγνοούν οι εισηγητές των νεοφιλελεύθερων συνταγών, είναι ότι η εφαρμογή κανόνων πολιτικής «στα τυφλά», δηλαδή χωρίς να προσμετρώνται οι αρνητικές παρενέργειες και να λαμβάνονται αντισταθμιστικά μέτρα ελάφρυνσης των επιπτώσεων, είναι αναποτελεσματική– πέρα από τις αδικίες που προκαλούνται. Οι παρενέργειες εκδικούνται ενεργοποιώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις που αντιστρατεύονται τον επιδιωκόμενο στόχο. Οι πολιτικές τύπου Σόιμπλε δεν πέτυχαν τον επιδιωκόμενο στόχο, τη μείωση του χρέους: Υπερ-φορολόγηση και αιματηρές περικοπές κοινωνικών δαπανών μείωσαν τόσο πολύ τα εισοδήματα στην Ελλάδα στην περίοδο των Μνημονίων που, τελικά, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αντί να μειωθεί, αυξήθηκε!
- Για το φιάσκο, κύρια ευθύνη φέρει η Γερμανία και οι εμμονές του Σόιμπλε, που συνδέονται με την εκφρασμένη από το 1994 θέση του, σε Έκθεση που από κοινού είχε συντάξει με τον χριστιανοδημοκράτη βουλευτή Καρλ Λάμερς, στην οποία εισηγείτο τη δημιουργία ενός μικρού πυρήνα χωρών, χωρίς τις χώρες του Νότου – αρχικά εξαιρούσαν και την Ιταλία(!) -που δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στα γερμανικά πρότυπα δημοσιονομικής ορθοδοξίας. Ο Σόιμπλε δεν απέκλινε ποτέ από αυτό το σχέδιο, παρά την αντίθετη άποψη της καγκελαρίου Μέρκελ, που ήταν σταθερά προσηλωμένη, για πολιτικούς λόγους, στη διαφύλαξη της ενότητας της Ευρωζώνης. Θεωρούσε μάλιστα, ο Σόιμπλε, ότι η χώρα μας θα μπορούσε να αποτελέσει το πεδίο εφαρμογής ενός νέου οράματος για την Ευρώπη. Η φτωχοποίηση της Ελλάδας που προκλήθηκε από την ακραία λιτότητα θα μπορούσε κατά τη γνώμη του να οδηγήσει, δημιουργώντας συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής ρήξης στο εσωτερικό της χώρας μας, στο Grexit.
- Τελικά, με τη συνδρομή της Γαλλίας, εξασφαλίστηκε η παραμονή της Ελλάδας στο Ευρώ και προκρίθηκε η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, με την οποία βέβαια συντάχθηκε, εκών-άκων, ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών. Η στήριξή του ήταν αυτονόητη.
Ο Σόιμπλε μπορεί να ήταν «ευρωπαϊστής», αλλά το δικό του ευρωπαϊκό όραμα ήταν διαμετρικά αντίθετο από το όραμα του Ζακ Ντελόρ. Κυρίως, γιατί δεν περιλάμβανε την έννοια της αλληλεγγύης. Ο Ντελόρ πίστευε σε μια Ευρώπη με ανταγωνισμό ως κινητήρια δύναμη για την οικονομική πρόοδο, αλληλεγγύη για τη δίκαιη διανομή του εισοδήματος και των κοινωνικών δικαιωμάτων και πολιτική ισορροπία μέσα από τη σύγκλιση των επιπέδων ευημερίας ανάμεσα στις περιοχές και τις χώρες. Με το έργο του προώθησε αποτελεσματικά και τους τρεις στόχους. Με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης δημιούργησε τις βάσεις για την οικονομική σύγκλιση. Με την Ενιαία Πράξη άνοιξε και ενοποίησε τις ευρωπαϊκές αγορές εξασφαλίζοντας συνθήκες ανταγωνισμού και ανόδου της παραγωγικότητας και τέλος, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ - που δεν τον ενθουσίαζε λόγω υπερβολικών παραχωρήσεων προς τη Γερμανία - προετοίμασε τη νομισματική ενοποίηση, που είναι θεμέλιο της οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης.
Ο Ντελόρ είχε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την Ευρώπη. Ο Σόιμπλε είχε πιο περιορισμένες φιλοδοξίες. Βασισμένος στο γερμανικό δόγμα του ordoliberalism, έδινε έμφαση στην αυστηρή εφαρμογή όρων ανταγωνισμού στην οικονομία και στην προσήλωση στις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές ισορροπίες, ενώ αντίθετα άφηνε μικρό χώρο για κοινωνικές πολιτικές και πολιτικές γεωγραφικής εξισορρόπησης των επιπέδων ευημερίας. Γι’ αυτό ήταν αντίθετος σε στρατηγικές αντιστάθμισης των αρνητικών συνεπειών της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής.
Ευτυχώς, οι ιδέες του δεν επικράτησαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η χώρα μας διασώθηκε από μια εξαιρετικά επικίνδυνη περιπέτεια παραμένοντας στο Ευρώ. Και η Ευρώπη παρέμεινε σε μια τροχιά οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής φιλικής προς τα συμφέροντα των αδύναμων κοινωνικών ομάδων και των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών. Φαίνεται ήδη ότι η ιστορική ετυμηγορία κλίνει σαφώς στην πλευρά εκείνων που αγωνίζονται για περισσότερη αλληλεγγύη. Δεν αφήνει περιθώρια «εξισορρόπησης» ευθυνών.