Το δεύτερο μέσα σε δύο ημέρες βέτο του Βίκτορ Όρμπαν, αλλά ακόμη περισσότερο το ότι «πέρασε το δικό του» και τις δύο φορές, αναζωπυρώνουν τον προβληματισμό και τις συζητήσεις στην ΕΕ για το θέμα της λήψης αποφάσεων με ομοφωνία. Με το πρώτο βέτο του ο ‘Ορμπαν πέτυχε την εξαίρεση της χώρας του από το εμπάργκο ρωσικού πετρελαίου ενώ με το δεύτερο απαίτησε – και πήρε – την εξαίρεση του πατριάρχη Μόσχας Κύριλλου από τη μαύρη λίστα των προσώπων που υπόκεινται σε κυρώσεις. Όσο και αν το δεύτερο βέτο αφορούσε ένα θέμα ήσσονος σημασίας σε σχέση με το πρώτο, ο συμβολισμός παραμένει εξ ίσου ισχυρός. Πέρα όμως από τα θέματα αυτά καθ’εαυτά, η υποχώρηση των ευρωπαίων στις τελευταίες απαιτήσεις του αναγορεύει τον Ούγγρο πρωθυπουργό σε ένα είδος «ήρωα» του αντισυστημισμού –και του λαϊκισμού και αυταρχισμού θα προσθέταμε – όχι μόνο στη χώρα του αλλά και σε όλη στην Ευρώπη. Και αυτό μεσοπρόθεσμα ίσως αποδειχθεί πολύ σοβαρότερο από τις όποιες άμεσες συνέπειες των πρόσφατων υποχωρήσεων της ΕΕ, ιδιαίτερα μάλιστα αν ιδωθεί μαζί με τη στάση της Ουγγαρίας σε ζητήματα σεβασμού των αρχών του κράτους δικαίου, με την ταλαιπωρία στην οποία υπέβαλε η χώρα αυτή την ΕΕ –μαζί με την Πολωνία – μέχρι να εγκριθεί το 2020 ο πολυετής προϋπολογισμός της Ένωσης, με τη στάση της στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, με τη φιλορωσική στάση σε ό,τι αφορά την εισβολή στην Ουκρανία.
Η εύκολη απάντηση που έρχεται στα χείλη όσων αγανακτούν ενώπιον αυτών των κατ’ επανάληψη εκβιαστικών – και δυστυχώς επιτυχών - τακτικών είναι να καταργηθεί η ομοφωνία. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο σύνθετη. Αν, κατ’ αρχάς, θελήσουμε να εξετάσουμε κατάργηση της ομοφωνίας – ή, έστω, δραστική μείωση των τομέων στους οποίους αυτή απαιτείται - στο πλαίσιο της ισχύουσας Συνθήκης της ΕΕ, θα διαπιστώσουμε ότι η απόφαση αυτή πρέπει να ληφθεί ομόφωνα. Και αν υπάρχουν κάποιοι τομείς που, με την ανάλογη πίεση, ίσως να επιτυγχανόταν αυτό, υπάρχουν άλλοι τομείς για τους οποίους μια τέτοια απόφαση δείχνει, υπό τις παρούσες συνθήκες, αδιανόητη.
Μένει λοιπόν η αναθεώρηση της Συνθήκης, όπως άλλωστε διαπρύσια διακηρύσσουν Μακρόν και Ντράγκι – αναγκάζοντας τον διστακτικό Γερμανό καγκελάριο και την επίσης διστακτική πρόεδρο της Επιτροπής να τους ακολουθήσουν. Αυτό εξ άλλου διδάσκει και η Ιστορία. Και τις δύο φορές που αποφασίστηκε μείωση των τομέων στους οποίους η λήψη αποφάσεων απαιτεί ομοφωνία, αυτό δεν ήταν αντικείμενο μιας μεμονωμένης απόφασης αλλά έγινε στο πλαίσιο σημαντικών αναθεωρήσεων της Συνθήκης (με την Ενιαία Πράξη την πρώτη φορά και με τη Συνθήκη της Λισαβόνας τη δεύτερη). Αυτό πρέπει να γίνει και τώρα. Η μείωση, ή και κατάργηση, των τομέων όπου απαιτείται ομοφωνία πρέπει να είναι προϊόν μιας περαιτέρω εμβάθυνσης στην ενοποιητική διαδικασία, που θα εκφρασθεί μέσω μιας ανάλογης αναθεώρησης της Συνθήκης.
Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν είναι α λα καρτ, αλλά μενού το οποίο περιλαμβάνει μεν την κατάργηση –ή περαιτέρω μείωση της ομοφωνίας - αλλά προϋποθέτει και άλλες δομικές και καταστατικές μεταβολές που θα οδηγήσουν σε μια πολύ πιο προωθημένη, σε σχέση με σήμερα, Ένωση. «Ρεαλιστικό φεντεραλισμό» αποκάλεσε τη διαδικασία αυτή ο Μάριο Ντράγκι. Όταν η ΕΕ πάρει αυτή τη μορφή, τότε εκ των πραγμάτων δεν θα υπάρχει ανάγκη διατήρησης της αρχής της ομοφωνίας με την παρούσα της μορφή και θα έχουν πρακτικά εκλείψει οι περισσότεροι από τους λόγους εφαρμογής της. Το βέβαιον πάντως είναι ότι η πρόοδος της ευρωπαϊκής ενοποίησης και το παρόν καθεστώς λήψης αποφάσεων είναι καταστάσεις μη συμβατές μεταξύ τους.
Τα διαδοχικά βέτο του Ούγγρου πρωθυπουργού και οι κατ’ ανάγκην υποχωρήσεις της ΕΕ φαίνεται ότι έχουν φέρει την κατάσταση στο απροχώρητο και όλα δείχνουν ότι οι εξελίξεις σε ό,τι αφορά την ομοφωνία και τη γενικότερη αναθεώρηση της Συνθήκης θα επιταχυνθούν. Άθελά του ο Βίκτορ Όρμπαν κάνει ένα μεγάλο δώρο στην υπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα βέτο του, που σύμφωνα με το Politico «μετατρέπoνται σε όπλο στην φαρέτρα εκείνων που θέτουν, πρώτη φορά και με έμφαση, την ανάγκη αναθεώρησης των Ευρωπαϊκών Συνθηκών και την κατάργηση του κανόνα της ομοφωνίας» θα αποδειχθούν τελικώς χρήσιμα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, όπως χρήσιμες έχουν φανεί πολλές από τις κρίσεις που έχουν σημειωθεί στα εξήντα πέντε χρόνια ζωής της ΕΕ.
Πηγή: www.kathimerini.gr