…………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Εισήγηση στο συνέδριο «Μάθηση και Διδασκαλία – Σύγχρονες Προκλήσεις και Προοπτικές» που διοργάνωσε η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Θεσσαλονίκης, 19-6-2024
…………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Καινοτομία με αναστοχασμό
Τις δύο - τρεις τελευταίες δεκαετίες αναπτύσσονται πολλές δραστηριότητες και προγράμματα από εκπαιδευτικούς, είτε μεμονωμένα είτε μέσα σε ομάδες και ομίλους, οι οποίες επιδιώκουν την υλοποίηση καινοτόμων παιδαγωγικών και μαθησιακών δράσεων σε όλους τους τομείς της σχολικής ζωής. Οι περισσότερες από αυτές τις δράσεις είναι φωτεινές στιγμές που διατηρούν ζωντανή την ελπίδα μιας αλλαγής του σχολείου. Βέβαια δεν διαθέτουμε μια αξιόπιστη αξιολόγηση των παιδαγωγικών και μαθησιακών αποτελεσμάτων τους, κι έτσι δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε ποιο είναι το αποτύπωμά τους στην εκπαίδευση. Ένα στοιχείο που χρειάζεται να το αξιολογεί κανείς σε κάθε περίπτωση είναι η σύνδεσή τους με τα κύρια προβλήματα που συνιστούν τη κρίση του σχολείου. Κι αυτό είναι ένα σοβαρό ερωτηματικό για να χαρακτηρίσει κανείς μια παιδαγωγική δράση ως καινοτόμα. Γιατί καινοτομία δεν είναι μόνο να ασχοληθώ με καινούριες προτάσεις αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η προσπάθεια να βρω καινούριο τρόπο ή δρόμο για να απαντήσω σε προβλήματα που η μέχρι τώρα αντιμετώπιση δεν ήταν επιτυχής.
Ο αναστοχασμός, κατά συνέπεια, πάνω στα κρίσιμα προβλήματα του σχολείου είναι ένα αναγκαίο αφετηριακό σημείο κάθε απόπειρας καινοτομίας. Πολύ περισσότερο που όλα τα δεδομένα που διαθέτουμε μας υποχρεώνουν να σκεφτόμαστε σοβαρά ότι το ελληνικό σχολείο βρίσκεται τις τελευταίες δεκαετίες σε βαθιά κρίση. Εδώ χρειάζεται να τονίσω ότι το σχολείο είναι μια ενιαία οντότητα, κρίνοντας από τη σκοπιά του μαθητή που διατρέχει μέσα σ’ αυτό μια πορεία 14 χρόνων. Κάθε βαθμίδα έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αλλά δεν συνιστά ξεχωριστή παιδαγωγική οντότητα. Γι’ αυτό στη συζήτηση για την ποιότητα του σχολείου οφείλουμε να το βλέπουμε ενιαία, ως μια ενιαία οντότητα.
Η κρίση του σχολείου
Η κρίση στην οποία αναφέρομαι θα μπορούσε να προσδιοριστεί επιγραμματικά με τα παρακάτω (γνωστά σε όλους μας) βασικά χαρακτηριστικά:
α) Το σχολείο είναι απαξιωμένο στη συνείδηση της κοινωνίας και ιδιαίτερα των μαθητών, στους οποίους κυριαρχούν (ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) τα αρνητικά κίνητρα απέναντι στα μαθήματα, τη σημασία και την αναγκαιότητά τους. Και για όσους σκέφτονται ότι αυτό είναι μια ακραία και υπερβολική εκτίμηση, τους παραπέμπω στα αποτελέσματα της έρευνας του ίδιου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που δημοσιεύτηκε το 2008[1], τα οποία δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το θλιβερό αυτό συμπέρασμα.
β) Τα μαθησιακά επιτεύγματα που παράγει το σχολείο είναι ιδιαίτερα χαμηλά, όπως προκύπτει από αλλεπάλληλες διεθνείς συγκριτικές αξιολογήσεις, για τις οποίες αρχίζει επιτέλους να γίνεται κάποια συζήτηση στον τόπο μας. Κι αυτό φαίνεται να σχετίζεται τόσο με τα κίνητρα των μαθητών, όσο και με τη παιδαγωγική πρακτική και διδακτική μεθοδολογία που ακολουθείται. Οι μαθητές μας δεν μαθαίνουν.
γ) Το σχολείο (δηλαδή η πλειονότητα των εκπαιδευτικών) δεν φαίνεται ακόμα να αναγνωρίζει και να μπορεί να διαχειριστεί τα φαινόμενα της βίας που εκδηλώνονται μέσα στις σχέσεις των μαθητών του αλλά και μέσα στη σχολική ζωή γενικότερα, φαινόμενα που εντείνονται σε πλήθος και οξύτητα.
Αυτά είναι τρία στοιχεία που προκύπτουν από την εκτίμηση του έργου του σχολείου στους μαθητές. Γιατί σ’ αυτούς απευθύνεται το έργο του σχολείου και άρα από αυτούς πρέπει να ξεκινά η αξιολόγηση της ποιότητας της δουλειάς του.
Σ’ αυτά τα στοιχεία οφείλω να προσθέσω ακόμα ένα. Εδώ και 40 χρόνια απουσιάζει ένας παιδαγωγικός προσανατολισμός που να απαντά στις σύγχρονες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, από τον οποίο να απορρέουν αντίστοιχοι παιδαγωγικοί στόχοι που να διατρέχουν οργανωμένα και συστηματικά τη σχολική ζωή από το νηπιαγωγείο μέχρι το λύκειο. Αντίθετα το πρόγραμμα και οι στόχοι του σχολείου δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και σχολείο
Ένας σύγχρονος παιδαγωγικός προσανατολισμός προϋποθέτει αναγνώριση και ερμηνεία των σημαντικότερων χαρακτηριστικών της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Στην εποχή μας έχει ήδη υπάρξει πλήθος κοινωνιολογικών και ανθρωπολογικών μελετών που αποτυπώνουν μέσα από πολλά επιμέρους και γενικότερα στοιχεία την πορεία και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, η οποία άλλωστε πορεύεται παράλληλα με τις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτή η μελέτη, όπως δηλώνουν και οι ίδιοι οι ερευνητές, δεν μπορεί ακόμα να θεωρηθεί ολοκληρωμένη και κατασταλαγμένη, μιας και διανύουμε μια μεταβατική κοινωνικά και γεωπολιτικά περίοδο με οξύτατα διεθνή και εσωτερικά προβλήματα και αναταράξεις. Ωστόσο μπορούμε να εντοπίσουμε τρία βασικά στοιχεία τα οποία φαίνεται να σφραγίζουν αυτή την πορεία. Τα στοιχεία αυτά έχουν την αφετηρία τους στην μεγάλη κοινωνική έκρηξη του Μάη του ’68, που εκδηλώθηκε σε πολλές χώρες της Δυτ. Ευρώπης και στη Β. Αμερική, και στην οποία συμμετείχαν εκατομμύρια πολίτες όλων των ηλικιών και επαγγελμάτων, ιδίως όμως νέοι.
α) Αμφισβήτηση των (τότε) κυρίαρχων κοινωνικών και ηθικών αξιών, η οποία οδήγησε και σε σοβαρή αμφισβήτηση των πολιτικών και πολιτειακών θεσμών στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, της Β. Αμερικής και στη συνέχεια και στη χώρα μας. Η αντίδραση ξεκίνησε ως κριτική στα δημοκρατικά ελλείμματα της λειτουργίας του κράτους και της κυρίαρχης κουλτούρας μέσα στην κοινωνία, για να οδηγηθεί σε βαθιά αμφισβήτηση των θεσμών και της αξιοπιστίας τους.
β) Το αίτημα για προσωπική ελευθερία, το οποίο καλύπτει βασικές πτυχές της ύπαρξης του σύγχρονου ανθρώπου, όπως ο αυτοπροσδιορισμός, η ανάγκη να έχει νόημα για τον άνθρωπο η ζωή και το επάγγελμα που κάνει, η απαίτηση να ορίζει ο ίδιος ο πολίτης τη ζωή του σύμφωνα με τις δικές του επιλογές, η αυτοπραγμάτωση, η απελευθέρωση από υποκριτικές και ψευδεπίγραφες ηθικές επιταγές. Με δυο λόγια, για πρώτη φορά στην κοινωνική ιστορία αναδείχθηκε σε μαζικό επίπεδο ο πολίτης ως πρόσωπο, ως κοινωνικό και πολιτικό ον που βούλεται, επιλέγει, αποφασίζει και δρα σύμφωνα με τις δικές του επεξεργασίες και προτεραιότητες. Αυτό το στοιχείο ήρθε για να μείνει και απαιτείται να είναι αφετηριακό σημείο του όποιου κοινωνικού και εκπαιδευτικού προβληματισμού μας.
γ) Η ανάδειξη του πολίτη στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο ανέδειξε και την πραγματικότητα των χαρακτηριστικών του, τα οποία προσδιορίζονται από την κουλτούρα του και τις αδυναμίες του να επεξεργάζεται και να επιλύει προσωπικά, συλλογικά και κοινωνικά προβλήματα. Και εδώ άνοιξε το «κουτί της Πανδώρας». Κυριαρχεί η κουλτούρα της βίας και του ανταγωνισμού, του εγωκεντρισμού, της εξουσιαστικής λογικής στις ανθρώπινες σχέσεις, της σύγκρουσης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Κυριαρχεί το «εγώ» του ατόμου και της ομάδας έναντι του «εμείς» της συλλογικής λειτουργίας και της κοινωνικής συνοχής.
Αυτά τα τρία στοιχεία μπορεί κανείς να τα διακρίνει σε όλη τη τελευταία πεντηκονταετία μέσα από την εξέλιξή τους, η οποία επιταχύνεται με τη βοήθεια της ταχύτατης ανάπτυξης της διαδικτυακής επικοινωνίας. Και φαίνεται ότι θα καθορίζουν για πολύ ακόμα την κοινωνική πραγματικότητα τόσο της δικής μας κοινωνίας όσο και των άλλων δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών. Αυτή η πορεία ανοίγει δυνατότητες αλλά και κρύβει σοβαρούς κινδύνους και προοιωνίζει συμφορές. Είναι άμεση ανάγκη να αναπροσαρμόσουμε τη στάση μας, όλοι, κρατική και κυβερνητική εξουσία, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, και πάνω απ’ όλα η εκπαίδευση.
Προσωπική ελευθερία, ευθύνη και ικανότητα διαχείρισής της
Η προσωπική ελευθερία, αδιαπραγμάτευτο συστατικό στη σύγχρονη δική μας κοινωνία, συγκρούεται με τα άλλα δύο στοιχεία και κυρίως με το τρίτο, το στοιχείο της κουλτούρας και της ικανότητας να συνυπάρξει αρμονικά το «εγώ» με το «εμείς», να επιλύουμε προβλήματα, διαφωνίες και συγκρούσεις ικανοποιώντας και τις δύο πλευρές. Γιατί ζούμε μέσα σε σχέσεις και η προσωπική ελευθερία του καθενός μπορεί να ικανοποιηθεί στο μέγιστο βαθμό μέσα στην ελευθερία του «εμείς», μέσα από την προσωπική ελευθερία του άλλου. Αυτό απαιτεί εκπαίδευση του νέου ανθρώπου σε όλους τους τομείς της ζωής του, εκπαίδευση που μόνο το σχολείο μπορεί να προσφέρει ουσιαστικά. Γιατί είναι η μόνη δομή, ο μόνος θεσμός που έχει στους κόλπους του τους νέους ανθρώπους συνεχώς από τα 4 μέχρι τα 18 χρόνια και έχει οργανωμένο και δομημένο παιδαγωγικό πρόγραμμα. Αυτή είναι η πρώτη και μέγιστη προτεραιότητα στη σημερινή εποχή, για να οδηγηθούμε σε μια καλύτερη κοινωνική σχέση και ζωή, για να μειώσουμε τις καταστροφές από τον εγωκεντρισμό και την εξουσιαστική αντίληψη. Αυτό είναι το διακύβευμα, αυτός είναι ο πιο σημαντικός παιδαγωγικός στόχος που καλείται το σχολείο να υπηρετήσει στη σημερινή εποχή: το πρόταγμα της προσωπικής ελευθερίας και η εκπαίδευση στην ευθύνη και στην ικανότητα της ατομικής και συλλογικής διαχείρισής της.
Στο σημείο αυτό είναι κατά τη γνώμη μου αναγκαία μια επισήμανση. Τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και περισσότερο λόγος για την εξέλιξη του σημερινού σχολείου στην κατεύθυνση του ψηφιακού σχολείου. Κι αυτό με την έννοια όχι απλά της χρήσης της ψηφιακής τεχνολογίας αλλά της έμφασης στην ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων στους μαθητές. Η καλλιέργεια ψηφιακών δεξιοτήτων, η εξοικείωση με την ψηφιακή τεχνολογία είναι αναμφίβολα μια σημαντική ανάγκη της εποχής μας και κατά τούτο οφείλει να είναι μια σημαντική διάσταση του σχολικού προγράμματος. Αλλά δεν μπορεί να αποτελεί τον βασικό παιδαγωγικό στόχο του σχολείου. Όπως υποστηρίζουν επίσης σημαντικοί ερευνητές της ψηφιακής τεχνολογίας, στη νέα αυτή εποχή, τον καθοριστικό ρόλο στη σχέση αυτής της τεχνολογίας με την πορεία της κοινωνίας θα παίξει ο άνθρωπος, όπως άλλωστε συνέβη σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν. Γι’ αυτό και πριν από την απόκτηση εξειδικευμένων ψηφιακών δεξιοτήτων είναι απολύτως αναγκαίο να αναπτυχθούν δεξιότητες που συγκροτούν την κουλτούρα, την ευθύνη και την ικανότητα του πολίτη.
Τι σημαίνει, όμως, πρακτικά αυτός ο παιδαγωγικός προσανατολισμός με το πρόταγμα της προσωπικής ελευθερίας και την εκπαίδευση στην ευθύνη και στην ικανότητα της ατομικής και συλλογικής διαχείρισής της;
• Σημαίνει, ότι η μαθησιακή διαδικασία έχει ως βασικό άξονα ο μαθητής να αναγνωρίζει την αναγκαιότητα να μάθει τη διδασκόμενη γνώση. Να αναγνωρίζει τη σχέση που έχει αυτός, οι άλλοι και η ζωή τους με τη διδασκόμενη γνώση. Κι αυτό αφορά κάθε μαθησιακό τομέα, την τέχνη, την επιστήμη, τη γλώσσα, τη φύση κλπ.
• Σημαίνει, να εμπλακεί ενεργά με τη διδασκόμενη γνώση μέσα από την ανάπτυξη δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων σε όλο το φάσμα των μαθησιακών και κοινωνικών καταστάσεων.
• Σημαίνει, να εκπαιδευτεί στην συλλογική επεξεργασία και συναινετική επίλυση των διαφωνιών και συγκρούσεων με τους συνομηλίκους του.
• Σημαίνει, να γνωρίσει την κοινωνία μέσα από τη σχέση του με άλλους ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες στον περίγυρό του, στον τόπο του, στη χώρα μας. Να προσφέρει και να του προσφέρουν. Να βιώσει ότι οι άλλοι δεν είναι κάτι αδιάφορο ή εχθρικό αλλά αναπόσπαστο μέρος της δικής του τωρινής και μελλοντικής ζωής.
• Σημαίνει, να γνωρίσει στην πράξη (και όχι με θεωρητική διδασκαλία ή κατήχηση) ότι η δημοκρατική σχέση και λειτουργία είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για την υποστήριξη της προσωπικής ελευθερίας.
• Σημαίνει, να βιώσει ότι όσο περισσότερο παίρνει την ευθύνη του εαυτού του, τόσο πιο ελεύθερος μπορεί να είναι.
• Σημαίνει, να επεξεργαστεί μέσα από όλα αυτά με επίγνωση και επιλογή την ταυτότητα του εαυτού του, το νόημα και τους στόχους της ζωής του.
Είναι σημαντικό να επισημάνω ότι σε όλους αυτούς τους τομείς έχουμε την εμπειρία από την υλοποίηση αντίστοιχων προγραμμάτων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Και η εμπειρία αυτή λέει ότι οι μαθητές είναι πολύ δεκτικοί σ’ αυτή την εκπαίδευση. Και όχι απλά δεκτικοί. Το βίωμα της δημοκρατίας στις σχέσεις τους, τους πείθει και τους ικανοποιεί. Ενισχύει την ομάδα, δυναμώνει το «μαζί». Το πρόταγμα της προσωπικής ελευθερίας ατομικά και συλλογικά και της ευθύνης για την υπεράσπισή της τους εμπνέει.
Ταυτόχρονα η ίδια εμπειρία αναδεικνύει τις δυσκολίες των εκπαιδευτικών να αλλάξουν και προσαρμοστούν σ’ αυτή την παιδαγωγική και διδακτική αντίληψη. Εδώ χρειάζεται να σχεδιαστεί ένας οδικός χάρτης που θα ξεκινά από αυτούς που είναι ήδη έτοιμοι να δεχθούν και να υλοποιήσουν αυτό το πρόταγμα και να προχωρά σε βάθος χρόνου, με σεβασμό στις αντιδράσεις και ανασφάλειες των εκπαιδευτικών, στην πειστική ανάδειξη της αξίας, του ρεαλισμού και της φωτεινής προοπτικής αυτής της αλλαγής.
[1] Η πανελλαδική έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου «για την αξιολόγηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του συστήματος πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» δημοσιεύτηκε το 2008. Παρ’ όλες τις ενστάσεις που κι εγώ έχω στη μεθοδολογία αυτής της έρευνας, αυτή περιέχει συγκλονιστικά δεδομένα τόσο από τους εκπαιδευτικούς, όσο και από τους ίδιους τους μαθητές. Παραθέτω ενδεικτικά μερικά: Τα δεδομένα από τους μαθητές προέρχονται μόνο από μαθητές λυκείου. Στο ερώτημα «πόσο ικανοποιούνται στο σχολείο τα ενδιαφέροντα των μαθητών» οι αρνητικές απαντήσεις των ίδιων των μαθητών ανά τάξη είναι: Α΄ Λυκείου 68,5%, Β΄ Λυκείου 74,3% και Γ΄ Λυκείου 87,2%. Σε παρόμοια ποσοστά κινούνται και οι απαντήσεις των εκπαιδευτικών του λυκείου. Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων στο ερώτημα «σε ποιο βαθμό οι μαθητές ενδιαφέρονται για το πρόγραμμα σπουδών» απαντούν αρνητικά σε υψηλά ποσοστά: στο δημοτικό 46,2%, στο γυμνάσιο 69,5%, στο γενικό λύκειο 74,3% και στην τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση 89,2%. Σε ανάλογο μήκος κύματος κινούνται και τα δεδομένα των άλλων σχετικών ερωτήσεων προς τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές.