Τουλάχιστον, σπάει το ταμπού. Η Ελληνική Αστυνομία παραδέχεται πλέον ότι στο βασίλειό της υπάρχει κάτι πολύ σάπιο: Ακροδεξιοί εγκληματίες με στολή επιδίδονται σε αδιανόητες πράξεις ρατσιστικής βίας. Μέχρι και έναν μήνα πριν, όταν ο Guardian δημοσίευσε συγκλονιστικές μαρτυρίες θυμάτων βασανιστηρίων από αστυνομικούς, η πολιτική και φυσική τους ηγεσία ακολουθούσαν τη δοκιμασμένη συνταγή της συγκάλυψης, προειδοποιώντας ακόμη και με μήνυση τη βρετανική εφημερίδα.
Η ατιμωρησία είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους για την διόγκωση του φαινομένου. Η εθνική παράδοση υπαγορεύει ότι οι καταγγελίες των παθόντων δεν λαμβάνονται υπόψιν, εκτός εάν υπάρχουν ντοκουμέντα που βγαίνουν στο φως προς κακή τύχη τύχη των δραστών (περίπτωση Ζαρντινιέρας) και τότε ακολουθείται η τακτική της αναγνώρισης ενός “μεμονωμένου περιστατικού”, για τη διαλεύκανση του οποίου γίνεται ΕΔΕ και μετά την ολοκλήρωσή της είτε δεν επιβάλλεται κύρωση είτε επιλέγεται η ηπιότερη δυνατή.
Στον σκοτεινό κόσμο της ελληνικής αστυνομίας με το βαρύ παρελθόν, πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση, επωαζόταν το αβγό του φιδιού. Οι υπουργοί Δημόσιας Τάξης/Προστασίας του Πολίτη, όπως ποτέ δεν ομολογούσαν δημόσια, αιφνιδιάζονταν διαπιστώνοντας το μέγεθος της έλλειψης δημοκρατικής παιδείας στα σώματα ασφάλειας. Οσοι κατάφεραν να υπάρξει επί των ημερών τους σχετικός έλεγχος το πέτυχαν με πολύ αυστηρές προειδοποιήσεις και διαρκή εγρήγορση. Αλλά κανείς δεν αντμετώπισε το θέμα επί της ουσίας, με το φόβο του πολιτικού κόστους, μιας λευκής απεργίας, μιας εσωτερικής ανταρσίας.
Οι εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ ενστόλων και Χρυσής Αυγής ήταν γνωστές πολύ πριν βγουν στους δρόμους τα τάγματα εφόδου και μπει στη Βουλή το κόμμα του Μιχαλολιάκου. Οσοι έχουν έστω και μικρή εμπειρία συμμετοχής σε διαδηλώσεις έχουν δει με τα μάτια τους το νήμα που συνδέει τους δύο χώρους. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος για τον οποίο οι Χρυσαυγίτες πάντα δρούσαν ανενόχλητοι και υπεράνω του νόμου.
Στις τελευταίες εκλογές τα αποτελέσματα σε συγκεκριμένα εκλογικά τμήματα όπου ψήφισαν μαζικά αστυνομικοί έδειξαν τη δύναμη της νεοναζιστικής ακροδεξιάς στον συγκεκριμένο επαγγελματικό χώρο. Οσο φούσκωνε η Χρυσή Αυγή, τόσο αποθρασσύνονταν οι κρανοφόροι-γκλομποκράτορες συνεργάτες της.
Δεν είναι οι περικοπές των μισθών ούτε το καταραμένο μνημόνιο. Είναι μια άγρια πραγματικότητα που προϋπήρχε και τώρα βγαίνει στην επιφάνεια, χωρίς μακιγιάζ, επειδή το ευνοούν οι οικονομικές, πολιτικές, συνθήκες. Ανεξαρτήτως ύψους αποδοχών, στους κόλπους της ελληνικής αστυνομίας έρρεε δηλητήριο. Στοχοποιώντας μετανάστες, αντιεξουσιαστές και ομάδες της αριστεράς, λειτουργούσαν με όρους και ψυχολογία συμμορίας. Οι κυβερνήσεις ήξεραν και έκρυβαν, η κοινωνία υποψιαζόταν αλλά δεν εξεγειρόταν, όσο ο κίνδυνος δεν έφτανε στην κοντινή αυλή υπήρχε απάθεια και ανοχή.
Και τώρα είμαστε εδώ. Τα περιστατικά αστυνομικής ρατσιστικής βίας είναι αλλεπάλληλα. Δέρνουν, βρίζουν, απειλούν, βασανίζουν, αντιγράφοντας μεθόδους Αμπού Γκράιμπ και Γκουαντάναμο. Οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι αντιλαμβάνονται πια ότι κάτι πρέπει να κάνουν.
Ασφαλώς, δεν είναι όλοι οι αστυνομικοί βασανιστές ή δυνάμει βασανιστές. Ωστόσο, εκτός από αυτούς που πρωταγωνιστούν με τη φυσική τους αυτουργία υπάρχουν και οι συνάδελφοί τους που γνωρίζουν και σιωπούν, που καταθέτουν υπέρ τους ως αυτόπτες μάρτυρες για να αποδομηθούν οι καταγγελίες των θυμάτων, που δεν αναλαμβάνουν και δεν υποστηρίζουν πρωτοβουλίες αυτοκάθαρσης, που αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια αυστηροποίησης του πειθαρχικού ελέγχου.
Και μια και είναι εξαιρετικά επίκαιρο το θέμα της αξιολόγησης στο Δημόσιο και η διαδικασία της διαθεσιμότητας: Κάτι σημαίνει ότι συνδικάτα και πολιτικά κόμματα δεν ζητούν επιτακτικά την έξοδο από την ελληνική αστυνομία όλων των υπαλλήλων που εμπλέκονται σε παράνομες πράξεις. Κάτι σημαίνει ότι τέτοιες υποθέσεις, ακόμη και όταν έρχονται στη δημοσιότητα (αυτή τη φορά από το Εθνος της Κυριακής), διερευνώνται με απελπιστικά αργούς ρυθμούς, διατυπώνονται προειδοποιήσεις για απόταξη και τελικά δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα. Είναι οι πρώτοι που πρέπει να χάσουν τη δυνατότητα να εγκληματούν αμειβόμενοι από το κράτος. Μια γρήγορη και αποτελεσματική έρευνα για την ταυτοποίηση των δραστών, που ασφαλώς είναι εφικτή, και η άμεση απόλυση είναι το ιδανικό παράδειγμα προσπάθειας εξυγίανσης του κράτους -ακόμη και ένας Μπαλασόπουλος δύσκολα θα μπορούσε να φωνάξει.
Στο ερώτημα αν ο βασανιστής γεννιέται ή γίνεται η επιστήμη έχει απαντήσει ότι γίνεται. Οτι σε συγκεκριμένες κοινωνικές, πολιτικές συνθήκες, ανάλογα με τις καταβολές και την παιδεία, είναι πολλοί και ανάμεσά μας όσοι μπορούν να παίξουν το ρόλο. Αρκεί να υπάρχει ισχυρός εντολέας και ένα σύστημα εξουσίας για να υπηρετήσουν, δηλαδή προστασία. Το σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης και η αίσθηση της παντοδυναμίας που φέρνει η ασυλία αρκούν για να βρεθούν κατάλληλοι να συντρίψουν συνανθρώπους τους, τους οποίους θεωρούν κατώτερους και αδύναμους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Η ιστορική εμπειρία προσφέρει πολλά παραδείγματα, η τέχνη έχει δώσει τις δικές της ερμηνείες για τη δημιουργία αυτής της αποκρουστικής ψυχοσύνθεσης, όσοι έχουν υποστεί βασανιστήρια γνωρίζουν πολύ καλά ότι πίσω από τη στολή μπορεί να κρύβεται ένας φιλήσυχος οικογενειάρχης, πατριώτης και θρησκευόμενος.
Ο πρωθυπουργός που πολλές φορές έχει φωνάξει οργισμένος ότι θα κατεβάσει τις κουκούλες ας ξεκινήσει από εκείνες που κρύβουν τους μισθοδοτούμενος από το Δημόσιο βασανιστές. Ετσι κι αλλιώς, δεν θα πάνε χαμένοι, τους περιμένουν βουλευτές με όπλο, οδηγό και κρατικό αυτοκίνητο, που σηκώνουν χουντικές σημαίες, υπόσχονται νεκρούς και ασελγούν στο γυμνό σώμα της ελληνικής δημοκρατίας.