Ο ρόλος του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είναι πολύ σημαντικός στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία. Ίσως ακόμη σημαντικότερος και από αυτόν του Πρωθυπουργού. Σας φαίνεται υπερβολικό;
Aς ξεκινήσουμε από το εξής: Από το 1981, που άρχισε η εναλλαγή ΠΑΣΟΚ-ΝΔ στην εξουσία, όλοι οι αρχηγοί αξιωματικής αντιπολίτευσης έγιναν αργότερα Πρωθυπουργοί πλην δύο περιπτώσεων: του Ευάγγελου Αβέρωφ και του Μιλτιάδη Έβερτ. Αντίθετα όλοι οι υπόλοιποι (Α.Παπανδρέου, Κων.Μητσοτάκης, Κ.Καραμανλής, ΓΑΠ, Α.Σαμαράς, Α. Τσίπρας) έγιναν Πρωθυπουργοί, αφού διετέλεσαν αρχηγοί αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή των Ελλήνων.
Ας συνεχίσουμε ενθυμούμενοι τους αρχηγούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης της τελευταίας δεκαετίας (ΓΑΠ, Σαμαράς, Τσίπρας) και τι έκαναν στην αντιπολιτευτική και κυβερνητική τους θητείας:
Ο Γιώργος Παπανδρέου μετά τη δεύτερη ήττα του στις βουλευτικές του 2007 και μετά την επανεκλογή του στην Προεδρία του ΠΑΣΟΚ ακολούθησε πολύ επιθετική ρητορική. Καταψήφιζε τα νομοσχέδια που έφερνε η Κυβέρνηση Καραμανλή επενδύοντας στην ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ και τελικώς εκμεταλλεύτηκε την προεδρική εκλογή για προκαλέσει τις εκλογές του 2009, τις οποίες κέρδισε με το σύνθημα «Λεφτά Υπάρχουν». Ο Αλέξης Τσίπρας βρέθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου με σχεδόν τον ίδιο τρόπο πέντε χρόνια αργότερα. Με το Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης ως επικαιροποιημένο «Λεφτά Υπάρχουν», με ακραία και λαϊκίστικη ρητορική εντός και εκτός Κοινοβουλίου και εκμεταλλευόμενος την επόμενη Προεδρική Εκλογή βρέθηκε το Μέγαρο Μαξίμου, με τη βοήθεια των ΑΝΕΛ.
Κοινό χαρακτηριστικό για ΓΑΠ και Τσίπρα είναι όταν βρέθηκαν στη θέση του Πρωθυπουργού χρειάστηκε να κάνουν στροφή 180 μοιρών από τις δεσμεύσεις τους, με μεγάλο κόστος για το κόμμα τους και κυρίως για τη χώρα. Επίσης, ότι στελέχωσαν τις Κυβερνήσεις τους με πολλά πρόσωπα, που είχαν αναφορά στους ίδιους και όχι στα κόμματά τους.
Ο Αντώνης Σαμαράς, αντίθετα, μπορεί να καταψήφισε το πρώτο Μνημόνιο και να ήταν, όπως δηλώνει ο ίδιος ο Αρχιτέκτων του Αντιμνημονίου, αλλά εν συνεχεία υπερψήφισε διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις της Κυβέρνησης Παπανδρέου (π.χ. Νόμος Διαμαντοπούλου) και όταν του ζητήθηκε, στήριξε την Κυβέρνηση Παπαδήμου. Όταν λοιπόν μετά τις δύο εκλογές του 2012 κλήθηκε να κυβερνήσει, ο Μεσσήνιος πολιτικός κατόρθωσε να έχει τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Ως Πρωθυπουργός εδειξε πολιτική αντοχή για δύο χρόνια, μέσα στα οποία αξιοποίησε τα ικανότερα διαθέσιμα στελέχη των κομμάτων στήριξης. Δυστυχώς, μετά το αρνητικό για το κόμμα του, αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών 2014, θυμήθηκε τα παλιά και προχώρησε σε έναν ακατανόητο ανασχηματισμό.
Ας δούμε τώρα ποιες είναι σήμερα οι επιλογές για τον επόμενο αρχηγό αξιωματικής αντιπολίτευσης: Ο Άδωνις Γεωργιάδης φαινόταν να έχει διανύσει μεγάλη διαδρομή από τα χρόνια που ήταν «ο πιο καλός μαθητής» του Γιώργου Καρατζαφέρη μέχρι τα μνημονιακά Υπουργεία Ναυτιλίας και Υγείας. Κι όμως το καλοκαίρι μαζί με τον Μάκη Βορίδη εμφανίστηκαν ως οι υποστηρικτές της σκληρής γραμμής της ΝΔ έναντι της Κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, πολύ δύσκολα θα μπορέσει να γίνει αποδεκτός ως επικεφαλής μιας Ευρωπαϊκής Αντιπολίτευσης και εν συνεχεία μιας Μεταρρυθμιστικής Κυβέρνησης.
Ο Απόστολος Τζιτζικώστας, πέραν του γεγονότος ότι ηγήθηκε του Αντιμνημονίου στις τελευταίες Περιφερειακές Εκλογές στην Κεντρική Μακεδονία και εν συνεχεία υποστήριξε την «υπερήφανη διαπραγμάτευση» της περιόδου Βαρουφάκη, δεν μπορεί να είναι επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ. Αν επιλέξει τον Μάκη Βορίδη για αυτή τη θέση, ισχύουν σε μεγάλο βαθμό τα παραπάνω γραφόμενα για τον Άδωνι Γεωργιάδη.
Και έτσι φτάνουμε στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη και στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αμφότεροι μπορούν ηγηθούν του Ευρωπαϊκού Μετώπου και να ηγηθούν μιας υπεύθυνης αντιπολίτευσης. Η μεταρρυθμιστική θητεία του Μητσοτάκη είναι σίγουρα ένα πλεονέκτημα. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα, όμως, για τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη βρίσκεται στη μελλοντική προοπτική που δίνει. Το γεγονός ότι υποστηρίζεται από το μεγαλύτερο μέρος του κομματικού κατεστημένου επαναφέρει μνήμες των περιπτώσεων Αβέρωφ και Έβερτ, που αποδείχθηκαν μεταβατικοί Πρόεδροι.
Αντίθετα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μπορεί να δώσει το έναυσμα της ανανέωσης στη Νέα Δημοκρατία, ώστε να μην αρκεστεί να αναμένει τη φθορά του Αλέξη Τσίπρα. Μην έχοντας δεσμεύσεις απέναντι στην κομματική γραφειοκρατία, μπορεί να φανεί τολμηρότερος σε προεκλογικές και μετεκλογικές συνεργασίες και να ηγηθεί ενός καθαρά μεταρρυθμιστικού και φιλοευρωπαϊκού μετώπου, το οποίο θα στηρίξει μια μακρόπνοη Κυβέρνηση.
Ας μην ξεχνάμε ότι:
Το ποιος θα είναι Πρόεδρος της ΝΔ δεν αφορά μόνο τους ψηφοφόρους της ΝΔ, αλλά και όσους θεωρούν ότι η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ οδηγεί τη χώρα προς λάθος κατεύθυνση. Η ανοικτή διαδικασία τους δίνει άλλωστε το δικαίωμα να πληρώσουν 3 ευρώ, να εγγραφούν, να προσέλθουν μέχρι τις 7 το απόγευμα στο βολικότερο για αυτούς εκλογικό κέντρο και να επιλέξουν τον επόμενο Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Ας καταλήξουμε σε αυτό:
Ο ρόλος του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είναι πολύ σημαντικός στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία. Και αυτό γιατί, ο τρόπος με τον οποίο τοποθετείται, απέναντι στα ζητήματα εντός και εκτός Βουλής, δίνει τον τόνο της πολιτικής αντιπαράθεσης στο σήμερα, την ίδια στιγμή που λόγω και έργω προετοιμάζει την Κυβερνητική θητεία του αύριο.
Πολλοί έχουν διερωτηθεί πόσο διαφορετική Θα ήταν η εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα, αν αντί για τους ΓΑΠ, Σαμαρά και Τσίπρα είχαν επικρατήσει αντιστοίχως οι Βενιζέλος, Μπακογιάννη, Κουβέλης. Και αναφέρονται κυρίως στην περίοδο που διετέλεσαν αρχηγοί αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Την Κυριακή 22/11, όμως, με βάση τα παραδείγματα από την πολιτική μας ιστορία, όσοι προσέλθουν στις εσωκομματικές κάλπες θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των πραγμάτων στο μέλλον.
Αν ανήκουν σε αυτούς που πιστεύουν ότι η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ μας οδηγεί στη λάθος κατεύθυνση και δεν θεωρούν υπερβολή τη σημασία που αποδίδει ο γράφων στον ρόλο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν πρέπει να θεωρήσουν υπερβολή, ούτε τη δική τους προσέλευση στις κάλπες της ΝΔ για να ψηφίσουν Κυριάκο Μητσοτάκη. Ακόμη και αν μέχρι σήμερα δήλωναν κεντροαριστεροί ή σοσιαλδημοκράτες.
Και ας αναφέρουμε ως Υστερόγραφο μια σημαντική τεχνική λεπτομέρεια αυτής της εκλογής: Αν δεν ψηφίσει κάποιος στις 22/11 δεν έχει δικαίωμα ψήφου στον β’ γύρο.