Ο απολιτικός φιλοτομαρισμός του Χ. Ξηρού

Κώστας Κούρκουλος 23 Ιαν 2014

Από την ιστορία του αριστερού κινήματος στη χώρα μας, γνωρίζουμε το εξής: Όταν στην κατοχή η βασιλική κυβέρνηση παρέδιδε τους πολιτικούς κρατούμενους στους Ιταλούς και στους Γερμανούς, ένα ήταν βέβαιο: Ότι στην πλειονότητά τους πήγαιναν για εκτέλεση. Εν τούτοις, οι μελλοθάνατοι εκείνοι κρατούμενοι, τουλάχιστον στην πρώτη φάση, δεν προχωρούσαν σε αποδράσεις, για ένα και μόνο λόγο: Για να μην γίνει δυσκολότερη η ζωή όσων θα έμεναν πίσω.

.

Είναι αυτό ακριβώς που ήξερε και ο Χ. Ξηρός πριν αποδράσει. Ότι δηλαδή η «απόδρασή» του θα είχε αρνητικές επιπτώσεις σε όλους όσους έμεναν πίσω. Και μάλιστα όχι μόνον στους «συντρόφους» του, αλλά σε όλους τους κρατούμενους. Διότι, με δεδομένο ότι ο θεσμός της χορήγησης αδειών μετά βίας γίνεται δεκτός από μεγάλο μέρος της διοίκησης, αλλά και της κοινής γνώμης, ένα είναι βέβαιο: Ότι θα μειωθεί πλέον δραματικά η δυνατότητα χορήγησης αδειών. Και μόνον όποιος έχει κάνει κρατούμενος, γνωρίζει τη μεγάλη σημασία του μέτρου της άδειας. Διότι δίνει ελπίδα στον κρατούμενο.

.

Δικαιολογημένα λοιπόν διερωτάται κανείς: Υπάρχει κάποιος «επαναστατικός» αμοραλισμός, που νομιμοποιεί τέτοιου είδους συμπεριφορές απέναντι σε συγκρατούμενους; Εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει. Άλλωστε, ο αμοραλισμός είναι πρωτίστως ατομικό, παρά συλλογικό φαινόμενο. Άρα η εξήγηση της στάσης του Ξηρού, θα πρέπει να αναζητηθεί στο ατομικό του ήθος, το οποίο φωτίζεται επαρκώς από μία και μόνο πράξη του:

.

Ένα από τα πλέον εντυπωσιακά στοιχεία της δικογραφίας  που σχηματίστηκε για την 17Ν, είναι οι προανακριτικές καταθέσεις του Χ. Ξηρού. Όπου, με προφανή σκοπό να υπαχθεί στις ευνοϊκές διατάξεις του «αντιτρομοκρατικού»  που θεσπίστηκαν για όσους συνεργάζονταν με την αστυνομία, είπε τα πάντα για τους άλλους!

.

Ένα ανατριχιαστικό παράδειγμα: Υπήρξε περίπτωση ενός πολύ σοβαρού ανθρώπου με το ψευδώνυμο «Άρης», ο οποίος είχε αποχωρήσει από την 17Ν από καιρό. Είχε όμως την ατυχία να συναντηθεί στο δρόμο με τον Χ. Ξηρό, λίγο καιρό πριν τις συλλήψεις της 17Ν. Ο Χ. Ξηρός τον ήξερε μόνο με το ψευδώνυμο («Άρης»). Στη συζήτηση όμως που έκαναν,  ο «Άρης»  διέπραξε το ακόλουθο λάθος: Ανέφερε στον Ξηρό, ένα περιστατικό που του είχε συμβεί. Την κλοπή κυνηγετικού του όπλου, όπως και το γεγονός ότι  την είχε δηλώσει σε συγκεκριμένο αστυνομικό τμήμα.

.

Η αστυνομία αγνοούσε και την ύπαρξη του «Άρη». Άρα, κατά την επιχείρηση των συλλήψεων των μελών της 17Ν που ακολούθησε, δεν υπήρχε περίπτωση να τον εντοπίσει. Πόσο μάλλον, δεν υπήρχε περίπτωση έστω και να ερωτηθεί γι’ αυτόν ο Χ. Ξηρός. Εν τούτοις τον κατέδωσε, με τον εξής ευφάνταστο τρόπο: Θυμήθηκε την διήγηση του «Άρη» για το όπλο και τα είπε όλα! Ακόμη και το αστυνομικό τμήμα, στο οποίο ο «Άρης» δήλωσε την απώλεια. Και αμέσως ο «Άρης» ταυτοποιήθηκε και συνελήφθη. (Οι προανακριτικές καταθέσεις δημοσιεύτηκαν τότε στον τύπο. Δεν χρησιμοποιώ λοιπόν τη γνώση της δικογραφίας που απέκτησα ως συνήγορος υπεράσπισης άλλων κατηγορουμένων, στην ίδια υπόθεση).

.

Βεβαίως, επειδή υπάρχουν φυσικά όρια στην ανθρώπινη αντοχή,  ο κάθε κρατούμενος, όταν βασανίζεται, είναι πιθανόν να «σπάσει». Γι’ αυτό ακριβώς, στην περίοδο της δικτατορίας, πολλοί αντιμετωπίζαμε όχι μόνο με σεβασμό, αλλά και με τρυφερότητα όποιον «έσπαγε», επειδή δεν άντεχε τα βασανιστήρια.

.

Εδώ όμως είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Διότι η κατάδοση του «Άρη»,  δεν είχε να κάνει με τη φυσική ή ψυχική αντοχή του Χ. Ξηρού – κάτι που θα ήταν απολύτως σεβαστό –  αλλά με το ήθος του.   Αφού, χωρίς καν να ερωτηθεί, οδήγησε στη φυλακή έναν πρώην σύντροφό του, με τον «επαναστατικό» σκοπό να επωφεληθεί ο ίδιος από τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου!

.

Με το ίδιο ήθος λοιπόν που «έδωσε» κάποτε τον παλιό του σύντροφο,  σήμερα αδιαφορεί για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η απόδρασή του, στο σύνολο των συγκρατουμένων του. Κάτι που αποτελεί τον ορισμό του απολιτικού φιλοτομαρισμού.

.

Επιβεβαιώνεται έτσι για μία ακόμη φορά, αυτό που γνωρίζουμε όλοι: Πως ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, μέσα στον οποίο μεγάλωσε ο Ξηρός, δεν παράγει ήθος, αλλά ηθική ξηρασία και κυνισμό. Και κυρίως υποκρισία, όπως προκύπτει και από το «διάγγελμά» του.