Ο απαράδεκτος χαρακτηρισμός της Φώφης Γεννηματά

Γιώργος Καρελιάς 15 Φεβ 2017

Η χώρα χρειάζεται ένα κόμμα του Κέντρου, το οποίο θα παρεμβάλλεται μεταξύ της Δεξιάς (ΝΔ) και της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), που αποτελούν σήμερα τα δύο κόμματα εξουσίας. Εκ των πραγμάτων το κόμμα που μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο είναι το ΠΑΣΟΚ (Δημοκρατική Συμπαράταξη). Και είναι θετικό που είναι το τρίτο κοινοβουλευτικό κόμμα εκτοπίζοντας τους νεοναζιστές, αν και αυτό έγινε με την (παλαιοκομματική) μέθοδο της μεταγραφής ή απόσπασης βουλευτών από άλλα κόμματα.

Σε γενικές γραμμές, ένα τέτοιο κόμμα πρέπει να έχει μέτωπο προς τα δύο μεγαλύτερα. Είναι η γνωστή πολιτική μέθοδος του «διμέτωπου», η οποία μπορεί να του αποφέρει πολιτικά κέρδη. Το μέτωπο προς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτονόητο, διότι αυτός κυβερνά και προσδοκά να του πάρει ψηφοφόρους. Από τη ΝΔ δεν μπορεί μεν να αποσπάσει ψηφοφόρους, διότι βρίσκεται σε τροχιά εξουσίας, αλλά μπορεί να αποτρέψει ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ να μετακινηθούν στη ΝΔ (είναι αυτοί που κάθε φορά πάνε με τον διαφαινόμενο νικητή). Όμως, για να έχει ελπίδες άλλοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ (οι αριστερόστροφοι, πρώην ΠΑΣΟΚ) να επιστρέψουν στην κοίτη τους, πρέπει να έχει μέτωπο και προς την ΝΔ. Αυτή η τακτική είναι και σωστή και θεμιτή πολιτικά. Είναι, όμως, λάθος ο διμέτωπος να εξαντλείται σε ανέφικτες προτάσεις και απαξιωτικές αναφορές, όπως ορισμένες που έχει υιοθετήσει η Φώφη Γεννηματά. Ας τις δούμε, όπως τις παρουσίασε πάλι σε χτεσινή συνέντευξή της (εδώ).

Πρώτον, αποτελεί σταθερή πλέον πρόταση του ΠΑΣΟΚ μετά τις επόμενες εκλογές να σχηματισθεί κυβέρνηση με τη συμμετοχή και των δύο πρώτων κομμάτων. Δηλαδή, για να είμαστε πρακτικοί, σ’ αυτήν την κυβέρνηση πρέπει να συμμετάσχουν, σύμφωνα με την πρόταση της κυρίας Γεννηματά, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, για πολλούς λόγους και το γνωρίζει. Δεν γίνεται να συνυπάρξουν στην ίδια κυβέρνηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Αδωνις Γεωργιάδης και ο Παύλος Πολάκης. Θα είχαμε να κάνουμε με κυβέρνηση-παιδική χαρά, στην οποία καθημερινά θα εκτυλίσσονταν σκηνές κωμωδίας (και για τη χώρα τραγωδίας).

Καλό, λοιπόν, είναι η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να αποσύρει την πρόταση. Ολοι καταλαβαίνουν ότι το κάνει για να εκθέσει τους δύο και, κυρίως, για να προσπαθήσει να αποφύγει να συγκυβερνήσει το ΠΑΣΟΚ με το νικητή των επόμενων εκλογών, αν χρειαστεί (αν, δηλαδή, δεν υπάρχει αυτοδυναμία). Όμως, αυτός ο πονηρός υπολογισμός δεν ταιριάζει σε υπεύθυνο κόμμα. Η χώρα δεν (θα) μπορεί να μείνει ακυβέρνητη, για να μην αναλάβει κόστος το τρίτο κόμμα. Διότι, αν ξαναγίνουν εκλογές, αυτό θα πληρώσει την πόλωση που θα ακολουθήσει. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να εύχεται να κερδίσει με αυτοδυναμία το πρώτο κόμμα, για να απαλλαγεί το ίδιο από κυβερνητικές ευθύνες. Ομως, αν δεν συμβεί αυτό, δεν θα μπορεί να οχυρωθεί πίσω από ανέφικτες προτάσεις του τύπου «κυβερνήστε οι δύο πρώτοι».

Δεύτερον, η κυρία Γεννηματά επέκρινε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, διότι πήγε να παρουσιάσει το πρόγραμμα της ΝΔ στην Μέρκελ, ενώ «στην Ελλάδα δεν έχει παρουσιάσει κανένα πρόγραμμα». Μάλιστα, συνόδευσε αυτόν τον ισχυρισμό με έναν απαξιωτικό χαρακτηρισμό τόσο για τον πρόεδρο της ΝΔ όσο και για τον Πρωθυπουργό. «Εχουμε-είπε -έναν υποτακτικό του Σόιμπλε, τον κ. Τσίπρα, δεν χρειαζόμαστε και δεύτερον»(εννοώντας τον κ. Μητσοτάκη).

Πρόκειται για διπλό λάθος.

Πρώτον, διότι δεν είναι αρνητικό ο αρχηγός ενός κόμματος να παρουσιάζει το πρόγραμμά του στην αρχηγό του αντίστοιχου κόμματος μιας μεγάλης χώρας, πόσο μάλλον αν αυτή είναι και Καγκελάριος της Γερμανίας. Δηλαδή, αν αύριο γίνει Καγκελάριος ο Μάρτιν Σουλτς των Σοσιαλδημοκρατών, η κυρία Γεννηματά δεν θα επιδιώξει να συνομιλήσει μαζί του και του παρουσιάσει το δικό της πρόγραμμα; Τι το αρνητικό έχει αυτό;
Δεύτερον, ο χαρακτηρισμός «υποτακτικός», τόσο για τον κ. Τσίπρα όσο και για τον κ. Μητσοτάκη, είναι επιεικώς απαράδεκτος. Κανένας έλληνας Πρωθυπουργός δεν είναι υποτακτικός σε άλλον, ξένο, πόσω μάλλον σε υπουργό. Είναι άλλο το ότι αναγκάζεται να πειθαρχεί σε αποφάσεις ευρωπαϊκών οργάνων, όπως κάνει η Ελλάδα εδώ και εφτά χρόνια. Ας ρωτήσει η κυρία Γεννηματά τον Γιώργο Παπανδρέου, που είναι τώρα δίπλα της: ήταν υποτακτικός στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, επειδή υποχρεώθηκε να εφαρμόσει το πρώτο Μνημόνιο; Ο Αντώνης Σαμαράς, του οποίου η κυρία Γεννηματά διατέλεσε υπουργός, ήταν υποτακτικός; Είναι άλλο πράγμα να καταλογίζεις στον κ. Τσίπρα ανικανότητα και εξαπάτηση των ψηφοφόρων και άλλο να τον αποκαλείς υποτακτικό του Σόιμπλε. Το ίδιο ισχύει και για τον κ. Μητσοτάκη. Μπορείς να πεις ότι αυτά που λέει δεν οδηγούν σε λύσεις, αλλά όχι ότι τα λέει γιατί είναι τσιράκι του Σόιμπλε.

Η κυρία Γεννηματά κατέφυγε σε μια απαράδεκτη υπερβολή, που θυμίζει τις χειρότερες ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, όταν χαρακτήριζαν τους αντιπάλους τους «γερμανοτσολιάδες». Και επειδή το κόμμα της, το ΠΑΣΟΚ, τα έχει υποστεί αυτά, έπρεπε να είναι πιο προσεκτική στους χαρακτηρισμούς. Μόνο οι αμετανόητα φανατικοί τούς ακούνε ευχάριστα. Πόσοι τέτοιοι έχουν απομείνει στο ΠΑΣΟΚ; Σε κάθε περίπτωση, δεν προάγουν σε τίποτε το επίπεδο της πολιτικής ζωής.