Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι κανείς δεν είναι ένοχος μέχρις ότου κηρυχθεί ως τέτοιος από τη Δικαιοσύνη. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι οι αλλεπάλληλες δικαστικές έρευνες για υποθέσεις μίζας, χρηματισμού και γενικά παράνομου πλουτισμού, σε συνδυασμό με τις καταδίκες και τις φυλακίσεις πολιτικών ή όχι προσώπων, δίνουν μια αίσθηση ότι στη χώρα αυτή ήταν (και ίσως παραμένει) ένα απέραντο διαφθορείο. Από τη σύστασή της, για όποιον προσπαθεί να παρακολουθήσει την πορεία της μέσα από την Ιστορία, και από την κορυφή μέχρι τη βάση. Τα μεγέθη άλλαξαν τα τελευταία χρόνια και φυσικά πάντα οι «κλέφτες» της κορυφής «έτρωγαν» μεγάλα ποσά συγκριτικά με τους «κλέφτες» της βάσης, με την επισήμανση επίσης ότι ο παράνομος πλουτισμός έχει ποικίλες μορφές.
Αναμφισβήτητα, η δραστηριοποίηση της Δικαιοσύνης για να βρεθεί η αλήθεια σε αποδεδειγμένα σκάνδαλα και σε υποθέσεις που «μυρίζουν» ώστε να αποδοθούν οι ποινικές και πολιτικές ευθύνες όπου ανήκουν, αλλά και να μπει κάποιος φραγμός στη λεηλασία, αποτελεί θετικό φαινόμενο. Το σύστημα στην Ελλάδα είχε στομώσει από τη διάχυτη παρανομία, την ασυδοσία και τη διαφθορά. Η εξυγίανσή του ήταν και είναι απαραίτητη προκειμένου η χώρα να ξεφύγει από τη λογική της Τορτούγκα (λιμάνι της Καραϊβικής, που στα μέσα του 17ου αιώνα ήταν κέντρο πειρατών) για να μεταβεί σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο λειτουργίας με κανόνες στοιχειώδους διαφάνειας και ευνομίας. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν τα εύσημα ανήκουν στη Δικαιοσύνη, στην κυβέρνηση ή στην τρόικα, αλλά η εξέλιξη είναι ευπρόσδεκτη.
Τα παραπάνω είναι περίπου αυτονόητα. Ωστόσο τώρα τίθεται το ερώτημα ποιες θα είναι οι συνέπειες στο πολιτικό σύστημα και ποιος ευνοείται από την κάθαρση που επιχειρείται. Δύσκολη η απάντηση, ιδιαίτερα μέσα στο κλίμα που έχει δημιουργηθεί και ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα όπου κυριαρχούν η καχυποψία, η συνωμοσιολογία, ο λαϊκισμός και η έλλειψη λογικής, τόσο στον δημόσιο διάλογο όσο και στον τρόπο σκέψης που έχει εμπεδωθεί στην ελληνική κοινωνία, με τη βοήθεια πάντα των μίντια και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Αλλωστε, η γενική άποψη είναι ότι η χώρα χρεοκόπησε γιατί κάποιοι λίγοι «έφαγαν» πάρα πολλά, γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι, γιατί μας ψέκαζαν και μας τα έπαιρναν οι ξένοι, που συνεχίζουν να κάνουν το ίδιο, γιατί δεν στήνεται στον τοίχο με συνοπτικές διαδικασίες -ή μάλλον δίχως διαδικασίες- όποιος θεωρείται υπεύθυνος κατά το δοκούν από τους ανεύθυνους στις τηλεοράσεις, στα ραδιόφωνα, στα καφενεία ή στις συνάξεις φίλων και συγγενών, πραγματικών και μη «αγανακτισμένων». Οχι φυσικά γιατί η χώρα είχε καταντήσει πολτός δίχως σχήμα, αρχή, μέση και τέλος, με ευθύνη της πολιτικής τάξης, των κυκλωμάτων, αλλά και της κοινωνίας στο σύνολό της.
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι αδιευκρίνιστο και μέλλει να αποδειχθεί υπέρ ποίου λειτουργεί η αποκάλυψη βρώμικων υποθέσεων και η παραπομπή όσων εμπλέκονται στη Δικαιοσύνη και από εκεί στη φυλακή. Κανονικά θα πρέπει να κερδίζει πόντους η κυβέρνηση, αφού στη διάρκεια της θητείας της επιχειρείται η κάθαρση. Κάτι τέτοιο όμως είναι αμφίβολο από εμπειρίες του παρελθόντος. Επομένως δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλές συμπέρασμα κατά πόσον οι πολίτες θα ταυτίσουν την κυβέρνηση με το σάπιο σύστημα του παρελθόντος -από το οποίο εξαιρούν φυσικά τον εαυτό τους-, παρά τις έρευνες και τις παραπομπές, ή θα την επιβραβεύσουν για τις προσπάθειες κάθαρσης που γίνονται επί των ημερών της. Κατ’ αναλογία, κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει ακόμη αν οι εγκληματικές δραστηριότητες της ναζιστικής Χρυσής Αυγής επηρεάζουν αρνητικά την κοινή γνώμη απέναντί της και πόσο, αν η κατ’ εξακολούθηση αντιευρωπαϊκή στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έχει επιπτώσεις σε βάρος του και αν τα χάδια ή οι κατάρες γύρω από τους τρομοκράτες και την τρομοκρατία λαμβάνονται υπ’ όψιν από τους πολίτες.
Ο φόβος ότι «η τσέπη» και ο παραλογισμός τα ξεπερνούν όλα αυτά στην ελληνική κοινωνία είναι πραγματικός…