Όσο προχωρούμε προς το μέλλον και οι γνώσεις συσσωρεύονται, με αποτέλεσμα να καταγράφεται «πρόοδος» στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης των κοινωνιών, άλλο τόσο παράγονται πηγές κινδύνων όχι μόνο για την βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας αλλά και για τον πλανήτη.
Η διακινδύνευση διαπιστώνεται σε όλα τα κοινωνικά συστήματα και η εμβέλεια της συμπορεύεται με την παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα στο πλαίσιο της ισχυρής αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης των σύγχρονων κοινωνιών.
Το ανησυχητικό είναι, ότι δεν συνειδητοποιούνται οι κίνδυνοι από τους πολίτες και το πολιτικό σύστημα, ενώ ταυτοχρόνως πιστοποιείται η ανυπαρξία ενός λειτουργικού για την βιωσιμότητα του ανθρώπου συστήματος κοινωνικών αξιών και η αδυναμία της επιστήμης μέχρι τώρα να προβλέπει επαρκώς τις επιπτώσεις της εφαρμογής των γνώσεων σε βάθος χρόνου.
Η εμπειρική προσέγγιση της πραγματικότητας είναι πολύ αποκαλυπτική σε σχέση με την ανθρώπινη οντότητα ως πηγή διακινδύνευσης. Ως ένα βαθμό γίνεται χωρίς να συνειδητοποιούνται οι επιπτώσεις είτε λόγω άγνοιας στο μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων είτε για κερδοσκοπικούς λόγους και την συσσώρευση κεφαλαίων από ολιγομελείς ομάδες κερδοσκόπων σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος.
Το παράνομο εμπόριο της θαλασσινής άμμου, το οποίο καταστρέφει το οικοσύστημα, αποτελεί οικολογική ωρολογιακή βόμβα. Η άμμος είναι υλικό, που περιέχουν πολλά προϊόντα, από τα τρόφιμα και τα είδη υγιεινής και καθαριότητας μέχρι τα ηλεκτρονικά προϊόντα, όπως είναι τα κομπιούτερ και τα κινητά τηλέφωνα.
Κυρίως όμως χρησιμοποιείται στον οικοδομικό τομέα και ιδίως στην κατασκευή ουρανοξυστών και πολυόροφων οικοδομών στις δυναμικά ανερχόμενες οικονομίες.
Το μπετόν αποτελείται κατά το 1/3 από τσιμέντο και κατά τα 2/3 από θαλασσινή άμμο. Η άμμος από τις ερήμους δεν προσφέρεται.
Οι επιπτώσεις όμως είναι ολέθριες. Καταστρέφονται οι ακτές, ενώ μειώνεται ο τουρισμός με αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία των τοπικών κοινωνιών. Το χειρότερο είναι, ότι με την διάβρωση του εδάφους μετά την αφαίρεση της άμμου διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την εξαφάνιση νησιωτικών περιοχών, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην Ινδονησία.
Δεν είναι όμως μόνο το παράνομο εμπόριο θαλασσινής άμμου καταστροφικό. Το ίδιο ισχύει και με την μετατροπή της θάλασσας σε «χωματερή» από τον σύγχρονο άνθρωπο με τα πλαστικά, που πετάει χωρίς συνειδητοποίηση των επιπτώσεων. Τα ψάρια και τα θαλασσοπούλια πεθαίνουν με πλαστικό στο στομάχι τους.
Ακόμη και στο ανθρώπινο αίμα διαπιστώνονται πλαστικά μικροσωματίδια, τα οποία προέρχονται από την κατανάλωση τροφίμων, όπως είναι τα ψάρια («Bisphenol A, in unerem Blut fliesst Plastik», Wirtschaftswoche, 30 Oktober 2013).
Με την ίδια λογική, όπως οι έμποροι θαλασσινής άμμου, κινούνται δυστυχώς και οι μεγάλες γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες στο πλαίσιο της συσσώρευσης κέρδους δεν δίστασαν να παράγουν και να διαθέτουν σε πλανητικό επίπεδο πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα, τα οποία εκπέμπουν πέραν του επιτρεπτού ορίου βλαβερά καυσαέρια, με αποτέλεσμα την δημιουργία επικίνδυνων συνθηκών για την υγεία των ανθρώπων και να τροφοδοτούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Εκείνο, που εντυπωσιάζει, είναι η προστασία των συμφερόντων των βιομηχανιών από το πολιτικό σύστημα, προς το οποίο μεταπηδούν αρκετά στελέχη τους και αντιστρόφως.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο πολιτικός του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) Matthias Wissmann, ο οποίος από το 1993 έως το 1998 ήταν υπουργός Συγκοινωνιών. Το 2007 αποχώρησε από την πολιτική σκηνή και έγινε αμέσως πρόεδρος της Ένωσης των Αυτοκινητοβιομηχανιών (Zeit online, 5.8.2017).
Η πιο ηχηρή επιβεβαίωση βέβαια ήλθε από την σύσκεψη κυβερνητικών στελεχών και εκπροσώπων των αυτοκινητοβιομηχανιών, η οποία οργανώθηκε με στόχο την αντιμετώπιση του προβλήματος. Το αποτέλεσμα δεν αλλάζει σε επαρκή βαθμό την κατάσταση σε σχέση με την ρύπανση της ατμόσφαιρας στην Γερμανία (κυκλοφορούν 5,3 εκατομ. πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα).
Κατά τα άλλα η γερμανική κυβέρνηση και η καγκελάριος Angela Merkel ομνύουν στο όνομα της Συμφωνίας για το Κλίμα, που υπεγράφη στο Παρίσι. Γι’ αυτό και η κλιματική αλλαγή δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία η θερμοκρασία του πλανήτη θα ξεπεράσει το θεωρούμενο ως όριο ασφαλείας των 2 βαθμών Κελσίου. Έως το 2100 η θερμοκρασία θα αυξηθεί από 2 έως 5 βαθμούς Κελσίου.
Όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία, τόσο επιταχύνονται οι χημικές αντιδράσεις, που παράγουν ρύπους στον αέρα, όπως είναι το όζον και τα μικροσωματίδια.
Οι περιοχές και οι χώρες, που θα έχουν ξηρότερο κλίμα, πολύ πιθανό να έχουν και χειρότερη ρύπανση λόγω πιο συχνών πυρκαγιών, αυξημένης σκόνης και λιγότερων βροχών, οι οποίες θα μπορούσαν να καθαρίσουν τον αέρα (Μελέτη του πανεπιστημίου της North Carolina, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής).
Επίσης η κλιματική αλλαγή και η ατμοσφαιρική ρύπανση, ως συνακόλουθο της, θα προκαλέσουν πολύ περισσότερους θανάτους μέχρι το 2100.
Και ενώ η κλιματική αλλαγή κάνει την παρουσία της πιο αισθητή με τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως είναι οι καύσωνες και οι πολύ ισχυρές βροχοπτώσεις με αποτέλεσμα τις πλημμύρες, η παγκόσμια κοινότητα υπογράφει την Συμφωνία για το Κλίμα στο Παρίσι από το ένα μέρος και από το άλλο συνεχίζει να λειτουργεί όπως και πριν από την συμφωνία.
Δεν είναι μόνο το σκάνδαλο με τα καυσαέρια των αυτοκινήτων γερμανικής προέλευσης και η διαπλοκή πολιτικών και αυτοκινητοβιομηχανιών, όπως καταγγέλλεται από τα γερμανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, το μοναδικό παράδειγμα.
Αυτό τεκμηριώνεται επίσης με την κατάθεση εγγράφως στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής του αιτήματος εξόδου από την Συμφωνία για το Κλίμα, αλλά και με την πρακτική πολλών άλλων χωρών στον τομέα της ενέργειας.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ακολουθούμενη πολιτική από την Ελλάδα (το σύνολο των κομμάτων συμφωνεί). Η κυρίαρχη κατεύθυνση στον ενεργειακό τομέα είναι το πετρέλαιο, αν και η χώρα είναι πλούσια σε ηλιακό και αιολικό δυναμικό και θα μπορούσε να καλύψει τις δικές της ανάγκες και να εξάγει καθαρή ενέργεια στην Ευρώπη. Οι αναγκαίες για αυτό τεχνολογίες είναι πλέον ανταγωνιστικές.
Τα παραδείγματα δεν έχουν τέλος και μάλιστα σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης των κοινωνιών. Τόσο οι πολίτες όσο και τα θεσμικά όργανα λήψης δεσμευτικών αποφάσεων λειτουργούν είτε χωρίς επίγνωση των επιπτώσεων των πράξεων τους είτε χωρίς κοινωνική συνείδηση, η οποία υπηρετεί ένα σύστημα κοινωνικών αξιών, που στοχεύει στην πρόσδωση προοπτικής και βιωσιμότητας στην ανθρώπινη οντότητα και στον πλανήτη.
Εκείνο, που διαφέρει, είναι ο βαθμός ευθύνης. Τα θεσμικά όργανα λήψης δεσμευτικών αποφάσεων (π.χ. κυβέρνηση, Βουλή) έχουν την μέγιστη ευθύνη, διότι διαθέτουν ή δύνανται οικονομικά να οικοδομήσουν επιστημονικούς μηχανισμούς ανάλυσης και σχεδίασης της πολύπλοκης πραγματικότητας. Δεν ισχύει το ίδιο για τους πολίτες, οι οποίοι ούτε τα μεθοδολογικά εργαλεία ούτε τον χρόνο διαθέτουν, ώστε να κάνουν τεκμηριωμένες και βιώσιμες επιλογές. Γι’ αυτό και ο βαθμός ευθύνης είναι μικρότερος.
Ανεξάρτητα όμως από την ευθύνη της κάθε πλευράς επείγει η συνειδητοποίηση από όλους και ιδιαιτέρως από το πολιτικό σύστημα σε πλανητικό επίπεδο, ότι το μοντέλο οργάνωσης της παγκόσμιας κοινότητας έχει ξεπερασθεί από την δυναμική της εξέλιξης.
Η αλληλεξάρτηση και ο πολύ υψηλός βαθμός αλληλεπίδρασης των κοινωνιών επιβάλλει να γίνουν υπερβάσεις, οι οποίες θα επιτρέψουν την οικοδόμηση ενός άλλου μοντέλου οργάνωσης, που θα βασίζεται σε μια μορφή παγκόσμιας διακυβέρνησης, ικανής να εκφράσει το παγκόσμιο κοινωνικό συμφέρον και να επιβάλλει κανόνες στην χωρίς όρια πραγμάτωση της λογικής του κερδοσκοπικού οικονομικού συμφέροντος διαφόρων ολιγομελών ελίτ.
Ακόμη ο εθνικισμός και η εσωστρέφεια των κοινωνιών δημιουργεί προβλήματα και κινδύνους σε σχέση με το μέλλον όχι μόνο στο εσωτερικό τους αλλά και σε όλους τους άλλους.
Επίσης πολύ σημαντικό ρόλο για την μείωση του βαθμού διακινδύνευσης από την ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί να παίξει η προσαρμογή της διαχείρισης του χρόνου στην ταχύτητα της δυναμικής της εξέλιξης. Αυτό ισχύει κυρίως για το πολιτικό σύστημα, το οποίο πρέπει να αποφασίζει και να σχεδιάζει σε βάθος χρόνου (τουλάχιστον 30ετία). Για να γίνει αυτό, πρέπει να λειτουργούν επιστημονικοί μηχανισμοί, οι οποίοι θα παρέχουν στο κοινωνικό σύνολο τις πληροφορίες για τις επιπτώσεις των αποφάσεων, που δεσμεύουν το μέλλον, ώστε να διασφαλίζεται ο κοινωνικός έλεγχος της πολιτικής.
Τέλος το θέαμα και ο εντυπωσιασμός ως μέσα διαμόρφωσης κοινωνικών και πολιτικών στάσεων δεν συμβάλλουν στην διαμόρφωση ατομικών και συλλογικών υποκειμένων, ικανών να διαχειρισθούν χωρίς διακινδύνευση την βιωσιμότητα και την προοπτική των σύγχρονων κοινωνιών. Βασικά εργαλεία πρέπει να είναι η πολυδιάστατη αντικειμενική ενημέρωση και η αξιοποίηση της λογικής στην προσέγγιση της πραγματικότητας.