Στον πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο έχει καταντήσει κοινότοπη καθημερινότητα η χρήση της ρήσης του ιταλού συγγραφέα Τομάζι Λαμπεντούζα από το βιβλίο του ο Γατόπαρδος (εκδόσεις Bell) «αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα να αλλάξουν». Για να ερμηνεύσουμε όμως σωστά αυτή τη ρήση, πρέπει να την τοποθετήσουμε στο ιστορικό της πλαίσιο.
Καταρχήν η ρήση ανήκει στον Τανκρέντι, τον «επαναστάτη» ανιψιό του. Ο τελευταίος αν και γόνος της αριστοκρατίας έχει στρατευθεί με τις δυνάμεις που μάχονται για την ένωση της Σικελίας με την Ιταλία και κατά του ξένου Βουρβόνου βασιλιά. Κινητήριος δύναμη του περίφημου ιταλικού Risorgimento είναι η ανερχόμενη αστική τάξη και οι σύμμαχοί της τα φτωχά κοινωνικά στρώματα. Έχουμε να κάνουμε με ένα ανερχόμενο συνασπισμό εξουσίας, που όλα δείχνουν ότι το μέλλον του ανήκει. Το δίλημμα για την παλιά αριστοκρατία ήταν αν θα συμβιβαστεί με αυτό το ρεύμα για να παραμείνει στην εξουσία, έστω και με κουτσουρεμένες δικαιοδοσίες ή θα αντιταχθεί σ’ αυτό μέχρι τέλους.
Ο ανιψιός Τανκρέντι πριν πει στον πρίγκιπα αυτή τη ρήση του λέει, «αν δεν είμαστε κι εμείς στη μέση, εκείνοι θα μας στήσουν μια δημοκρατία στο άψε σβήσε». Ο πρίγκιπας αφού σκέφτηκε τι του είπε ο ανιψιός του, γύρισε και του έδωσε χρήματα για την επανάσταση. Συνειδητοποιούσε πως αν ήθελε να σώσει κάτι από τα συμφέροντά του, έπρεπε να κάνει κάποιες υποχωρήσεις, κάποιους συμβιβασμούς. Όλα αυτά είναι συστατικά στοιχεία της ανερχόμενης νεωτερικής κοινωνίας. Την ίδια στιγμή όμως γνωρίζει πως ποτέ τα πράγματα στο μέλλον δεν θα είναι όπως το παρελθόν. «Εμείς- λέει- υπήρξαμε οι Γατόπαρδοι, οι Λέοντες, αυτοί που θα μας αντικαταστήσουν μια μέρα θα είναι τα τσακάλια, οι ύαινες»…
Ο Πρίγκιπας κατανοούσε πολύ καλά πως η αριστοκρατία κινδύνευε να τα χάσει όλα, αν δεν συντασσόταν με τις δυνάμεις της ανερχόμενης εθνικής αστικής τάξης. Ζητούσε, δηλαδή, τη στράτευση τους με το νέο συνασπισμό εξουσίας, ώστε παρά τις επερχόμενες αλλαγές να παραμείνουν οι άνθρωποι της τάξης του, της Αριστοκρατίας στη νέα εξουσία.
Παρά βεβαίως την προνοητικότητά του στο τέλος του βιβλίου και μερικά χρόνια μετά τον θάνατό του, οι θυγατέρες του ζουν σ’ εξαθλιωμένη κατάσταση, αγωνιζόμενες μόνο για τη διατήρηση κάποιων «ιερών» λειψάνων, την ιερότητα των οποίων δεν αναγνωρίζει η καθολική εκκλησία. Το 1910 η αριστοκρατία έχει πεθάνει, παρόλο που διάλεξε να μπει στον νέο συνασπισμό εξουσίας.
Στα καθ’ ημάς τώρα. Αν η ρήση αυτή σηματοδοτούσε τη συμμαχία του παλιού συνασπισμού εξουσίας με τον νέο, για να διατηρήσει το παλιό το μερίδιο της εξουσίας που του αναλογεί, τότε καθόλου αυτή η ρήση δεν θα μπορούσε να εκφράσει το αίτημα για τη συγκρότηση της νέας ελληνικής Κεντροαριστεράς.
Γιατί η Κεντροαριστερά σήμερα θα πρέπει να αποτελέσει ένα νέο πολιτικό σχηματισμό, που δεν θα κοιτάζει να βολευτεί στους υπάρχοντες συνασπισμούς εξουσίας, με στόχο οι διατελέσαντες στην παλιά εξουσία να παραμείνουν οπωσδήποτε και στη νέα. Αυτή η Κεντροαριστερά θα πρέπει να στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου αυτόνομου συνασπισμού εξουσίας, ο οποίος δεν θα έχει ως αυτοσκοπό τη συμμετοχή ή τη μη συμμετοχή στην κυβέρνηση. Αλλιώς και να παραμείνει στους υπάρχοντες συνασπισμούς εξουσίας, κάποτε θα καταλάβει πως μάχεται μόνο για τα «λείψανα» της εξουσίας της.
Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι πολύ ορθό το ΠΑΣΟΚ να τιμά την 3η Σεπτέμβρη. Γιατί αν και αυτή μας κληροδότησε αυξημένες τάσεις λαϊκισμού και πελατειακών δομών, έδωσε επίσης τον Ανδρέα Παπανδρέου ως τον πολιτικό που ενοποίησε πολιτικά τη χώρα και τον Κώστα Σημίτη ως τον καλύτερο Πρωθυπουργό, εδώ να με συγχωρέσει ο Μιχάλης Μητσός, όχι μόνο της μεταπολιτευτικής, όπως ο ίδιος υποστήριξε, αλλά της μεταπολεμικής Ελλάδας. Τον Πρωθυπουργό ο οποίος την ενέταξε στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. Πυρήνα που σήμερα αγωνιζόμαστε να παραμείνουμε.
Έχοντας αυτό υπόψη θα πρέπει η 3η Σεπτέμβρη να είναι η αφορμή για τη δημιουργία του νέου συνασπισμού εξουσίας και όχι το μνημόσυνο των λείψανων του παλιού. Θα πρέπει να μείνει στο νου μας ως το παρελθόν που κοιτάει το μέλλον και όχι ως το παρελθόν που κοιτάει το δάκτυλό του.