Ξεκινώ με μία προσωπική εξομολόγηση: Όταν στην εποχή του Ανδρέα, από τη δεκαετία ακόμη του ’80, άκουγα το γνωστό ότι «ο λαός» – άλλο εύρημα κι αυτό των δημαγωγών – «τρώει ψωμί», έβγαινα από τα ρούχα μου. Γιατί σκεφτόμουνα ότι απλώς τρώγαμε το ψωμί των παιδιών μας. Αυτό ακριβώς αποδείκνυε τεχνοκρατικά ο Απόστολος Λάζαρης (πρώτος Υπουργός Συντονισμού του ΠΑΣΟΚ), σε εμπιστευτικό υπόμνημά του προς τον Α. Παπανδρέου, το 1988. Οι περιγραφές του για την οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ ήταν εφιαλτικές, αφού προδιέγραφαν τη σημερινή κρίση. Έγραφε λοιπόν ο Α. Λάζαρης, απευθυνόμενος στον Α. Παπανδρέου: «Το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής πολιτικής ήταν η ραγδαία αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μέσα σε οκτώ χρόνια ο συνολικός κρατικός προϋπολογισμός πενταπλασιάστηκε (από 625 δισ. δρχ. το 1981 σε 3,2 τρισεκατομμύρια το 1988). Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επέκταση αυτή έγινε σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας, αφού κατά την επταετία η αύξηση του πραγματικού εθνικού εισοδήματος δεν ξεπερνά το 7% (δηλαδή 1% ετησίως)». (Βλ. Ν. Νικολάου «Πρόσωπα της οικονομίας» εκδόσεις Λιβάνη). Που πάει να πει, πως η «βραχυπρόθεσμη ευημερία» που απολαύσαμε, δεν ήταν αποτέλεσμα ανάπτυξης, αλλά περνούσε από το δρόμο του «παρασιτισμού» και της «εκποίησης της χώρας». Διότι η εισαγωγή καταναλωτικού επιπέδου ανώτερου από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, σε συνθήκες μάλιστα παρασιτικής κατανάλωσης, προϋποθέτει αναγκαστικά δανεισμό για εισαγωγή καταναλωτικών αγαθών. Πράγμα που συνεπάγεται ότι η χώρα «εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειστές της». Υπό τη συνοδεία βεβαίως υπερήφανων εθνικιστικών εξάρσεων. Διότι η χώρα δανειζόταν για να καταναλώσει και για να ανθίσει η οικονομία και ο πολιτισμός των σκυλάδικων («πολιτιστικά κέντρα» τα έλεγε υπουργός της εποχής). Αυτά επισήμαινε την ίδια περίοδο ο Π. Κονδύλης. Και η απάντηση του Α. Παπανδρέου στις υπεύθυνες αυτές επισημάνσεις, ήταν ό, τι πιο καταστροφικό έχει ακουστεί για τις επόμενες γενιές και γι’ αυτό ανήθικο: «Τσοβόλα δώστα όλα». Και ήταν τόσο σοβαρή η εκτροπή στην οποία οδήγησε τη χώρα ο Α. Παπανδρέου, ώστε, παρά τη μνημειώδη αδιαφορία του για την τύχη της, τρόμαξε ακόμη και ο ίδιος στη θέα του δικού του «έργου». Θυμίζω τι είπε σε κάποια κρίση ειλικρίνειας (μόνο σε στιγμές κρίσης τέτοιες προσωπικότητες λένε την αλήθεια): Ότι αν δεν αφανίσουμε το δημόσιο χρέος, θα αφανίσει αυτό τη χώρα.
.
Την πιο χαρακτηριστική εξήγηση για την καταστροφική αυτή συμπεριφορά του Α. Παπανδρέου απέναντι στη χώρα, την έδωσε την ίδια περίοδο ο αξέχαστος Χ. Παπουτσάκης, εκδότης του «Αντί». Ο οποίος, σε συνέντευξή του, έλεγε πως αν τηλεφωνήσει ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας στον Α. Παπανδρέου για να του αναγγείλει ότι βρήκε τον τρόπο που οδηγεί στη λύση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας, αυτός θα τον παραπέμψει στην Κοκόλα για να κλείσει ραντεβού, το οποίο όμως ουδέποτε θα πραγματοποιηθεί. Αν όμως κάποιος τον ειδοποιήσει ότι στελέχη του κόμματός του έκαναν κριτική σ’ αυτόν και άρα υπονομεύεται η εξουσία του, τότε θα κινητοποιήσει όλον τον κρατικό μηχανισμό, για να τον φέρει αμέσως μπροστά του. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως ο βαθύτατα ευγενής Λ. Κύρκος, στην αποχαιρετιστήρια από τον κόσμο αυτό συνέντευξή του, αναφερόμενος στον Α. Παπανδρέου, μίλησε για «βαθιά διεφθαρμένο» άτομο. Ούτε η ανάλογη εκτίμηση ενός από τους κορυφαίους διανοητές της Ευρώπης, του Κ. Καστοριάδη. (Ο Κύρκος και ο Καστοριάδης τον γνώριζαν προσωπικά από τη νεανική τους ηλικία. Άρα ήξεραν τι έλεγαν).
.
.
Αφορμή να θυμηθούμε τα παλιά, ήταν όχι μόνον οι δηλώσεις Βορίδη, αλλά και ο «δημοκρατικός» ορυμαγδός που αυτές ξεσήκωσαν. Να εξηγηθούμε λοιπόν. Τι είπε ο κ. Βορίδης; Ότι η κρίση στην Ελλάδα έχει συγκεκριμένο όνομα και επώνυμο: Ανδρέας Παπανδρέου. Αυτό δηλαδή που χιλιάδες άλλοι επαναλαμβάνουν. Μετά την κρίση βεβαίως, διότι παλιότερα ελάχιστοι το επισήμαιναν, μια και όλοι σχεδόν ήταν τρόφιμοι του εθνικού παρασιτισμού, δηλαδή της πολιτικής Ανδρέα.
.
Με την κριτική που ασκείται λοιπόν στον κ. Βορίδη, είτε δηλαδή σε επίπεδο δίκης προθέσεων ή με μετάθεση του προβλήματος («τι έκανες στα νιάτα σου;»), απλώς συσκοτίζεται και πάλι η πραγματικότητα. Τη στιγμή ακριβώς που ο κ. Βορίδης προσφέρθηκε από μόνος του σε κριτική, αφού συμπεριφέρθηκε και ο ίδιος με παλαιοκομματική υποκρισία, λέγοντας τη μισή αλήθεια για το προφανές.
.
Διότι, ναι μεν η παρακμή έχει τον «γεννήτορά» της (Α. Παπανδρέου), αλλά επακολουθεί ο «διάδοχος» (όχι αυτός που λέει η λέξη, αλλά άλλος), ο οποίος – οπαδός άλλωστε του Α. Παπανδρέου – ήταν εξ ίσου καταστροφικός με αυτόν. Είναι ο Κ. Καραμανλής ο μικρός, ο οποίος, επαγγελλόμενος την «επανίδρυση», εννοούσε την καταστροφή των όποιων, έστω και δειλών και ανολοκλήρωτων νεωτερικών μέτρων της περιόδου Σημίτη και την ολική επαναφορά των χειρότερων ημερών του «ανδρεϊσμού». Και το διέπραξε.
.
Θυμίζω πως «χωρίς να βάλει καρφί στη χώρα» διόγκωσε ανεύθυνα και αλόγιστα το δημόσιο χρέος. Θυμίζω πως με τα «κόλπα» του κ. Παυλόπουλου, βρυκολάκιασε ακόμη και το δόγμα του «δηλιγιαννισμού», ότι δηλαδή «οι έχοντες τα ολιγότερα προσόντα, είναι και οι πλέον ικανοί», αφού καταστρατηγήθηκε ακόμη και το ΑΣΕΠ. Έτσι, μπορεί κάποιοι να «ψήφιζαν Σημίτη για να μην έλθει το ΠΑΣΟΚ», όπως με τον πνευματώδη τρόπο του υποδείκνυε ο Δ. Σαββόπουλος, όμως αυτό ξανάρθε από την πίσω πόρτα, ως «επανίδρυση» του Κώστα Καραμανλή. Μεταμφιεσμένο δηλαδή και με απεχθέστερο ακόμη πρόσωπο, το οποίο και εκθείαζε στην ομιλία του ο κ. Βορίδης. Διότι, εγκαλώντας το «ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ», μίλησε θετικά για την επαναφορά του. Την «επανίδρυση» δηλαδή του Κώστα Καραμανλή.
.
Τι σού είναι ο παλαιοκομματισμός! …
.
Αν με ρωτήσετε ποιού η υποκρισία είναι μεγαλύτερη, αδυνατώ να απαντήσω.
.
Υ.Γ. Μόλις τέλειωσα τις γραμμές αυτές, διάβασα πως και ο κ. Τσίπρας υιοθέτησε επίσημα τον «ανδρεϊσμό» που περιγράφουμε. Με το όνομά του μάλιστα και χωρίς τα ψευδώνυμα περί «επανίδρυσης», του κ. Βορίδη. Η Ελλάδα δηλαδή ξαναγίνεται ένα «απέραντο ΠΑΣΟΚ». Του Ανδρέα βεβαίως.