Οταν άκουσα χθες κάποιον, πολιτικό κατά τα λοιπά, αναλυτή να λέει πως η δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι η πρώτη πολιτική δολοφονία της μεταπολίτευσης, αναρωτήθηκα πόσα επεισόδια από τη ζωή αυτού του τόπου έχω χάσει. Οταν μάλιστα προσέθεσε πως μετά τη δολοφονία του Γρηγορίου Λαμπράκη από τους παρακρατικούς δεν είχαμε άλλα τέτοια γεγονότα στην Ελλάδα, σκέφτηκα πως η αγάπη μου για τους περασμένους αιώνες και τις αρχαίες εποχές έχει υπονομεύσει ουσιαστικά την αντίληψή μου για τον σύγχρονο κόσμο. Θα μου πείτε, δημοκρατία έχουμε, ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, και δεν είναι η πρώτη φορά που, για να αποδείξει κάποιος πόσο αισθάνεται την τραγική διάσταση των γεγονότων, χρησιμοποιεί πάσης φύσεως υπερβολές και λογικά άλματα στην αποτίμηση των γεγονότων.
Αν όντως είναι η πρώτη πολιτική δολοφονία της μεταπολίτευσης, τότε τι είναι η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, του Μομφερράτου και τόσων άλλων από τους κατά συρροή δολοφόνους της «17 Νοέμβρη»; Και γιατί, όταν προσπαθούμε να μετρήσουμε το αποθεματικό της δολοφονικής βίας που κινδυνεύει να αποτελειώσει και ό,τι έχει μείνει ακόμη όρθιο, δεν υπολογίζουμε την τριαντάχρονη, περίπου, δράση των τρομοκρατών; Συμφωνώ. Αυτοί βρίσκονται στον Κορυδαλλό, έστω σε ευρύχωρα κελιά, ενώ οι άλλοι κάθονται στα έδρανα του Κοινοβουλίου. Πλην όμως, ας μην αγνοούμε το γεγονός ότι πριν βρεθεί στον Κορυδαλλό, η συμμορία της «17 Νοέμβρη» έδρασε ανενόχλητη για τρεις δεκαετίες και έχυσε αίμα στην υποτίθεται αναίμακτη αντιπολίτευση. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, πως μπορεί να μην τους ψήφισε κανείς ποτέ, όμως τα άπαντα της σκέψης τους τα δημοσίευαν μεγάλες εφημερίδες και θεωρούνταν από πολλούς οι πιο προχωρημένες αναλύσεις της πολιτικής κατάστασης.
Την τρομοκρατία την προστάτευε μια ουδέτερη ζώνη ανοχής, αν όχι αποδοχής.
Ετοιμη την έχω τη θεωρία του συμψηφισμού, θα πείτε. Γιατί; Για να βρω ελαφρυντικά στη συμμορία των χρυσαυγιτών ή μήπως επειδή μόνον αν δούμε την πορεία που ακολούθησε η βία για να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το φαινόμενο; Υπάρχει ένα αποθεματικό βίας που είναι νομιμοποιημένο σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά όσοι προσπαθούν να ασκήσουν πολιτική επιρροή αξιοποιώντας το. Στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα ο εκτελεστής έδρασε ως επαγγελματίας, όπως ακριβώς οι κουμπουροφόροι της «17 Νοέμβρη» και των συναφών επαγγελμάτων.
Απ’ αυτήν την άποψη, μάλλον εμποδίζει την αποτίμηση του φαινομένου η διχοτομία δεξιά και αριστερά. Ακόμη και αν η Χρυσή Αυγή γεννήθηκε και ανδρώθηκε στα χαμηλότερα στρώματα της μετεμφυλιακής δεξιάς, αυτής που στελέχωσε το παρακράτος και προσπάθησε να επισημοποιηθεί με το πραξικόπημα του 1967, έχει πλέον αυτονομηθεί. Η επίθεση στον Μελιγαλά, σε ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί για μια από τις πιο εμβληματικές γιορτές της δεξιάς παράδοσης, δείχνει πως καμιά παράδοση δεν τους ενδιαφέρει, εκτός από τη δική τους. Δεν είναι οι ιδεολογικές παράμετροι που έχουν το πρόσταγμα. Το πρόσταγμα το έχει η αυτοπεποίθηση των «τιμητών» και «τιμωρών», που δεν διστάζουν να κάνουν ό,τι πολλοί θα ήθελαν αλλά δεν τολμούν. Οπως ακριβώς και με τη «17 Νοέμβρη».
Με δύο λόγια, το έργο το έχουμε ξαναζήσει. Οι πρωταγωνιστές είναι διαφορετικοί και το σκηνικό έχει αλλάξει. Το ανοσοποιητικό σύστημα της ελληνικής κοινωνίας είναι καταπονημένο, της πολιτικής μας τάξης εξουθενωμένο. Και αν μη τι άλλο, η σύγκριση με την τρομοκρατία μάς επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι το φαινόμενο δεν αντιμετωπίζεται με τα παραδοσιακά εργαλεία της πολιτικής αντιπαράθεσης.