Οι «δύο μεγάλοι» ήταν οι συνθέτες που
σημάδεψαν τη νεώτερη ιστορία της ελληνικής μουσικής. Ο Μίκης έγραψε τα
τραγούδια της ασυμβίβαστης επαναστατικής μας νιότης και ο Μάνος τραγούδησε τα
τρυφερά χρόνια του ανέμελου ρομαντισμού μας. Ωστόσο, ο Νιόνιος ήταν αυτός που
πήρε από το χέρι τη γενιά μας και πορεύτηκε μαζί μας. Όχι για να μας
καθοδηγήσει αλλά για να ντύσει την κάθε στιγμή της διαδρομής μας με τα
τραγούδια του. Ήταν, και εξακολουθεί να είναι, ο «δικός» μας τραγουδοποιός.
Έγινε επαναστάτης
(«Ήλιε κόκκινε αρχηγέ»), έγινε αντιϊμπεριαλιστής («Χο Τσι Μινχ ανασαίνεις»),
έγινε αντιστασιακός φοιτητής («Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ»), βρέθηκε στα υγρά
κελιά της Χούντας («Κι αν βγω απ? αυτή τη φυλακή»), ερωτεύτηκε μαζί μας
(«Συννεφούλα», «Είδα την Άννα κάποτε»). Κι ύστερα, στη μεταπολίτευση (παρόλο
που δεν τον ακούσαμε) μας προειδοποίησε έγκαιρα («Και το κόμμα με τραβάει απ?
το μανίκι»), τραγούδησε για την ειρήνη («Σωματική ανάγκη»), ειρωνεύτηκε τον
εθνικισμό («Σημαία, από νάυλον υψώνουμε σημαία πλαστική»), διεκτραγώδησε την
κατάσταση της χώρας («Παράγκα»).
Διαβάστε τη συνέχεια στην athensvoice.gr