Ο Άγγελος Σικελιανός με τα λόγια του Μενέλαου Λουντέμη

dimart 18 Μαρ 2017

—«Ήταν θεός; Ήταν άνθρωπος; Πού να το ξέρεις…»—

Ο Άγγελος Σικελιανός, που γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 15 Μαρτίου 1884, έμελλε να αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ωστόσο πέθανε αποκαρδιωμένος στα 67 του χρόνια, στις 16 Ιουνίου του 1951, όταν αντί για το φάρμακό του ήπιε απολυμαντικό, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρότατα εγκαύματα το αναπνευστικό του σύστημα.

Το 1976, ο φίλος του Μενέλαος Λουντέμης δημοσιεύει το βιβλίο Ο Εξάγγελος (Α. Σικελιανός) από τις εκδόσεις Δωρικός (τις περίφημες μπορντό δερματόδετες εκδόσεις του Λουντέμη με τις οποίες μεγαλώσαμε). Πρόκειται για έργο αφιερωμένο στον ποιητή, μέρος της ζωής του οποίου παρακολουθεί ο Λουντέμης, περιγράφοντας παράλληλα στον αναγνώστη την κοινωνία μα και το λογοτεχνικό σινάφι της εποχής. Διόλου τυχαία ο Λουντέμης αποκαλεί «Εξάγγελο» τον Σικελιανό του υψιπετούς λυρισμού, αποδίδοντάς του την ιδιότητα του προσώπου που στην αρχαία τραγωδία ερχόταν να ανακοινώσει στους θεατές όσα (συνήθως φριχτά) είχαν συμβεί στα ενδότερα. Ήδη ο τίτλος του έργου αποκαλύπτει την άποψη του Λουντέμη για τον Σικελιανό που θεωρούσε πως επρόκειτο για πνευματικό άνθρωπο που είχε αναλάβει να διαφωτίζει το κοινωνικό σύνολο για όσα εκείνο δεν μπορούσε να δει – εικόνα που δεν απέχει από την πεποίθηση του ίδιου του ποιητή σχετικά με τον ρόλο του Ποιητή (με π κεφαλαίο) ως ηγέτη. Εξάλλου το ποιητικό του έργο, ως εκπροσώπου της ποιητικής γενιάς του 1910, είναι έργο της φιλοσοφικής αναζήτησης, επηρεασμένο από τον Νίτσε και την περί υπερανθρώπου θεωρία του.

Στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από τον Εξάγγελο, σε επιλογή της Νατάσσας Συλλιγνάκη, διαφωτιστικό για το δέος (μα και τον φθόνο) που προξενούσε στην εποχή του ο εισηγητής της Δελφικής Ιδέας (οι Δελφοί, ως το κέντρο σύνθεσης των αντιθέσεων των λαών) και των δελφικών γιορτών (από το ίδιο βιβλίο, και η περιγραφή της θρυλικής κηδείας του Παλαμά).

Το αφιέρωμα του dim/art ολοκληρώνεται με το βιογραφικό και την εργογραφία του Άγγελου Σικελιανού από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

* * *

[Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη, Ο Εξάγγελος, Δωρικός 1976. Ανθολόγηση: Νατάσσα Συλλιγνάκη]

(Το ‘γραψα στη Μογκοσάια -πικρά, αγκομαχώντας- από το 1973 ως το 1975).

Ήταν θεός; Ήταν άνθρωπος; Πού να το ξέρεις… Δεν έκανε κανένα θάμα. Για άνθρωπος, ωστόσο, του ‘πεφτε κάπως λίγο. Δεν έκανε καμιάν ασκήμια. Ήταν Π ο ι η τ ή ς. Αυτό τα λέει όλα. Πάντως, για την σκιαγραφία του, δεν πρόκειται να δανειστώ ξένες γνώμες, ούτε ν’ ανατρέξω σε ξένα ερανίσματα. Ο Άγγελος Σικελιανός θα ζήσει μέσα σ’ αυτές τις σελίδες όσο έζησε και στη ζωή του. Μνήμη του είναι η μνήμη μου. Να γιατί με τόσον πόνο —και με τόσην ευλάβεια— αρχίζω τούτο το γραφτό. Όχι έργο, όχι βιογραφία, μα μια κατάθεση ψυχής, ένα ευλαβικό αφιέρωμα σ’ έναν που ήρθε σ’ εμάς περπατώντας πάνω απ’ τις κορφές, και κατόπι χάθηκε μες τους αστερισμούς των μεγάλων προγόνων του Στίχου.

[…]

Ο Άγγελος Σικελιανός δεν μπορούσε να γεννηθεί αλλού.

Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να γεννηθούν οπουδήποτε χωρίς να ξαφνιάσουν κανέναν, ούτε και τους εαυτούς τους. Μα ο Σικελιανός ήταν τόσο ελληνόπρεπος, τόσο δωρικός, που κάθε άλλος χώρος θα τον παραμόρφωνε και θα τον ψεύτιζε. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα άνθρωποι που, ενώ το ξέρουν θετικά πως γεννήθηκε στη Λευκάδα, επιμένουν πως γεννήθηκε στους Δελφούς. Και όχι μόνο γεννήθηκε, αλλά και π λ ά σ τ η κ ε. Ποτέ, και γύρω από κανέναν ποιητή, δε δημιουργήθηκαν τόσοι θρύλοι, δεν ειπώθηκαν τόσοι μύθοι, και δε σκαρώθηκαν τόσα απίθανα ιστορήματα. Έτσι, δύσκολα κανείς μπορεί να βρει τα καθαρά ανθρώπινά του συστατικά.

Η Ελλάδα είχε κι έχει πολλούς και ποιητές και στιχουργούς. Τέτοιον λειτουργό όμως δεν είχε άλλον. Γιατί ο Σικελιανός δεν έγραφε, χάραζε. Δεν ήρθε να μας ευφράνει. Ήρθε να χρησμοδοτήσει. Να μας φέρει ένα άγγελμα —πότε φριχτό και πότε χαρμόσυνο— μα πάντα άγγελμα.

[…]

Ο Ποιητής μας ήταν πλατύστερνος και σα δημιουργός και σαν άντρας. Οι πίπες του, τα χαρτιά του, οι πένες του, τα ψηφία του, όλα ήταν μεγαλύτερα απ’ το κοινό μέτρο. Το ίδιο κι οι διασκελισμοί του κι οι χειρονομίες του.

[…]

Ο Σικελιανός δεν αντέγραψε, δε μιμήθηκε, δεν ξεσήκωσε κανέναν· ούτε σαν άνθρωπος, ούτε σαν ποιητής, ούτε σαν άντρας. Όλα του δόθηκαν έτοιμα κι από δυο μάλιστα μητέρες: απ’ τη Μούσα κι απ’ τη Φύση.

Υπήρχαν στην εποχή του πολλές φαρμακόγλωσσες, που διαδίδανε ότι ο Σικελιανός τότε που ‘γραφε δεν έλεγε ποτέ «γράφω», αλλά «ιερουργώ». Δεν είν’ αλήθεια. Προσωπικά δεν τον άκουσα ποτέ να προφέρει αυτή τη λέξη. «Δημιουργώ»… ναι, το είπε πολλές φορές, όπως δα κι όλοι μας.

Όμως τι να το κάνεις… Ο φθόνος είναι κι αυτός, συχνότατα, «ταλέντο». Το ταλέντο κείνων που καταδικάστηκαν να πεθάνουν χωρίς ταλέντο. Και αυτοί οργιάζουν και —συχνά πυκνά— μεσουρανούν σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη, φτάνει να βρεθούν οι «νονοί», οι «ιμπρεσάριοι» και οι «Μαικήνες», που σε τόσην αφθονία υπάρχουν για όλες τις μετριότητες. Να… από κάτι τέτοια στόματα ξεκίνησαν τα διάφορα παραμύθια, που ο ίδιος όμως δεν έκανε τίποτα για να τα σταματήσει.

– Άσε, έλεγε. Να διασκεδάσω κι εγώ λιγάκι. Μόνο εκείνοι θα διασκεδάζουν;

– Κείνοι δεν διασκεδάζουν, του έλεγα. Υποφέρουν.

– Μπορούν ν’ αυτοθεραπευτούν.

– Αλίμονο. Δε θα το κάνουν. Αν είχαν ταλέντο, δε θα πληγώνονταν. Έτσι δε θα δοκίμαζαν να πληγώσουν εσένα.

– Τι να σου κάνω, αγαπημένε μου; Δεν μπορώ να τους βοηθήσω· σε τίποτα.

[…]

Σ’ όλη τη διάρκεια της φιλίας μας, δε θυμάμαι ποτέ ν’ ανταμώσαμε με συννεφιά. Σικελιανός και άνοιξη, Σικελιανός και καλοκαίρι. Ποτέ Σικελιανός και χειμώνας. Αυτόν τον άνθρωπο τον διεκδικούσαν μόνο τα καλοκαίρια. Ή, πιο σωστά, εκείνος τα κατακύρωνε για τον εαυτό του. Δίκαια. Και γι’ αυτό ζούσε απαραξένευτος, σα να ‘ταν οι εποχές δικές του. Το χειμώνα τον καταργούσε. Κλεινόταν στα μοναστήρια ή έπιανε τις ηλιόλουστες πλαγιές του Παρνασσού και παραχείμαζε εκεί. Στο Χρυσό ή στους Δελφούς. Μακρινοί τόποι για μας που ντυθήκαμε την Αθήνα. Πραγματικά, την Αθήνα τη φορούσαμε. Και γι’ αυτό στο πρώτο ξεμάκρεμα τρέχαμε να ζουφωθούμε στον κόρφο της. Να ποια ήταν η διαφορά. Εμείς κρυβόμασταν μες στην Αθήνα, κείνος κρυβόταν απ’ την Αθήνα.

Μα η άνοιξη δεν αργούσε. Κι ο Φοίβος ερχόταν, σα να τον έφερε κάποιο άρμα πορφυρό! Και εισέβαλε στη ζωή μας, για να μας επιβάλει τη θεϊκή του παρουσία. Πώς γινόταν και χάνανε όλοι μπροστά του το ανάστημά τους; Ψηλός, με την έννοια του ύψους, δεν ήταν τόσο πολύ. Ο Καζαντζάκης, ο Σκίπης, ο Μελαχροινός ήταν ψηλότεροι. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για το απλό συμβατικό ύψος. Ήταν η υποβολή. Η στάση, η χειρονομία, ο λόγος, η κίνηση. Αν όμως τα ‘χαν κι οι άλλοι όλα αυτά, θα ‘πεφταν στον μπαλαφαρισμό. Ενώ ο Σικελιανός θα ψεύτιζε αν τα εγκατέλειπε. Του ήταν ξένο το κοινό μέτρο. Αν το εφάρμοζε, θα γινόταν αφύσικος, θλιβερός. Και τότε θα υποκρινόταν.
[…]

Ολόκληρο το κείμενο στο dimartblog