Στις 5/8/2020, χάσαμε έναν άξιο εκπρόσωπο τής ρεμπέτικης «παρέας», ίσως και του τρόπου ζωής, τον αείμνηστο λαϊκό τραγουδιστή, Αγάθωνα Ιακωβίδη.
Πάντα, όταν φεύγει ένας χρήσιμος άνθρωπος, οι σκέψεις μας… πετάνε, ανιχνεύουν τη δημιουργική ανθρωπογεωγραφία μας και καταγράφουν τα κενά τα οποία δημιουργούνται από τις οριστικές απουσίες στην πολιτιστική μας πραγματικότητα.
Έτσι και τώρα, ο Αγάθωνας, επί πολλά χρόνια ακολούθησε τους ήχους τής λαϊκής έκφρασης, αγκυροβολημένος, ως επί τω πλείστον, στους μουσικούς δρόμους της Μικράς Ασίας και της Σμύρνης, αλλά και τις πανέμορφες μελωδίες των τραγουδιών, που δημιουργήθηκαν και διαμορφώθηκαν σε δύσκολες εποχές, ήρθαν και ρίζωσαν στην κοινή συνείδηση, πριν, κατά και αμέσως μετά τον Β? Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα λαϊκά τραγούδια του ?40 και του ?50 κατά κύριο λόγο· όχι πως στάθηκε αδιάφορος στα δημοτικά τραγούδια και στα άλλα που γεννήθηκαν παράλληλα και παράπλευρα των ρεμπέτικων και των λαϊκών σκοπών, άλλων εποχών· εκεί που στάθηκε κι αφιερώθηκε ο Αγάθωνας, ήταν η έκφραση, ο τρόπος, το ύφος καθώς και η παραπονιάρα του φωνή, που μετέφεραν την αυθεντικότητα και την ταυτότητα μιας ολόκληρης εποχής τής λαϊκής μας μουσικής, μαζί με την κορμοστασιά του και με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Με την πραότητα, την βαθιά και σταθερή μνήμη, την μουστάκα του, που πάντα τον… συνόδευε με περισσή περηφάνια, το δικό του νοσταλγικό περιθώριο που επιθυμούσε να τον περιβάλλει, καθώς και την ανεπιτήδευτη απλότητά του σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του…
Πάρτε ένα-ένα τα προαναφερθέντα και να είσαστε σίγουροι πως σ? αυτό το πλαίσιο, όσο κι αν φαντάζει εξωπραγματικό, μπορούμε να τοποθετήσουμε ένα σημερινό άνθρωπο, όπως υπήρξε ο Αγάθωνας, και να τον θεωρήσουμε αυθεντικά σύγχρονο ρεμπέτη· είχε υιοθετήσει τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνα του παλαιού αυτοδίδακτου μουσικού, που ύφαινε τα ντέρτια και τους καημούς του με το μπουζούκι ή τον μπαγλαμά και τραγουδούσε για τον κάθε απλό πολίτη, αλλά και το αντίστοιχο κοινωνικό περιθώριο (ή περιβάλλον, αν θέλετε).
Γνωρίζουμε καλά τα κοινωνικά στρώματα που έχουν αναπτυχθεί, από την μεταπολίτευση και εντεύθεν. Παρά τη διαφορετική οικονομική ανάπτυξη, με παλαιότερες συγκριτικά εποχές, μέσα στην Ευρωπαϊκή οντότητα, και μέσα στο πλαίσιο ενός ανοικτού κι ελεύθερου πολιτιστικού οράματος· με ανοιχτές πλέον τις επικοινωνιακές γέφυρες, μέσα στην εποχή του internet και στο κλίμα τής παγκόσμιας ανταλλαγής πνευματικών κατακτήσεων, μεταξύ των χωρών, υπάρχει και ο παράλληλος κόσμος του περιθωρίου!
Μην κάνουμε το λάθος να προσπεράσουμε μια τέτοια πραγματικότητα, επειδή τα φώτα της δημοσιότητας δεν τη φωτίζουν επαρκώς. Πολλές από τις παραδόσεις και τις εθνικές μνήμες μας, συνεχίζουν να υπάρχουν με ισχυρή παρουσία στη σύγχρονη καθημερινότητα. Θρησκευτική πίστη, παραδοσιακοί χοροί, γλώσσα, τοπικές παραδόσεις διατροφής, διατήρηση οικογενειακού ιστού, σύνδεση με την αρχαία τραγωδία και κωμωδία, ζωντανή σχέση με τα δημοτικά και λαϊκά τραγούδια, κ.α.
Την ίδια στιγμή όμως συνυπάρχει και το αντίπαλο δέος ενός ευτελούς μουσικού προϊόντος. Θα παρατηρήσει εύκολα κανείς πως οι διαφημίσεις, για τα νεότερα τραγούδια, καλά κρατούν· ένας σωρός από «καλλιτεχνικά» σκουπίδια, που αυτοονομάζονται… μοντέρνα, σύγχρονα, νεανικά, pop· με υπεραπλουστευμένο και ελαφρότατο στίχο, πολυμασημένη μουσική, με αφελή αισθητική, προερχόμενη από τα τηλεοπτικά πρωϊνάδικα και τα νυχτερινά αντίστοιχα θεάματα, έχουν κατακτήσει μεγάλο μέρος της λαϊκής διασκέδασης-ψυχαγωγίας, με σημαία τον λαϊκισμό και το υποβαθμισμένο περιεχόμενο… Μέσα όμως σ? αυτή την αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, επιμένει, πεισματικά θα έλεγα, και η αίγλη, η γοητεία, το μεράκι, του παλαιού τρόπου της τραγουδιστικής τέχνης, από τότε που εμφανίστηκαν στην ελληνική δισκογραφία οι πρώτες ηχογραφήσεις των ανθρώπων του τότε κοινωνικού περιθωρίου, χοντρικά από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα… Κυρίαρχα θέματα της εποχής ήταν και κάποια από αυτά που συμβαίνουν και σήμερα… Έναν αιώνα μετά!!!
Όσο σοκαριστικό κι αν είναι, πιστέψτε την ιστορία. Τότε, πριν 100 χρόνια, οι πρώτες ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών έγιναν από μετανάστες Έλληνες που ξενιτεύτηκαν στην Αμερική· λίγο αργότερα 1.500.000 πρόσφυγες ήρθαν ξεριζωμένοι από τη Σμύρνη και τα Μικρασιατικά παράλια, ελπίζοντας να βρουν απάγκιο στη μητέρα πατρίδα… Σε μια χώρα που δεινοπάθησε με τις απανωτές συμμετοχές της σε πολέμους κι εκστρατείες, γεωγραφικές μοιρασιές, κατακτητικές υποδουλώσεις, δικτατορίες, διώξεις, εμφυλίους, φυλακές, εξορίες και κοινωνικούς αποκλεισμούς!
Πώς θα ήταν δυνατόν, μέσα σε τέτοιες συνθήκες, να μην δημιουργηθεί κοινωνικό περιθώριο; Θα έλεγα πως το μεγαλύτερο μέρος τού ελληνικού λαού βρισκόταν σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση· τα παλιά τραγούδια λοιπόν διακατέχονταν από την ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων τής απόγνωσης.
Ρίζωσαν και ταυτίστηκαν με την ψυχή, το πνεύμα και το σώμα. Πώς είναι δυνατόν να ξεχαστούν, λοιπόν;
Και, «η ζωή τραβάει την ανηφόρα». Ο χρόνος πάντα κυλάει (ή μας γλιστράει), οι παλαιοί βάρδοι αντικαθίστανται από καινούργιους. Πάντα ξεπηδάνε φωνές και χαρακτήρες, οι οποίες συνεχίζουν να παίρνουν τη σκυτάλη και δημιουργούν ακατάπαυστα, από τη δεκαετία του 50 μέχρι και τις μέρες μας. Παράλληλα, στην κοινωνία, διαμορφώνονται διάφορες κοινωνικές ομάδες· άνθρωποι με σεξουαλικές ιδιαιτερότητες, οργανώσεις με ρομαντικούς επαναστάτες, άτομα οικονομικά… εκτοπισμένα, συμμορίες από παράνομους, έμποροι και χρήστες ναρκωτικών, καθώς και συνειδητοί αναχωρητές, οι οποίοι απορρίπτουν ιδεολογικά τις κοινωνικές συμβάσεις.
Το κλίμα περιθωρίου τού Αγάθωνα, το οποίο υπαινίχτηκα πιο πάνω, βρίσκεται στο παράλληλο Σύμπαν της Κας Κούλας, και των Εσκενάζυ, Αμπατζή, Μαρίκας Φραντζεσκοπούλου (Πολίτισσα), Χασκήλ, Γεωργακοπούλου, Μπέλλου και της Νίνου· των Χατζηχρήστου, Παγιουμτζή, Ρούκουνα, Στελλάκη Περπινιάδη, Κάβουρα… Το ότι ο Αγάθωνας (ο κάθε αντίστοιχος σημερινός Αγάθωνας), απολάμβανε κάποιας αναγνωρισιμότητας (λόγω ΜΜΕ και internet) και μπορούσε να βιοπορίζεται από αυτό που αγαπούσε, δεν είναι από τα ουσιώδη.
Η φωνή και ό,τι εξέπεμπε ο Αγάθωνας, είχε τις ρίζες του στα προαναφερόμενα· φωνή παραπονιάρα, τραγούδια στο ίδιο ύφος, λαϊκά έγχορδα όργανα, βυζαντινά στοιχεία και μουσικοί δρόμοι (τρόποι-κλίμακες) που έρχονται από τη μακρινή, αλλά και επίμονη, μνήμη μιας μουσικής κουλτούρας η οποία ξέρει και δύναται να εισχωρεί στον σύγχρονο άνθρωπο.
Το περιθώριο σήμερα συνεχίζει τον ίδιο Γολγοθά. Όσο η οικονομία λειτουργεί με τέτοιες ανισότητες, με τόσο μεγάλο κοινωνικό ρήγμα κι απόσταση μεταξύ φτωχών και πλουσίων, το περιθώριο απλώς θα γιγαντώνεται με περισσότερους και με πιο επίμονους «φιλοξενούμενους», οι οποίοι θα μοιράζονται την ίδια κουλτούρα.
Σε αυτή την κουλτούρα θα αναβιώνουν μοντέλα παλιάς ζωής και στοιχεία λαϊκής αισθητικής, που θα αναδεικνύουν τον πόνο, την οργή, το πάθος, τη διαμαρτυρία, τη φτώχια, αλλά και τη ριζική αντίθεση με τα συστήματα που δημιουργούν, διατηρούν και κυρίως α δ ι α φ ο ρ ο ύ ν, για την ύπαρξη τέτοιας σκληρής και άδικης πραγματικότητας.