—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα—
Στην περίοδο της μακράς μεταπολίτευσης, η Ελλάδα είχε επιτύχει τρεις μείζονες οικονομικές και πολιτικές συμφωνίες που εξασφάλιζαν την αταλάντευτη ευρωπαϊκή προοπτική της: η πρώτη ήταν η ένταξή της στην ΕΟΚ, η δεύτερη ήταν η ένταξή της στη συνθήκη Σέγκεν και η τρίτη ήταν την ένταξή της στην ΟΝΕ. Η πρώτη συμφωνία δεν σηματοδοτούσε απλώς την ένταξη της χώρας σε μια ενιαία οικονομική αγορά αλλά την ιστορική επιλογή μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας. Την επιλογή αυτή την περιέγραφε καλά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στη σχετική αγόρευσή του: «Η Ελλάς από σήμερα αποδέχεται οριστικά την ιστορική πρόκληση και την ευρωπαϊκή της μοίρα, διατηρώντας την εθνική της ταυτότητα. Έχουμε εμπιστοσύνη και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα». Την ίδια ιστορική επιλογή υποστήριξε και ο Λεωνίδας Κύρκος, κλείνοντας τα αυτιά του στις σειρήνες του λαϊκισμού που φώναζαν συνθήματα: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που το ΚΚΕ εσ. αναλάμβανε συμβολικά αλλά και έμπρακτα το ρόλο του ως δύναμη εθνικής και δημοκρατικής ευθύνης, υπερβαίνοντας, κατά τη γνώμη μου, οριστικά το βάρος του εμφύλιου τραύματος.
Η δεύτερη συμφωνία αφορούσε την προοδευτική κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, την καθιέρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας για όλα τα πρόσωπα και τα αγαθά, ανάμεσα στα κράτη που υπέγραψαν τη Συμφωνία Σένγκεν. Η εν λόγω συμφωνία ωστόσο δεν ήταν απλώς μια συνθήκη διευκόλυνσης των διαβατηρίων αλλά κυρίως μια εγγύηση ασφάλειας, καθώς ρύθμιζε την αστυνομική και δικαστική συνεργασία μεταξύ των χωρών, που είχαν συναποφασίσει να ενισχύσουν το νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Η τρίτη συμφωνία αφορούσε την ΟΝΕ. Και πάλι, όποιος νόμιζε ότι η συμφωνία αφορούσε την κυκλοφορία ενός νέου νομίσματος, συρρίκνωνε απελπιστικά το ευρύτερο σχέδιο της οικονομικής συνεργασίας. Ο Κώστας Σημίτης, γνωρίζοντας λεπτομερειακά την ανισομέρεια των συμβαλλόμενων μερών, έχει περιγράψει με ενάργεια το μεγάλο κάδρο: «Η ΟΝΕ δεν είναι όμως µια παρέα προηγμένων χωρών που έχουν κοινά συμφέροντα αντίθετα προς εκείνα των χωρών που υστερούν. Είναι ένα εξελικτικό στάδιο της Ένωσης, ώστε να διευκολυνθεί η οικονομική συνεργασία των µελών της, να δημιουργηθούν σχέσεις οι οποίες θα ενδυναμώνουν την κοινή προσπάθεια ανάπτυξης, να επιτευχθεί βαθμιαία σύγκλιση των οικονομιών και καλύτερη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που παρέχουν η κατάργηση των συνόρων και οι κοινές επιδιώξεις. Είναι κοινό σχέδιο προόδου»…
Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art