Ο Αδριανός είχε δώσει να του χαράξουν στο δέσιμο του δαχτυλιδιού του αυτά τα λόγια: Natura deficit, fortuna mutatur, Deus omnia cernit. Δηλαδή: Η φύση θα σε προδώσει, η τύχη σου θα αλλάξει κι ένας θεός τα παρακολουθεί όλα.
Ήταν μια υπενθύμιση προς εαυτόν, κάτι σαν φυλαχτό απέναντι στην αυταπάτη και την βλάσφημη αλαζονεία μιας παντοδύναμης εξουσίας. Είναι φανερό ότι ο Ταγίπ Ερντογάν δεν είχε την σοφία του Ρωμαίου αυτοκράτορα, όπως τον παρέδωσε στην ιστορία η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Δεν φρόντισε να προφυλάξει τον εαυτό του. Κι αυτό το εκ των υστέρων «είμαι θνητός», που είπε στο CNN, δεν είμαι σίγουρος ότι το πιστεύει.
Το τουρκικό δράμα των ημερών, το δημοψήφισμα, με όσα προηγήθηκαν και όσα έπονται, μπορεί κανείς να το δει με πολλούς τρόπους.
Είναι το δράμα μιας χώρας που, για μια στιγμή στην ιστορία της, έμοιαζε ικανή να εξημερώσει τους δαίμονές της. Να αποκτήσει μια δημοκρατία που μπορεί πράγματι να δίνει τον λόγο στον Δήμο και δεν χρειάζεται τους στρατηγούς της γα να διορθώνουν, με τα όπλα, τον Δήμο όταν «κάνει λάθος». Να ειρηνεύσει τη συμβίωση των διαφορετικών «εθνών» της. Να προσεγγίσει, όπως εξ αρχής φιλοδοξούσε, τον δυτικό κανόνα χωρίς να χάσει την ανατολική ιδιοπροσωπία της. Κι έπειτα, μέσα σε λίγους μήνες, οι δαίμονες επέστρεψαν. Ο σωτήρας μοιάζει δήμιος, ο ελευθερωτής δυνάστης. Η ειρήνευση ματώνει και ο δημοκρατικός κανόνας γίνεται θύμα εκείνων που ήταν ως πρόσφατα τα θύματα των παραβιάσεών του.
Θα μπορούσε, επίσης, να διαβαστεί ως ένα ακόμη σημαδιακό επεισόδιο στο γεωπολιτικό δράμα της Μέσης Ανατολής που, από τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα, χάρη στην παραδειγματική τύφλωση της Δύσης, παραδίδεται στις πιο σκοτεινές, αντι-νεωτερικές δυνάμεις. Η χώρα που, στα μάτια της Δύσης πάντα, ήταν η μόνη γέφυρα εκλογίκευσης του σκοτεινού κόσμου, μοιάζει να γλιστρά και αυτή προς το έρεβος.
Θα μπορούσε, τέλος, να διαβαστεί και ως μια νέα στροφή στη μακρά περιπέτεια των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπου η πολιτική δύναμη που επικύρωσε την ευρωπαϊκή στρατηγική της Τουρκίας και δικαίωσε την αντίστοιχη ελληνική στρατηγική του Ελσίνκι, το ΑΚΡ του Ερντογάν, απειλεί να την εκτροχιάσει οριστικά.
Όλες αυτές οι αναγνώσεις, από τόσο διαφορετικές οπτικές γωνίες, είναι θεμιτές και ενδιαφέρουσες. Μα εγώ, ίσως επειδή τον γνώρισα νεοεκλεγέντα δήμαρχο Κωνσταντινούπολης το 1995 και υποψήφιο πρωθυπουργό το 2002, βλέπω το τουρκικό δράμα κυρίως ως μια παραλλαγή σεξπιρικής τραγωδίας, με τον Ταγίπ στην θέση κάποιου Ριχάρδου ή Ερρίκου ή Μακμπέθ. Ως μια παραβολή για την εξουσία και την, μέχρις αυτοκαταστροφής, μέθη που προκαλεί.
Ο Ερντογάν, στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας αυτού του αιώνα, ήταν ο λυτρωτής της Τουρκίας, ο πολιτικός ηγέτης που μπορούσε ταυτόχρονα να εκπροσωπεί τις συντηρητικές, θρησκευόμενες μάζες της ανατολίας, τους «δίχως φωνή», να εμποδίζει στο κεμαλικό κατεστημένο, να τους εξοστρακίζει, μα ταυτόχρονα να τους ενσωματώνει σε ένα δημοκρατικό κεκτημένο και σε μια φιλοδοξία συμμετοχής στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Ήταν ποτέ ρεαλιστικό αυτό το όνειρο; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αυτό που ξέρουμε είναι πως, από την αραβική άνοιξη κι ύστερα, ο ευρωπαϊστής θέλησε να γίνει χαλίφης, κι έτσι εξελίχθηκε ο δημοκράτης σε τύραννο, ο ελευθερωτής σε δεσμοφύλακα, ο εκλεκτός των πολλών σε εκλεγμένο δικτάτορα. Ο ειρηνοποιός σε κίνδυνο για την ειρήνη.
Εδώ βρισκόμαστε, νομίζω. Fortuna mutatur…