- «Ο ΜακΚέιν ήταν υποψήφιος πρόεδρος και έχασε, μετά δεν τον πολυχώνευα, γιατί δεν μου αρέσουν οι losers…»
- «Μα, είναι ήρωας πολέμου, αιχμαλωτίστηκε…»
- «Φρανκ, είναι ήρωας πολέμου γιατί αιχμαλωτίστηκε, εμένα μου αρέσουν οι άνθρωποι που δεν αιχμαλωτίζονται.»
Τα τελευταία είναι τα λόγια ενός -κατά δήλωση- «μεγάλου πατριώτη», του Ντόναλντ Τραμπ. Πρόκειται για ένα από τα πολλά επεισόδια, όπου ο Τραμπ εκδηλώνει την πλήρη έλλειψη αναστολών και παντελή αδιαφορία για τις συνέπειες λόγων και πράξεών του, όπου δίνει, με χαρακτηριστική άνεση, βορά στο πλήθος όποιον δεν τον εξυμνεί, είτε αυτός προέρχεται από το κόμμα του είτε όχι. Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, άλλωστε, πλέον του ανήκει. Φυσικά εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε κάποια δυνατότητα να επηρεάσουμε το αποτέλεσμα μιας τόσο κρίσιμης και αμφίρροπης αναμέτρησης, αλλά καλό είναι να γνωρίζουμε ποια είναι η κατάσταση στις ΗΠΑ και τι κινδύνους εγκυμονεί. Τα πράγματα είναι σοβαρά και κρίσιμα.
Όπως έχω γράψει και στο παρελθόν, εδώ και καιρό, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έχει απομακρυνθεί από βασικές δημοκρατικές αρχές και ρητούς ή άρρητους κανόνες διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού. Ιδίως από την εποχή του «κινήματος του τσαγιού» (Tea Party), το κόμμα άρχισε να διολισθαίνει προς έναν ακραίο και μισαλλόδοξο λόγο. Επιδόθηκε, πρωτίστως, σε μία συστηματική προσπάθεια απόλυτης δαιμονοποίησης του πολιτικού αντιπάλου, αντιμετωπίζοντάς τον συχνά ως εχθρό της πατρίδας, ακόμη δε και ως μη γνήσιο Αμερικανό, όπως συνέβη με την περίπτωση Ομπάμα και τη συνωμοσιολογία που αναπτύχθηκε σε σχέση με την υπηκοότητά του, τον τόπο γέννησής του κοκ και η οποία είχε ασφαλώς ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
Τα τελευταία δε χρόνια, ο Τραμπ, με την ένοχη ανοχή ή και ενεργό στήριξη κορυφαίων στελεχών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ανήγε σχεδόν τα πάντα σε ζήτημα διαχείρισης της εξουσίας χωρίς καμία ηθική αξιολόγηση των επιμέρους χειρισμών, εκφράζοντας διαρκώς, ιδίως από τη θέση του Προέδρου (2016-2020), μία απαρέσκεια προς τα θεσμικά αντίβαρα και μία δίψα για απόλυτη εξουσία και συντριβή του πολιτικού αντιπάλου. Έτσι, μέσα στον χρόνο, δημιουργήθηκε μία βαθιά πολιτική και κοινωνική διαίρεση, η οποία κορυφώθηκε στις 6.1.2021 με την περίφημη εισβολή των τυφλωμένων από μίσος οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο. Η εισβολή αυτή είναι γεγονός με τεράστια συμβολική σημασία. Το έδαφος για την εξέλιξη αυτή είχε προετοιμαστεί μεθοδικά από τον ίδιο τον Τραμπ. Τη στιγμή δε της εκλογικής ήττας εκείνος ενήργησε σαν ένας εντελώς ανερμάτιστος αγκιτάτορας, αμφισβητώντας ευθέως ένα πεντακάθαρο εκλογικό αποτέλεσμα – που ελέγχθηκε όσο κανένα άλλο στην εκλογική ιστορία των ΗΠΑ. Εδώ ξεπεράστηκε πλέον κάθε όριο δημοκρατικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Ξεπεράστηκε σαφώς μία κόκκινη γραμμή.
Η προεδρική θητεία Τραμπ (2016-2020) φανέρωσε ότι ακόμη και οι ΗΠΑ μπορούν να πορευθούν την ολισθηρή πλαγιά της σταδιακής υπονόμευσης της δημοκρατίας εκ των έσω, όπως αυτή έχει εναργώς περιγραφεί στο εξαιρετικό βιβλίο των Levitsky/Ziblatt “Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες”. Οι διαπιστώσεις και προβλέψεις των δύο καθηγητών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ μπορεί να μοιάζουν δυστοπικές, αλλά είναι ρεαλιστικές και ακριβείς. Ας θυμηθούμε εδώ, εν συντομία, τι ακριβώς λένε οι Levitsky/Ziblatt:
Ως γνωστόν, υπάρχουν, κατ’ αρχάς, οι παραδοσιακοί τρόποι, οι ξαφνικοί θάνατοι των δημοκρατιών: δικτατορίες, πραξικοπήματα, κοκ. Υπάρχουν, εν τούτοις, και οι πιο ανεπαίσθητοι, οι σταδιακοί θάνατοι μιας δημοκρατίας: ένας ηγέτης πρώτα καταλαμβάνει την εξουσία με δημοκρατικό τρόπο, δηλαδή με εκλογές, αλλά στη συνέχεια διαβρώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς εκ των έσω και επιτυγχάνει έτσι την επ’ αόριστον παραμονή του στην εξουσία. Τα ιστορικά παραδείγματα εδώ πολλά και γνωστά: εκτείνονται από τον Χίτλερ μέχρι τον Πούτιν. Σημείο αναφοράς είναι, σήμερα, ακριβώς οι διάφοροι ανά τον κόσμο αυταρχικοί ηγέτες, που με ποικίλα μέσα επιχειρούν τη σταδιακή εγκαθίδρυση αυταρχικών ή ημι-δημοκρατικών καθεστώτων.
Οι Levitsky/Ziblatt καταγράφουν με σαφήνεια τους παράγοντες εκείνους που μαρτυρούν ότι κάτι δεν πάει καλά στη δημοκρατική λειτουργία μιας χώρας. Εδώ συγκαταλέγονται κυρίως οι ακόλουθοι παράγοντες: οι νομοθετικές παρεμβάσεις στους κανόνες διεξαγωγής της εκλογικής διαδικασίας (gerrymandering – φαινόμενο που παρατηρείται έντονα στις ΗΠΑ), η προσπάθεια ελέγχου της δικαιοσύνης και ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων, η αδρανοποίηση θεσμικών αντιβάρων (όπως λ.χ. οι ανεξάρτητες αρχές), η συγκέντρωση υπερεξουσιών στα χέρια της εκτελεστικής λειτουργίας, η προσπάθεια ελέγχου της ενημέρωσης και περιορισμού της ελευθερίας του Τύπου, η συστηματική και απόλυτη δαιμονοποίηση του πολιτικού αντιπάλου και, συναφώς, της έννοιας του πολιτικού συμβιβασμού, η άρνηση αποδοχής ενός δυσμενούς εκλογικού αποτελέσματος. Όσο περισσότερα από τα στοιχεία αυτά συντρέχουν, τόσο μεγαλύτερη ανησυχία δικαιολογείται, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος για μία δημοκρατία. Γι’ αυτό και καλό είναι να ανησυχεί και να αντιδρά κανείς ήδη από τα πρώτα εκφυλιστικά συμπτώματα, προτού να είναι αργά.
Η υπονόμευση της δημοκρατίας εκ των έσω αντιμετωπίζεται με ενάσκηση των βασικών ελευθεριών και δικαιωμάτων που μας εξασφαλίζει το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Αλλά δεν αρκεί αυτό. Το παράδειγμα των ΗΠΑ μάς διδάσκει ότι θα πρέπει, επίσης, τα μεγάλα κόμματα να θέτουν αμέσως στο περιθώριο ακραίες ή μισαλλόδοξες φωνές που αναπτύσσονται εντός τους (να υψώνουν δηλ. κιγκλιδώματα, guardrails), να επιδεικνύουν διάθεση συνδιαλλαγής μεταξύ τους, να μπορούν να προβαίνουν ακόμη και σε επώδυνες υποχωρήσεις σε ιδεολογικά ζητήματα και, προεχόντως, να θέτουν σε πρώτη μοίρα τη διαφύλαξη των δημοκρατικών θεσμών και των θεμελιωδών κανόνων διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού.
Παράλληλα, είναι κοινός τόπος πλέον παγκοσμίως (ύστερα από εμπειρίες, όπως η εκλογή Τραμπ, το Brexit κοκ) ότι θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα για τη δραστική μείωση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων και ιδίως για τη στήριξη περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων – που βρίσκονται κατά κύριο λόγο εκτός μεγάλων αστικών κέντρων. [Δυστυχώς, οι πολύ καλές επιδόσεις της προεδρίας Μπάιντεν (και) στον οικονομικό τομέα δεν γίνονται, καθώς φαίνεται, ακόμη αισθητές στον ευρύ πληθυσμό – εξάλλου, κατά κανόνα μία περίοδος πληθωρισμού αφήνει πίσω της αποτύπωμα που μένει, και σε ψυχολογικό επίπεδο.]
Η επικείμενη εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ, την Τρίτη 5 Νοεμβρίου, είναι κρίσιμη για τη φιλελεύθερη δημοκρατία και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Είναι, όμως, επίσης κρίσιμη και για το διεθνές γεωπολιτικό και οικονομικό σκηνικό, για το πολεμικό μέτωπο στην Ουκρανία, για τις διεθνείς συμμαχίες κοκ. Ζητήματα που επηρεάζουν και την πατρίδα μας, ασφαλώς και την ΕΕ.
Η τύχη όλων αυτών των εξελίξεων περνάει μέσα από το εκλογικό αποτέλεσμα σε επτά κρίσιμες πολιτείες των ΗΠΑ (swing states) και μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, σε συγκεκριμένες περιοχές εντός των πολιτειών αυτών. Το όποιο δημοσκοπικό προβάδισμα δίνεται μέχρι στιγμής είτε υπέρ της Χάρις είτε υπέρ του Τραμπ είναι στο όριο του στατιστικού λάθους, υπάρχει δηλ. ακόμη και το ενδεχόμενο η συντριπτική πλειονότητα των κρίσιμων πολιτειών να κερδηθεί από τη μία ή την άλλη πλευρά. Ας ελπίσουμε όμως ότι εν τέλει οι Αμερικανοί πολίτες θα αποφύγουν στην κάλπη το μεγάλο λάθος, ότι δηλ. δεν θα (επαν)εκλέξουν έναν ανερμάτιστο και ιδιαίτερα επικίνδυνο πολιτικό - ο οποίος αυτή τη φορα θα κυβερνήσει χωρίς τα "φρένα" και τις δυνάμεις αντίστασης που συνάντησε στην προηγούμενη θητεία του.