—του Γιώργου Θεοχάρη—
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς του 20ού αιώνα. Αγαπήθηκε όσο λίγοι από τρεις γενιές θεατών του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Αποτελεί μοναδική περίπτωση ηθοποιού για πολλούς και διάφορους λόγους. Ας θυμηθούμε μερικούς από αυτούς, μέσα από επιλεγμένα βιογραφικά στοιχεία, δηλώσεις του ίδιου, μαρτυρίες τρίτων και μια κριτική αποτίμηση της μοναδικότητάς του, απαντώντας σε μερικά εύλογα ερωτήματα.
Πότε γεννήθηκε, τέλος πάντων; Άγνωστο. Ξεκίνησα λέγοντας ότι ο Ντίνος Ηλιόπουλος γεννήθηκε πριν από 100+ χρόνια. Η χρονική ασάφεια οφείλεται στο ότι δεν είναι σίγουρο το πότε ακριβώς ήρθε στη ζωή. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, αλλά πότε; Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν ως ημερομηνία γέννησης τις 12/6/1915· άλλες τον θέλουν κατά ένα ή δύο χρόνια μεγαλύτερο. Ο Φιλοποίμην Φίνος έλεγε με βεβαιότητα ότι ήταν γεννημένος την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, αλλά μάλλον δεν είχε δίκιο: είναι βέβαιο ότι έβγαλε το γυμνάσιο στη Μασσαλία όπου μετανάστευσε η οικογένεια όταν ο έμπορος πατήρ Ηλιόπουλος χρεοκόπησε στην Αίγυπτο εξαιτίας του κραχ του 1929. Η οικογένεια επέστρεψε στην Αθήνα το 1935. Λίγο δύσκολο να είχε γεννηθεί, λ.χ., το 1905 γιατί τότε θα πρέπει να τελείωσε το γυμνάσιο σχεδόν τριαντάρης. Το πιθανότερο είναι να γεννήθηκε μεταξύ 1913-1915.
Μήπως μικρόδειχνε; Όχι, απλώς έπαιζε καλά. Στην ταινία Ο Ατσίδας (1962, Γιάννης Δαλιανίδης) ήταν περίπου 50 χρονών (+/– δυο-τρία χρόνια). Σ’ εκείνη την ταινία παίζει έναν ρόλο που δεν ταιριάζει με την ηλικία του: του γιου που δυσκολεύεται να παντρευτεί την καλή του γιατί δεν τον αφήνει ο μπαμπάς του. Αφύσικα πράγματα. Τον πατέρα του παίζει ο Παντελής Ζερβός (γεν. 1908), οποίος, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν μόλις εφτά χρόνια μεγαλύτερός του. Και όμως, πείθουν ως πατέρας και γιος γιατί ήταν καλοί ηθοποιοί – υποκρίνονταν: αυτή ήταν η δουλειά τους.
Και γιατί ήταν μοναδικός; Για πολλούς λόγους. Πρώτον, δεν μιμήθηκε κανέναν και δεν τον μιμήθηκε κανείς. Δεύτερον, το παίξιμό του είχε μία φινέτσα που δεν συναντούσες σε κανέναν από τους μεγάλους Έλληνες κωμικούς του 20ού αιώνα. Τρίτον, στην αρχή της κινηματογραφικής του καριέρας δεν δίστασε να παίξει κόντρα ρόλους με μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία: τον μπακάλη Μελέτη στην ταινία Θανασάκης ο Πολιτευόμενος (1954, Αλέκος Σακελλάριος), τον Τζο στην ταινία Τζο ο Τρομερός (1955, Ντίνος Δημόπουλος) και –κυρίως– τον Θωμά στο Δράκο στην εμβληματική για τον ελληνικό κινηματογράφο ταινία Ο Δράκος (1955, Νίκος Κούνδουρος). Τέταρτον, χόρευε με έναν δικό του τρόπο (εξού και η απαραίτητη παρουσία του στα μιούζικαλ του Δαλιανίδη). Πέμπτον, έγραφε (θεατρικά, δοκίμια, αυτοβιογραφία). Έκτον, δούλεψε ασταμάτητα για 55 χρόνια (1944-1999 – συν κάποια χρόνια στην αρχή που έκανε άλλες δουλειές), μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Έβδομον, ήταν ωραίος τύπος (από πολλές απόψεις). Μολονότι διαφορετικός απ’ όλους, άρεσε στους πάντες. Αυτά. Λίγα είναι;
Όταν λέμε «φινέτσα»; Το αντίθετο της χοντροκοπιάς. Χιούμορ, όχι πλάκα. Αυτοσαρκασμός, όχι σαρκασμός. Υπαινικτικά χαμηλοί τόνοι, όχι φανταχτερές αγριοφωνάρες. Αέρινες κινήσεις, απαράμιλλη ευγένεια, ιδιότυπη εκφορά του λόγου. Φινέτσα.
Αυτός ο Δράκος είναι τόσο φοβερός όσο λένε; Εξαρτάται με ποιον μιλάς. Για κάποιους (και για μένα) είναι μέσα στις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες μέχρι στιγμής. Το θέμα είναι ότι ο Ηλιόπουλος εκεί δίνει ρέστα. Δείχνει ότι μπορεί να παίξει τα πάντα. Βέβαια, δεν ξανατόλμησε κάτι τόσο εκτός πεπατημένης στον κινηματογράφο [αν εξαιρέσουμε μερικές ταινίες προς το τέλος της καριέρας του, όπως Ο Μελισσοκόμος (1986, Θόδωρος Αγγελόπουλος) και Ράδιο Μόσχα και Το Παλτό (1995 και 1997 αντίστοιχα, και οι δύο του πρόσφατα χαμένου Νίκου Τριανταφυλλίδη). Αντίθετα, στο θέατρο τόλμησε να κάνει τα δικά του στη δεκαετία του ’60 με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσει και μετά να τρέχει (μέχρι την Αμερική) και να μη φτάνει. Πριν απ’ αυτό, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, εξαιτίας του Δράκου μπήκε στη μαύρη λίστα του Φίνου και άργησε ακόμα περισσότερο να παίξει σε μεγάλες παραγωγές. Στην ταινία Οι κυρίες της Αυλής (1966, Δημόπουλος) ο Ηλιόπουλος ως Πίπης ο ζωγράφος εκμυστηρεύεται στον Νώντα Μπόσικο (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος): «Ήθελα να παίξω στον κινηματογράφο. Από μικρός είχα κλίση, είχα μεγάλο ταλέντο. Ήθελα να βγω να παίξω σε μία ταινία, αλλά δε μ’ αφήνανε». «Ποιοι, οι δικοί σου;» ρωτάει ο Νώντας. «Όχι, ο παραγωγός, ο Φίνος», απαντάει ο Πίπης. Απ’ τη ζωή βγαλμένο – σχεδόν.
Η συνέχεια εδώ