Μ??έσα στους περισσότερους Ελληνες αντιπαλεύουν αυτή την ώρα δύο πολύ ισχυρά συναισθήματα, η οργή από τη μία, ο φόβος από την άλλη. Αν τελικά πάμε σε εκλογές, όπως όλα δείχνουν, το αποτέλεσμά τους θα κριθεί από το τι από τα δύο θα υπερισχύσει. Σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές, είναι προφανές ότι το πάνω χέρι έχει ο θυμός. Στις καθημερινές κουβέντες του πιάνει, όμως, κανείς τα ψήγματα του φόβου που αρχίζουν να μπαίνουν στο μυαλό ανθρώπων οι οποίοι μέχρι προχθές φώναζαν δυνατά: «Δεν έχουμε πια τίποτα να χάσουμε, όσο στραβά και να πάνε τα πράγματα». Ενας μήνας αποτελεί, άλλωστε, μια μικρή αιωνιότητα στον αστερισμό της ελληνικής πολιτικής ζωής, ειδικά σήμερα που οι συνθήκες είναι πραγματικά έκτακτες. Οιοδήποτε «γεγονός», μία κακή δήλωση ενός κορυφαίου στελέχους της αντιπολίτευσης ή μία θεαματική στραβοτιμονιά κάποιου κυβερνητικού αξιωματούχου μπορούν να φέρουν τα πάνω-κάτω. Τα λάθη είναι μέσα στο πρόγραμμα μιας σκληρής προεκλογικής αντιπαράθεσης, με τους βασικούς παίκτες εξαντλημένους.
Οι ψηφοφόροι του θυμού θέλουν να εκδικηθούν την κυβέρνηση για την υπερφορολόγηση, αλλά και για τη συνέχιση παλαιοκομματικών τακτικών. Συναντάς συμπολίτες μας οι οποίοι διαφωνούν στα πάντα με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με άλλα «αντισυστημικά» κόμματα. Σου λένε, όμως, με πάθος πως το μόνο που τους νοιάζει είναι «να φύγουν αυτοί». Υποτιμούν τον κίνδυνο χρεοκοπίας και κατάρρευσης της χώρας. Δεν είναι διόλου έτοιμοι να ακούσουν επιχειρήματα για το πώς η δική τους σύνταξη μπορεί να μειωθεί πολύ ακόμη, από εδώ που βρίσκεται σήμερα.
Εκεί δε που ο θυμός θερίζει –και όχι αδικαιολόγητα– είναι στις ηλικίες κάτω των 40. Αυτές οι γενιές δεν έχουν λόγο να φοβούνται ότι θα χάσουν λογαριασμούς ή σπίτια που δεν κατέχουν. Θέλουν να τα αλλάξουν όλα στο πολιτικό σύστημα της χώρας και πιστεύουν ότι το ρίσκο που θα πάρουν αξίζει τον κόπο. Το αστικό πολιτικό σύστημα έχει κάνει ελάχιστα, από ιδέες, πρόσωπα και επιχειρήματα, για να πείσει αυτούς τους ψηφοφόρους.
Το βάρος για να ισορροπήσει το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών θα πέσει και πάλι σε αυτούς που, αν και θυμωμένοι οι ίδιοι, συνειδητοποιούν τους κινδύνους που θα έχει να αντιμετωπίσει η χώρα τους επόμενους μήνες. Και αυτοί οι ψηφοφόροι είναι αποκαμωμένοι και δεν ξέρουν πού ακριβώς να ακουμπήσουν. Συνειδητοποιούν, όμως, ότι η οικονομία είχε μπει σε τροχιά ανάκαμψης, πως η χώρα προσείλκυε σημαντικούς επενδυτές από το εξωτερικό και ότι το 2015 –χωρίς πολιτικές περιπέτειες– θα ήταν μια καλή χρονιά. Τώρα βλέπουν με τρόμο την οικονομία να «παγώνει», τους ξένους να τρέχουν να μαζέψουν τα σπασμένα από τις ελληνικές πολιτικές ιδιορρυθμίες και το φάντασμα της εξόδου από το ευρώ να πλανάται πάλι πάνω από τη χώρα. Ξέρουν οι άνθρωποι αυτοί τα τραγικά λάθη που έγιναν, ειδικά μετά τον Μάιο. Δεν έχουν ψευδαισθήσεις για το τι είναι παλιό και τι πραγματικά νέο. Θεωρούν, όμως, ότι τώρα δεν είναι ώρα για πειράματα, για άπειρα πληρώματα στη γέφυρα, χωρίς πυξίδα και σχέδιο. Θα ήθελαν να ψηφίσουν από ελπίδα και ενθουσιασμό. Αλλά θα στηρίξουν τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα από ένστικτο αυτοσυντήρησης και φόβο. Ξέρουν ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια και τον χρόνο να ρισκάρουμε επικίνδυνα πειράματα με τα λεφτά να τελειώνουν, την κοινωνία «στο κόκκινο» και κάποιους Βορειοευρωπαίους να είναι έτοιμοι να μας αποχαιρετήσουν.
Αυτές οι εκλογές δεν θα είναι ένα ντέρμπι μεταξύ συντήρησης και ελπίδας, του χθες και του αύριο. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα ψηφίσουν αντισυστημικά από πραγματική αισιοδοξία και ελπίδα. Οι ψευδαισθήσεις έχουν προ καιρού τελειώσει. Θα πρόκειται για ένα ντέρμπι μεταξύ οργής και φόβου.