Ντέρμπι για τρεις

Γιάννης Παπαθεοδώρου 18 Σεπ 2018

Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, ο πρωθυπουργός έκανε τρεις «προγραμματικές» ομιλίες: στην Ιθάκη, στη Θεσσαλονίκη και στις Βρυξέλλες. Το διάγγελμα του πρωθυπουργού στην Ιθάκη ήταν κοινότοπο, διχαστικό και, πάντως, αναντίστοιχο με τη συγκυρία. Κοινότοπο, επειδή ήταν ένα μείγμα κακοχωνεμένων «σχολικών» στερεοτύπων, με εμφανώς λανθασμένη ερμηνεία του ομηρικού έπους αλλά και της νεοελληνικής ποίησης. Διχαστικό, επειδή αναζητούσε παλιούς και νέους εχθρούς στον αγώνα της κυβέρνησης για να μην πάρουν οι «άλλοι» τη φαντασιακή «Ιθάκη» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τέλος ήταν πλήρως αναντίστοιχο με τη συγκυρία, καθώς η περίφημη «έξοδος» από το δικό του Μνημόνιο σηματοδοτεί ίσως την πιο δύσκολη φάση της χώρας? μια περίοδο με διαρκή εποπτεία από τους δανειστές και σκληρή δοκιμασία της οικονομίας από τις αγορές. Στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα, ήταν πιο απλά. Ο πρωθυπουργός έδωσε παροχές και έταξε ελαφρύνσεις, με έμφαση στη γνωστή συνταγή: προσλήψεις στον ευρύτερο δημόσιο φορέα και αμφίσημο παιχνίδι με τους συνταξιούχους – με όσους τουλάχιστον δεν συμμορφωθούν βιολογικά με το «πενταετές πλάνο» της κυβέρνησης, διευκολύνοντας το έργο της με «φυσικό τρόπο», όπως κυνικά είπε ο πρωθυπουργός. Στις Βρυξέλλες, ο κ. Τσίπρας, μιλώντας σε ένα μάλλον άδειο ευρωκοινοβούλιο, έχασε την ψυχραιμία του και επιτέθηκε στον κ. Μητσοτάκη, όταν άκουσε την κριτική των άλλων πολιτικών ομάδων και κομμάτων απέναντι στη δική του διακυβέρνηση για τη «σκληρή διαπραγμάτευση» του 2015. Σε αυτή ακριβώς τη φάση που προϋποθέτει μια στοιχειώδη «κανονικότητα», ευρύτερες συναινέσεις και πάντως ένα νέο «εθνικό σχέδιο» για την επόμενη μέρα, ο πρωθυπουργός επέλεξε να στήσει ξανά ένα σκηνικό πόλωσης, διχασμού και παροχολογίας εγκαινιάζοντας με τις τρεις ομιλίες του τη μακρά προεκλογική περίοδο.

Δεν ξέρω ποιοι γράφουν τους λόγους του πρωθυπουργού. Άθελά τους, όμως, οι λογογράφοι του κ. Τσίπρα αποκάλυψαν το νέο «αφήγημα» του κυβερνώντος κόμματος. Στο εξής, ο ΣΥΡΙΖΑ θα συστήνεται ως ένα ιδιάζον «μεταμνημονιακό/αντιμνημονιακό» κόμμα, που θα εγκαλεί διαρκώς τους κακούς «προηγούμενους», θα υπόσχεται νέα «παράλληλα προγράμματα», (με λεφτά από το «μαξιλάρι» των πλεονασμάτων, αφού πλέον τα δανεικά λεφτά τέλειωσαν) και θα προσπαθεί να πείσει ότι η συντηρητική παράταξη ανήκει στην «ακροδεξιά». Για το σκοπό αυτό, άλλοτε θα χρησιμοποιείται καμιά ατάκα του κ. Γεωργιάδη και άλλοτε θα ξεθάβεται το παλιό «τσεκούρι» του κ. Βορίδη για να δικαιολογηθεί η μάχη απέναντι σε ένα ρετρό αντικομουνισμό, που δυστυχώς ακόμη ρίχνει την απειλητική σκιά του στη ΝΔ. Ταυτόχρονα, διάφοροι ευφάνταστοι υπουργοί, φιλοκυβερνητικοί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι θα ανακαλύπτουν ξανά και ξανά την ανάγκη του «αντιδεξιού μετώπου», την πλατιά «προοδευτική συμμαχία», το «άνοιγμα στην κεντροαριστερά» και άλλα ευφάνταστα σενάρια, που δεν ενδιαφέρουν πλέον κανέναν, εκτός από μεμονωμένα πρόσωπα που θέλουν ίσως να δικαιολογήσουν τις ευκαιριακές μεταγραφές τους στον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή όμως κανείς προοδευτικός πολίτης δεν πιστεύει πως η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία περνάει μέσα από το διάλογο της Κεντροαριστεράς με την κ. Παπακώστα και την παρέα των «ψεκασμένων» εταίρων του κ. Τσίπρα, τίποτε από όλα αυτά δεν θα βρει πραγματικούς αποδέκτες στην κοινωνία. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βρίσκονται ήδη σε μια «υγειονομική ζώνη» πολιτικής απομόνωσης, οδεύοντας προς το τέλος της κυβερνητικής τους θητείας.

Παρ’ όλα αυτά, στους επόμενους μήνες, ο ΣΥΡΙΖΑ θα θελήσει φαινομενικά να δείξει ότι «ήρθε για να μείνει» ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που θα τον ενδιαφέρει είναι να οδηγήσει την επόμενη κυβέρνηση στην παγίδα νέων –ίσως και πολλαπλών– εκλογικών αναμετρήσεων με απλή αναλογική. Τα πράγματα ωστόσο είναι κάπως πιο σύνθετα, καθώς, αντί για τις τρεις ομιλίες του πρωθυπουργού, μπορεί σύντομα να βρεθούμε να συζητάμε για τις τρεις ήττες του ΣΥΡΙΖΑ. Η μία ήττα είναι δεδομένη: πρόκειται για την ιδεολογική ήττα που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, όταν, στην ουσία, καταστράφηκε το «πολιτικό DNA» της αντιμνημονιακής-ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η δεύτερη ήττα είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη: όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως, οποτεδήποτε και αν στηθούν κάλπες, η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαιη. Η τρίτη ήττα είναι πιθανή: πρόκειται για τη λεγόμενη «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ που δεν θα του επιτρέψει να έχει ουσιαστικό λόγο για το σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, τη ρύθμιση του εκλογικού νόμου και την επόμενη εκλογή του ΠτΔ.

Ακριβώς για αυτό το λόγο, θα πρέπει να είναι ολοένα και πιο ξεκάθαρη η πολιτική πρόταση της Κεντροαριστεράς. Η πρόταση αυτή προφανώς δεν εξαντλείται στη λογική των συμμαχιών και των επόμενων κυβερνητικών συνεργασιών αλλά στη διαμόρφωση σταθερών στόχων για το κοινωνικό κράτος, την άνοδο του ΑΕΠ και τη δημοκρατική τόνωση των ανεξάρτητων θεσμών ελέγχου και λογοδοσίας. Είναι αυτά ακριβώς τα τρία σημεία που υποβαθμίστηκαν περισσότερο στην περίοδο της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και είναι επίσης τα προνομιακά σημεία της σοσιαλδημοκρατικής διαφοροποίησης απέναντι σε μια παλαιοημερολογίτικη Αριστερά που, σύμφωνα με τις αξίες και τις αντιλήψεις της, «πήρε την κυβέρνηση αλλά δεν πήρε την εξουσία». Μοιάζει ξεπερασμένο αλλά δεν είναι. Σε αυτή την προεκλογική πλέον περίοδο, «το πρωτείο της πολιτικής» και της ιδεολογίας πρέπει να επιστρέψει στη δημόσια συζήτηση. Είναι ο μόνος τρόπος για να γίνουν οι επόμενες εκλογές «ντέρμπι για τρεις».