Όλοι όσοι οφείλουμε ένα μεγάλο mea culpa γιατί παρασυρθήκαμε και πιστέψαμε στους Βρετανούς Εργατικούς και στον Εντ Μίλιμπαντ, θα πρέπει επίσης να προσέξουμε από ποιον να ζητήσουμε συγνώμη: λιγότερο από τους αναγνώστες μας, θα έλεγα (καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ντέρμπι και η προεκλογική επίδοση και του κόμματος και του ηγέτη τους ήταν πράγματι μια θετική έκπληξη) και περισσότερο από την ευρωπαϊκή Αριστερά για τη λάθος στόχευση: ούτε η Βρετανία ούτε οι Εργατικοί αποτελούν, ή μπορούν να αποτελέσουν, πυξίδα για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας.
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Μαΐου κρίθηκε, πιστεύω, από τρία ιδίως στοιχεία, κανένα από τα οποία δεν έχει σχέση με τη διαπάλη Δεξιάς-Αριστεράς και με την υπόγεια μάχη για την πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία στην άρρωστη από την ύφεση και από την αδιαφορία Ευρώπη. Τα τρία αυτά στοιχεία είναι:
α) το εντελώς ιδιότυπο –και για να το πούμε με το όνομα του: τρελό- εκλογικό σύστημα, που δημιουργεί τεχνητές πλειοψηφίες και συσπειρώσεις, οδηγεί τη «βούληση» του εκλογέα σε κόμμα και όχι τα κόμματα στη διεκδίκηση της κοινωνικής βούλησης,
β) ο καθοριστικός –όχι ως προς τη δική τους επίδοση, ελέω εκλογικού συστήματος, αλλά ως προς τη διαμόρφωση του συσχετισμού των δύο μεγάλων κομμάτων- ρόλος δύο παρατάξεων «ειδικού σκοπού»: του Σκωτικού Κόμματος Ανεξαρτησίας, που αφαίρεσε απίστευτες έδρες και δυναμική από τους Εργατικούς, και του ακροδεξιού και εθνικιστικού UCIP, που τελικά συσπείρωσε αντί να αποσυσπειρώσει τους Συντηρητικούς (στις 120 μονοεδρικές περιφέρειες στις οποίες το UCIP ήρθε δεύτερο, πάνω από τα δύο-τρίτα κέρδισαν οι Συντηρητικοί),
γ) η κυριαρχία της «οικονομίας» -και ευρύτερα της θέσης του χρήματος- στη ζωή και στο μυαλό των Βρετανών και, δευτερευόντως, η «ηγετική δυναμική» των δύο υποψήφιων Πρωθυπουργών, ζητήματα στα οποία οι Συντηρητικοί είχαν, συνειδητά ή ασυνείδητα, απόλυτο προβάδισμα (έστω κι αν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «άδικο»: το ότι η Βρετανία απέφυγε «ευρωπαϊκού τύπου» ύφεση έγινε με διπλό δομικό τίμημα –την αύξηση των ανισοτήτων και την εμπόδιση της πραγματικής ανάπτυξης-, ενώ η «αδυναμία» του Μίλιμπαντ είναι περισσότερο προϊόν των επικοινωνιακών αναγκών και κωδίκων της εποχής παρά ουσιαστικών ελλειμμάτων).
Σε κάθε περίπτωση, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι Συντηρητικοί νίκησαν καθαρά και οι Εργατικοί είχαν μια από τις χειρότερες επιδόσεις της ιστορίας τους. Για τη Βρετανία αυτό σημαίνει επιστροφή στις μονοκομματικές κυβερνήσεις, ακόμα μεγαλύτερη κυριαρχία του οικονομισμού, του Σίτι και του χρήματος, απειλή εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (το Σίτι μόνο του δεν φτάνει…) και πρόβλημα με τη συνοχή –κοινωνική και εθνική- του Κράτους. Ήδη το πρώτο γραφής είναι εύγλωττο: πριν ακόμα σχηματιστεί, η κυβέρνηση Κάμερον 2 έχει θέσει ως πρώτη προτεραιότητα την ακύρωση της συμμετοχής της Βρετανίας στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τη διαμόρφωση ενός «βρετανικού χώρου δικαιωμάτων». Σε ελάχιστο χρόνο ως μόνο κοινό «σχέδιο» Βρετανίας και Ευρώπης θα απομείνουν οι Αγορές…
Για τους Εργατικούς, το δίλημμα (πέρα αλλά και μέσα από την εκλογή του νέου τους ηγέτη) είναι άλλο: επούλωση των πληγών με επιστροφή στον «τρίτο δρόμο» (της αντιπαράθεσης επί «θεμάτων» και όχι ιδεών, της απόλυτης κυριαρχίας της οικονομίας επί της πολιτικής, του «μπλερισμού» και όχι της σοσιαλδημοκρατίας) ή διαμόρφωση μιας πραγματικής εναλλακτικής απέναντι στους κατά λάθος τροπαιούχους Τόριδες; Το δεύτερο είναι κανονικά το σωστό μονοπάτι, αλλά απαιτεί κάτι παραπάνω από τόλμη, αποκοτιά: μόνο ένας χαρισματικός ηγέτης μπορεί να βγάλει, δυστυχώς απανταχού της Ευρώπης, εκλογικό κέρδος από την επιστροφή στην πολιτική και στην ουσία της.
Αντί για happy end, μια πιο ανοιχτή Βρετανία, dead end, αδιέξοδο: ο χωρισμός από κλίνης Αριστεράς και Βρετανίας είναι πολύ πιθανό να προοιωνίζεται ένα επίσημο διαζύγιο της Βρετανίας από την Ευρώπη.