To ταξίδι στο επέκεινα του τραγουδιστή Ντέμη Ρούσσου (ΝΡ) (1946-2015) προκαλεί ποικίλα ανακλαστικά για τη γενιά του ’60 και των πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής. Είναι αυτονόητο πως η μνήμη εκείνης της δεκαετίας συμπεριλαμβάνει τον Ρούσσο στους πρωταγωνιστές τών τραγουδιστών που έγιναν γνωστοί στην Ευρώπη μέσα από αρκετά τραγούδια ερμηνευμένα από ιδιαίτερες φωνές και ερμηνείες. Είναι ίσως το είδος τραγουδιού που προσωπικά δεν κάθισα να ακούσω ιδιαίτερα, αφού οι δεκαετίες του ’60 και του ’70, στάθηκαν για μένα και το περιβάλλον μου, ο αυλόγυρος των «έντεχνων» Θεοδωράκη-Χατζιδάκι κλπ. Δεν γύρισα τότε να «κοιτάξω» προς το έξω, γιατί έβρισκα το «μέσα» πιο ενδιαφέρον και ουσιώδες για την ίδια μου τη ζωή. Γι αυτό τόσο ο εκλιπών, όσο και ο Β. Παπαθανασίου, η Ν.Μούσχουρη, ο Ζ.Μουστακί, η Βίκυ Λέανδρος, δεν είχαν συμπεριληφθεί στην προσωπική μου… ατζέντα! Τους προαναφερθέντες θα είναι λάθος βέβαια να τους εντάξουμε εντελώς σε ό,τι εννοούμε με την τρέχουσα έννοια «Light music». Να υπενθυμίσω πως οι μουσικές ορολογίες είχαν διαφορετικό νόημα και υπόσταση πριν από 40-50 χρόνια. Ωστόσο, χρόνια αργότερα, σκεφτόμουν πως όλοι αυτοί του… εξωτερικού (της καλλιτεχνικής διασποράς) είχαν να παλέψουν σκληρά με ένα άγνωστο και δύσκολο ευρωπαϊκό περιβάλλον, που χρειαζόταν «ειδικούς τρόπους» για να επιβάλει κανείς τις μουσικές του προτάσεις, να επικοινωνήσει πιο… ευρωπαϊκά, πιο αστικά, πιο κοσμοπολίτικα, πιο «παγκοσμιοποιημένα» (αν και ανύπαρκτη ορολογία εκείνη την εποχή), λιγότερο εθνικά, τελικά, λιγότερο ελληνικά. Να προτείνει ένα μουσικό ιδίωμα εξωστρεφές, σύμφωνα με τις μουσικές συνήθειες (μόδες) ενός ευρωπαϊκού και διεθνούς περιβάλλοντος, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει, να προσαρμοστεί και να επιτύχει μέσα σε αυτό. Και ο ΝΡ το πέτυχε καταλυτικά.
Ο τότε νεαρός τραγουδιστής απέδειξε πως ήταν εύστροφος και ευέλικτος στο να προσαρμόζει τις μελωδίες και τις φωνητικές-ερμηνευτικές του ιδιαιτερότητες σε ό,τι μπορούσε να αφομοιώσει η τότε αγγλοσαξονική αισθητική πραγματικότητα. Αυτό, εξ’ άλλου, αποδεικνύεται και από τα εκατομμύρια πωλήσεων των δίσκων του για μεγάλη περίοδο. Έτσι, από τους The Idols, πέρασε στους Aphrodite’s Child και στις προσωπικές επιτυχίες του που έκαναν να στραφεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον στο πρόσωπό του και στην τόσο ιδιαίτερη φωνή του. Ο Γιώργος Νταλάρας έχει δίκιο με τη δήλωσή του: «Ο Ντέμης Ρούσσος-λέει-ήταν ένας Έλληνας της διασποράς με ένα μοναδικό φυσικό ταλέντο, τη σπάνια φωνή του. Τόσο σπάνια και χαρακτηριστική, που μόνο ίσως με του Freddie Mercury θα μπορούσε να συγκριθεί. Αξίζει ν’ ακούσετε τις ηχογραφήσεις του, απαλλαγμένοι από άλλους συνειρμούς. Θέλει ωριμότητα και γενναιοδωρία ν’ αναγνωρίσουμε ότι σίγησε οριστικά μια σπουδαία φωνή. Ένας τραγουδιστής με πραγματικά παγκόσμια αναγνώριση και αποδοχή.» Αυτή η φράση του, «απαλλαγμένοι από άλλους συνειρμούς», έχει να κάνει φαντάζομαι με τη συνήθη παραδοσιακή μεμψιμοιρία και μικροθυμία μας, με την οποία εύκολα βάζουμε στο περιθώριο και στο στόχαστρό μας πετυχημένους καλλιτέχνες, μόνο και μόνο επειδή δεν συμφωνούν με τη δική μας αισθητική. Ψάξτε και ακούστε ξανά τη δισκογραφία του. Εκεί θα βρείτε μια παρουσία που ήταν πράγματι ξεχωριστή και αξιοπρόσεκτη. Σε μια εποχή που κατέγραψε τον ήχο των νεανικών μας χρόνων, που έλαμπε και πέρα από τα τότε πολιτικά-έντεχνα ελληνικά τραγούδια, τα οποία δέσποζαν και τα οποία πολλές φορές μας εγκλώβιζαν…