Ντάλτον Τράμπο: σκοπός και μέσα

Νίκος Μπίστης 17 Φεβ 2016

Πιτσιρικάς όταν έβλεπα τον «Σπάρτακο» ενστικτωδώς αντιλαμβανόμουν ότι ήταν κάτι παραπάνω από την ιστορία μιας εξέγερσης σκλάβων. Και την τρίτη φορά πρόσεξα τον διάλογο ανάμεσα στον Τσάρλς Λότον και τον Λόρενς Ολιβιέ – Κράσο που ήταν μια διαχρονική καταδίκη του αυταρχικού κράτους, μιας δικτατορίας με δημοκρατική επικάλυψη. Oταν μετά από χρόνια έμαθα την ιστορία του σεναριογράφου της υπερπαραγωγής που ονομάστηκε «Eπος του σκεπτόμενου ανθρώπου», κατάλαβα.

Το θυμήθηκα παρακολουθώντας την Παρασκευή το βράδυ σε έναν όμορφο συνοικιακό κινηματογράφο από τα παλιά (Cinerama στο Παλιό Φάληρο) την ταινία «Τράμπο». Πρόκειται για την εξιστόρηση της ζωής του πιο ταλαντούχου και καλοπληρωμένου σεναριογράφου του Χόλιγουντ, μέλους του ΚΚ των ΗΠΑ και εμβληματικής μορφής των 10 του Χόλιγουντ που αρνήθηκαν να συνεργαστούν με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων του Κογκρέσου. Φυλακίστηκαν, απολύθηκαν από τις δουλειές τους και ήσαν για χρόνια στην μαύρη λίστα όπως και πολλοί άλλοι που η ζωή τους κομματιάστηκε τα χρόνια του μακαρθισμού. Μείνανε μόνοι τους, φίλοι τους γύρισαν την πλάτη, άλλοι όπως ο Καζάν και ο Ντμίτρικ ανένηψαν και τους κάρφωσαν στην Επιτροπή. Βγαίνοντας από την φυλακή ο Τράμπο έστησε την «βιτρίνα» πίσω από την οποία αυτός και άλλοι σεναριογράφοι δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί με άλλα ονόματα. Και αν για τους σεναριογράφους υπήρχε η βιτρίνα, για τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς δεν υπήρχε διέξοδος. Το 1953 και το 1956 «πήρε» δύο Oσκαρ σεναρίου για τις «Διακοπές στην Ρώμη» και τον «Γενναίο» το πρώτο με άλλο όνομα και το δεύτερο με ανύπαρκτο γελοιοποιώντας την μαύρη λίστα. Το 1960 ο Ότο Πρέμιγκερ και ο Κέρκ Ντάγκλας ανακοίνωσαν ότι σεναριογράφος των ταινιών «Έξοδος» και «Σπάρτακος» είναι ο Τράμπο. Ηταν το τέλος της μαύρης λίστας αλλά χρειάστηκαν άλλα 15 χρόνια για να αποδώσει η Ακαδημία το ορφανό όσκαρ στον φυσικό του πατέρα. Και άλλα 55, θα πρόσθετα, για να γυριστεί ταινία με την ζωή του.
Τώρα, κάποιες βασανιστικές σκέψεις. Βγαίνοντας σήμερα από την αίθουσα αυτονόητα και φυσιολογικά είσαι με τον Τράμπο και τους συντρόφους του. Με τον Χάμφρεϊ Μπόργκαρτ, τη Λορίν Μπακόλ, τη Λουσίλ Μπόλ, τον Ντάνι Κέι και άλλους που τους συμπαραστάθηκαν. Δεν μπορείς να είσαι με τον Ρέιγκαν, τον Τζον Γουέιν, τον Νίξον και τον Μακάρθι. Τότε δεν ήταν καθόλου αυτονόητο στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου. Θυμηθήκαμε επίσης ορισμένοι έναν βασικό λόγο για τον οποίο γίναμε πριν πολλά χρόνια κομμουνιστές. Γιατί γνωρίσαμε ανθρώπους σαν τον Τράμπο. Γιατί ενώ ο κομμουνισμός στην Ανατολική Ευρώπη εξελισσόταν σε εφιάλτη, στη Δύση οι κομμουνιστές σε προφανή αντινομία προς την τελική τους στόχευση – στην Ελλάδα και εξ ανάγκης λόγω των διώξεων – έγιναν υπερασπιστές της Δημοκρατίας, της πολυφωνίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Προσχηματικά και ευκαιριακά όπως έλεγαν οι αντίπαλοί τους; Για πολλούς στις ηγεσίες ναι. Ομως οι κρίσεις στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος, η περίπτωση του Ιταλικού ΚΚ, οι βασανιστικές αλλαγές στις συνειδήσεις πολλών κομμουνιστών – κομμουνιστές δεν ήσαν μόνο ο Στάλιν και ο Πολ Ποτ αλλά και ο Τολιάτι, ο Μπερλιγκουέρ, ο Ηλιού και ο Κύρκος – έδειξαν ότι ανεξαρτήτως αρχικών προθέσεων τελικά ενεργοποιήθηκαν διαδικασίες ατομικής και συλλογικής απελευθέρωσης. Στην Ελλάδα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντινομίας είναι η περίπτωση της Επιθεώρησης Τέχνης που συγκέντρωσε την μήνη και τις διώξεις της νικήτριας μετεμφυλιακής Δεξιάς ενώ σε κάθε βήμα της την συνόδευε η δυσπιστία της ηγεσίας του ΚΚΕ. Η Επιθεώρηση Τέχνης ήταν που υπερασπίστηκε τον Κάρολο Κουν όταν ο Τσάτσος απαγόρευε τους Ορνιθες.

Και μόνο η απαρίθμηση των συνεπειών της καθυπόταξης των πάντων στην ήττα του κομμουνισμού δείχνει τον παραλογισμό. Δικαιώνεται αναδρομικά ο Μακάρθυ απέναντι στον Τράμπο, ο Φράνκο απέναντι στους δημοκρατικούς, ο Πινοσέτ απέναντι στον Αλλιέντε, όλες οι λατινοαμερικάνικες δικτατορίες

Ομως το ερώτημα παραμένει και επανέρχεται με τον ένα η τον άλλο τρόπο στην χώρα μας από αναθεωρητές ιστορικούς και από διανοούμενους. Με δεδομένη την κατάληξη της σύγκρουσης των δύο συστημάτων και την πραγματική και συμβολική πτώση του Τείχους μήπως τελικά δικαιώνονται όσοι εφάρμοσαν αποτροπιαστικά μέσα που εν τέλει τα αγίασε ο σκοπός;

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ολισθηρό δρόμο. Και μόνο η απαρίθμηση των συνεπειών της καθυπόταξης των πάντων στην ήττα του κομμουνισμού δείχνει τον παραλογισμό. Δικαιώνεται αναδρομικά ο Μακάρθι απέναντι στον Τράμπο, ο Φράνκο απέναντι στους δημοκρατικούς, ο Πινοσέτ απέναντι στον Αλλιέντε, όλες οι λατινοαμερικάνικες δικτατορίες. Στα καθ’ ημάς δικαιολογεί τα τάγματα ασφαλείας, την Μακρόνησο, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων του μετεμφυλιακού κράτους. Γιατί όχι και την χούντα που ως ανάχωμα του κομμουνιστικού κινδύνου πήρε πραξικοπηματικά την εξουσία.

Θα πει κάποιος: «Τι νόημα έχουν τώρα αυτά; Ανήκουν στο παρελθόν. Ενα παρελθόν της εποχής των άκρων και των επαναστάσεων». Φοβάμαι ότι δεν είναι έτσι. Είμαστε ήδη σε εποχή νέων άκρων και ακροτήτων όπου τα κύματα του λαϊκισμού και του εθνικισμού τροφοδοτούμενα και από το προσφυγικό-μεταναστευτικό κύμα σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση τείνουν να γίνουν τσουνάμι. Μακάρι να διαψευστώ αλλά θα ζήσουμε κολασμένες μέρες. Ολο και περισσότεροι θα μας λένε – ήδη μας το λένε – να κλείσουμε τα μάτια ή να τα αφήσουμε μισάνοιχτα σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ζούμε ήδη ημέρες όπου η Μέρκελ και ο Γκάμπριελ ακούγονται ως αιρετικοί όταν αποδοκιμάζουν την Ευρώπη φρούριο με τείχη παντού και ζητάνε να μείνουν ανοιχτά τα σύνορα και σε ισχύ η Σένγκεν με αυστηρούς βέβαια ελέγχους. Οι φιλελεύθερες φωνές θα πιεστούν αφόρητα από το ξενοφοβικό κύμα το οποίο φουντώνει και απαιτεί όχι να προσαρμοστεί η Ευρώπη στις νέες συνθήκες -αυτό είναι απαραίτητο- αλλά να ποδοπατήσει αρχές και αξίες που την έφεραν μέχρι εδώ. Και η Μέρκελ ελπίζω ότι δεν θα έχει την τύχη του Τράμπο – αν και δεν είναι απίθανο να χάσει και αυτή την «δουλειά» της – αλλά τα συνθήματα μίσους που βλέπουμε σε πολλές πρωτεύουσες δεν διαφέρουν σε τίποτε από τα συνθήματα κατά του Τράμπο εξήντα χρόνια πριν.