Νούμερα

Γιάννης Παπαθεοδώρου 16 Δεκ 2015

Στην πρόσφατη κοινοβουλευτική κόντρα του με την κ. Μπακογιάννη, ο πρωθυπουργός ανέφερε τα εξής : «θα ήταν δικαιολογημένη μια μικρή οίηση σε κάποιον που δεν προέρχεται από «τζάκι»» και κατάφερε στα σαράντα του να γίνει πρωθυπουργός». Τα λόγια του έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ακριβώς επειδή στη σύντομη βιογραφική αυτοπροβολή του, ο πρωθυπουργός εκφράστηκε —σε τρίτο πρόσωπο— με μια διατύπωση αρκετά θολή και προβληματική. Γιατί άραγε «θα ήταν δικαιολογημένη» και κυρίως από ποιους και πόσους, αυτή η «μικρή οίηση»; Επίσης, επειδή σύμφωνα με τα λεξικά, η οίηση είναι συνδυασμένη με την έπαρση και την αλαζονεία είναι μάλλον σίγουρο ότι δεν υπάρχει η έννοια της «μικρής οίησης», που επικαλέστηκε ο κ. Τσίπρας. Τέλος, η αναφορά στην ηλικία συνιστά από μόνη της όχι μόνο ένα φραστικό αλλά και ένα θεσμικό ατόπημα : το έτος γέννησης του κ. Τσίπρα αφορά το ληξιαρχείο αλλά δεν αφορά την επίσημη εκπροσώπηση της χώρας από τον εκάστοτε πρωθυπουργό της. Η χώρα άλλωστε γνώρισε και άλλους επίδοξους πρωθυπουργούς που ηλικιακά διένυαν τη «δεκαετία των σαράντα» και εξελέγησαν όταν πενηντάρισαν — με τα γνωστά αποτελέσματα. Θα έφταιγε, βέβαια, το γεγονός ότι αυτοί ήταν από «τζάκι», ενώ ο κ. Τσίπρας είναι μάλλον το «παιδί του λαού»? αυτού του «λαού» που διαρκώς επικαλείται ο ίδιος, όταν πρόκειται να τον μετατρέψει σε αντικείμενο της δημαγωγικής ρητορείας του.

Προφανώς είναι και νόμιμη και θεμιτή η ατομική περηφάνια ενός πολιτικού, που από οποιαδήποτε θέση υπηρετεί τη βούληση των πολιτών και τα κρίσιμα συμφέροντα της χώρας του. Αλλά η περηφάνια δεν έχει καμία σχέση με την οίηση. Η οίηση δεν δικαιολογείται και, πάντως, δεν μπορεί να ανήκει στο ήθος της αριστεράς. Δεν ξέρω βέβαια αν ο κ. Τσίπρας αναγνωρίζει αυτό το ήθος. Παιδί του κομματικού σωλήνα ο ίδιος, διέπρεψε στον «κομματικό συνδικαλισμό»? γεγονός που του επέτρεψε τη γρήγορη άνοδο στην ηγεσία ενός παλαιοημερολογίτικου κόμματος, το οποίο μετά το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» άλλοτε κοιτούσε προς την «αντιπαγκοσμιοποίηση», άλλοτε προς τον τσαβισμό και άλλοτε προς το νεοκομμουνισμό.

Με πρωταγωνιστή, άλλωστε, τον κ. Τσίπρα, το κόμμα αυτό ηγήθηκε του «αντιμνημονιακού μετώπου», οδηγώντας την ελληνική κοινωνία σε μια πρωτοφανή πλαστή πόλωση αλλά και σε μια πρωτοφανή εκστρατεία πολιτικής εξαπάτησης: διαγραφή χρέους, 13η σύνταξη σε ορισμένες κατηγορίες, κατοχύρωση του ΕΚΑΣ, 751 ευρώ κατώτερος μισθός, καμία ιδιωτικοποίηση, «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», επιδόματα πετρελαίου θέρμανσης και στήριξη νέων και ανέργων στην «ανθρωπιστική κρίση». Στην ιστορία της μεταπολίτευσης, δεν πρέπει να έχει υπάρξει άλλο κόμμα, που να έχει διαψευστεί προγραμματικά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Και δεν πρέπει να έχει υπάρξει άλλο εκλογικό σώμα που να βλέπει ότι οι προσδοκίες του εξανεμίστηκαν μέσα σε ένα μόλις χρόνο.

Τη συνέχεια την ξέρουμε όλοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ «τα μάζεψε» και, με ταχύρρυθμα μαθήματα καθεστωτικής κουλτούρας, έγινε πλέον ο κορμός της νέας μνημονιακής διακυβέρνησης. Ο κ. Τσίπρας κέρδισε τρεις συνεχόμενες εκλογές μέσα σε διάστημα ενός χρόνου και τώρα μοιάζει κυρίαρχος του παιχνιδιού, διαχειριζόμενος πλέον τη διάψευση των δικών του υποσχέσεων και επιλογών, καθώς και την ανυπαρξία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η αλαζονεία του ωστόσο συμπληρώθηκε και με την ημιμάθεια. Αφού παρακολούθησε την παράσταση του γνωστού «τηλε-λαϊκιστή» Λάκη Λαζόπουλου, ο πρωθυπουργός δήλωσε : «Noμίζω ότι αυτό το έργο που έφτιαξε μοιάζει λίγο από τα έργα κλασικών συγγραφέων του ελληνικού θεάτρου και του ελληνικού κινηματογράφου». Και πάλι, η θολή διατύπωση γεννάει ερωτηματικά : πόσο «κλασικός», δηλαδή, είναι ο κ. Λαζόπουλος, αφού το έργο του «μοιάζει λίγο» —πόσο λίγο;— με τους κλασικούς του θεάτρου και του σινεμά;

Ευτυχώς ο κ. Τσίπρας δεν είναι σίγουρος («νομίζω», λέει)? ίσως επειδή στα νιάτα του η αναπλήρωση των ωρών διδασκαλίας μετά τις καταλήψεις δεν είχε ως προτεραιότητα τους λογής-λογής «κλασικούς». Άλλωστε μοιράζεται κι αυτός την ίδια αγωνία με τον Λαζόπουλο. Μετράνε και οι δύο «τα νούμερα» της τηλεθέασης και των δημοσκοπήσεων. Όταν υποχωρήσουν τα νούμερα, θα μείνουν οι δυο τους —και μάλιστα ως δίδυμο— να αναλογίζονται τι πήγε στραβά με την παράσταση.

* * *