Εχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, στη διάρκεια των οποίων εκδόσεις για τον φασισμό μπορούσαν να αγγίξουν ένα ευρύ κοινό. Οσο μεγάλωνε η χρονική απόσταση από τη χούντα, μαζί με το τρίτο κύμα του εκδημοκρατισμού, η θεματική του φασισμού μπήκε στο περιθώριο. Οταν στη δεκαετία του 2000 κυκλοφόρησαν στα ελληνικά ο Σ. Πέιν (Ιστορία του Φασισμού, Φιλίστωρ), ο P. Milza (Οι Μελανοχίτωνες της Ευρώπης, Scripta), o R. Paxton (H ανατομία του φασισμού, Κέδρος) ή ο Ε. Gentile (Φασισμός. Ιστορία και Ερμηνεία, Ασίνη), οι ενδιαφερόμενοι να εντρυφήσουν στα «κλασικά» αυτά κείμενα μετριούνταν στα καθίσματα λίγων μικρών σεμιναριακών αιθουσών. Σήμερα, δεν είναι τόσο ότι ξαναδιαβάζονται οι αναλυτές του φασισμού από ένα ευρύ κοινό, όσο ότι ολοένα και περισσότεροι ενδιαφέρονται για τη θεματική που έχει γίνει σαν ένα τελάρο ζωγραφικής για να τεντωθούν πάνω του οι πρόσφατες σκληρές εικόνες του εγχώριου δεξιού εξτρεμισμού.
Ε(πανε)κδόσεις έργων από τον χώρο της νουάρ λογοτεχνίας που ως κύριο θέμα τους έχουν τον ναζισμό και τον φασισμό σε μεταβατικές περιόδους –όταν οι ολοκληρωτισμοί εγκαθιδρύονται ως καθεστώτα και όταν τα καθεστώτα αυτά καταρρέουν– έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός σημαντικού αριθμού αναγνωστών. Αριστοτεχνικά δείγματα γραφής αυτού του είδους αποτελεί η κυκλοφορία στα ελληνικά των δύο Τριλογιών: του Βερολίνου (Ph. Kerr) και του Φασισμού (C. Lucarelli). Η σαγηνευτική πένα του Kerr και του Lucarelli, η ενδιαφέρουσα μυθιστορηματική πλοκή και προπάντων οι χαρακτήρες του ντετέκτιβ Μπέρνι Γκούντερ και του επιθεωρητή Ντε Λούκα αποτελούν λόγο επαρκή για να μην αφήσει ο αναγνώστης μισοδιαβασμένη καμία από τις δύο Τριλογίες που θα πιάσει στα χέρια του. Ωστόσο, μια γοητευτική όσο και καλοδουλεμένη λογοτεχνική προσέγγιση μπορεί να προσθέσει κάτι στην ερμηνεία του φασισμού/ναζισμού;
Ο ντετέκτιβ Γκούντερ, που απεχθάνεται τους ναζί, και ο επιθεωρητής Ντε Λούκα, που έχει στελεχώσει μηχανισμούς καταστολής του φασιστικού καθεστώτος, διαθέτουν κάτι κοινό: διατηρούν μια εμφανή εσωτερική απόσταση από το πολιτικό καθεστώς. Επέτρεπαν, όμως, οι ολοκληρωτισμοί μια κάποια εσωτερική διαφοροποίηση των ακολούθων; Ο κυνισμός και η επιτηδειότητα του Μπέρνι Γκούντερ, όπως και η τυφλή επαγγελματική προσήλωση –ένα σχεδόν βεμπεριανό ήθος εργασίας– του Ντε Λούκα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οδηγό επιβίωσης στην καθημερινότητα του φασισμού και του ναζισμού; Η καθιερωμένη απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική, αν και η διατύπωσή του σκιαγραφεί αχνά μια προοπτική τρωτότητας των ολοκληρωτικών καθεστώτων κάθε είδους.