Η κακονομία και η πολυνομία αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής πολιτείας υπονομεύοντας κάθε έννοια κράτους δικαίου. Τα αίτια αυτών των φαινομένων είναι πολλά. Το βασικότερο εδράζεται στην αέναη εσωτερική διαμάχη αυτής της χώρας ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και στον πολιτικό κοτζαμπασισμό. Πρόκειται για μια διαιρετική τομή που τέμνει εγκάρσια το πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό άλλοτε προκρίνονται πολιτικές για την ενθάρρυνση του επιχειρείν και άλλοτε το κράτος-δυνάστης κάνει αισθητή την παρουσία του εξοβελίζοντας κάθε δημιουργική προσπάθεια.
Πολλές φορές μάλιστα οι δύο τάσεις γίνονται εμφανείς στον ίδιο νόμο!
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του πρόσφατου Ν. 4549/2018 (δημοσιεύθηκε στις 14 Ιουνίου). Εκεί βρίσκει κανείς το άρθρο 24 που ψηφίστηκε με νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Τι προβλέπει το άρθρο αυτό;
Επεκτείνει τη δυνατότητα «δεύτερης ευκαιρίας» και σε «ατυχήσαντες εμπόρους» που δεν κατέστη εφικτή η κήρυξή τους σε κατάσταση πτώχευσης ελλείψει πτωχευτικής περιουσίας ικανής να καλύψει τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας.
Τι ονομάζουμε «δεύτερη ευκαιρία» (fresh start); Πρόκειται για τον θεσμό της «απαλλαγής του εμπόρου από τα χρέη του» που θεσπίστηκε με τον Ν. 4446/2016. Στην ουσία ενσωματώθηκαν στο ελληνικό δίκαιο νομικές ρυθμίσεις που κατά κόρον χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ και στις χώρες που έχουν υιοθετήσει το αγγλοσαξονικό δίκαιο («discharge»). Με τo νέο καθεστώς που τροποποίησε σχετικά άρθρα του Πτωχευτικού Κώδικα αποφορτίζεται και απενοχοποιείται κοινωνικοηθικά η αφερεγγυότητα του εμπόρου και καθίσταται δυνατή η παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε φυσικά πρόσωπα-οφειλέτες που πτώχευσαν λόγω εμπορικού ατυχήματος ή γενικότερης οικονομικής κατάστασης και όχι λόγω κάποιας δόλιας προαίρεσης ή κακόπιστης συμπεριφοράς.
Ωστόσο, ενώ το ανωτέρω «ευεργέτημα» επεκτείνεται με το άρθρο 24 και σε εμπόρους που δεν κηρύχθηκαν τυπικά πτωχοί, ουσιαστικά καταργείται με το άρθρο 112 του ίδιου νόμου το οποίο ψηφίστηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του υπουργείου Οικονομικών!
Τι προβλέπει το άρθρο αυτό;
Οτι κανένα πρόσωπο που κατέστη στο παρελθόν αφερέγγυο και έχει οφειλές στη δημόσια διοίκηση που υπερβαίνουν τις 100.000 ευρώ είτε ο ίδιος ατομικά είτε νομικό πρόσωπο στο οποίο συμμετείχε – ακόμα και εάν ήταν απλώς μέτοχος με ποσοστό 33% σε εταιρεία που πτώχευσε ή υπήχθη σε διαδικασία εξυγίανσης (!) ή ειδικής διαχείρισης – δεν δύναται να ασκήσει νέα επιχειρηματική δραστηριότητα εάν δεν καταβάλει εγγύηση στη Φορολογική Διοίκηση, το ύψος της οποίας δεν προσδιορίζεται στον νόμο αλλά παραμένει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης.
Ολα αυτά την ίδια στιγμή που η Ελλάδα κομπορρημονεί ότι εναρμονίστηκε με τη Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει εκδοθεί ήδη από το 2014 και υιοθετεί το μοντέλο της πλήρους απαλλαγής του εμπόρου από τα χρέη του (προφανώς με ταυτόχρονη διανομή του συνόλου της περιουσίας του στους πιστωτές του).
Δεν νομίζω να υπάρχουν πολλά κράτη στον κόσμο που στο ίδιο νομοθέτημα εντοπίζονται δύο εξόχως αντίθετες νομοθετικές επιλογές που στην ουσία καταδεικνύουν μια πλήρη διχοστασία στην αντιμετώπιση ενός φαινομένου που έχει λάβει στη χώρα μας καθολικά χαρακτηριστικά. Εν τέλει τους θέλουμε τους υπερχρεωμένους κάποια στιγμή να επιστρέφουν στη ζώσα οικονομική πραγματικότητα και να παράγουν πλούτο για τους ίδιους και το σύνολο της κοινωνίας ή προτιμούμε να τους βλέπουμε να δουλεύουν «μαύρα» χωρίς να κόβουν αποδείξεις γιατί «δεν θα έχουν κάνει έναρξη στην Εφορία»;