Κατατέθηκε το Νομοσχέδιο για την αντιμεταρρύθμιση των ΑΕΙ και φυσικό είναι να ξεκινήσει η κριτική που άλλωστε είχε ξεκινήσει ήδη από την περίοδο της κοντοπόδαρης «διαβούλευσης». Όσοι έχουν πρακτική αντίληψη της πανεπιστημιακής καθημερινότητας παρουσιάζουν ήδη σε διάφορα fora τα σχόλιά τους στο περιεχόμενο και τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου. Όμως, ό νέος νόμος θα αφορά ένα πεδίο για το οποίο τεκμαίρεται ζωηρό ενδιαφέρον της κοινωνίας και όφειλε τουλάχιστο να περιλαμβάνεται στην καθημερινή ατζέντα του υπεύθυνου πολίτη. Ή μάλλον ακριβέστερα, ο πολύς κόσμος ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για ορισμένα πιασάρικα στοιχεία της νομοθεσίας και όχι για τον πυρήνα της ζημιάς που κάνει στο βαθύτερο κοινό συμφέρον. Γιατί, αυτός ο κόσμος είναι πρακτικά αδύνατο να εστιάσει το ενδιαφέρον του στις βαθύτερες λεπτομέρειες των ρυθμίσεων που επιχειρεί ο νέος νόμος. Φυσικό είναι να αναζητά μια αναδιαμόρφωση της εικόνας σύμφωνα με τις δικές του δυνατότητες εστίασης και κατανόησης. Οι λεπτομερείς προβλέψεις του νόμου αποτελούν εκφράσεις μιας εσωτερικής γλώσσας που κατανοούν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά κυρίως οι ακαδημαϊκοί, για τους οποίους τα ζητήματα αυτά αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της καθημερινότητάς τους. Σε ένα διάλογο με αυτή την γλώσσα θα ήταν ματαιοπονία να περιμένουμε ότι μπορεί να συμμετάσχει ο μέσος έστω και υπεύθυνος πολίτης. Χρειάζεται, προφανώς, μια ερμηνευτική διαμεσολάβηση από κάποιους που είναι μεν γνώστες του όλου πεδίου, αλλά έχουν και την διάθεση να επεξεργαστούν μια μακροσκοπική εικόνα εκφρασμένη σε γλώσσα του καθημερινού πολιτικού διαλόγου όπως τον κατανοούν οι ευφυείς, ας πούμε, συμπολίτες μας. Μια τέτοια μακροσκοπική κριτική εικόνα για την διευκόλυνση του μέσου πολίτη, θα επιχειρήσω στο σημείωμά μου αυτό.
***
Η ratio, η κεντρική στόχευση, του νόμου που προτείνεται ανάγεται σε σκοπιμότητες και ιστορίες που πηγαίνουν τριανταπέντε χρόνια πίσω στην πολιτική και ιδεολογική μας Ιστορία. Τότε που αναπτύχθηκε το «κίνημα των βοηθών και παρασκευαστών» κάτω από την λεοντή του εκδημοκρατισμού του ελληνικού πανεπιστημίου. Το πρόβλημα υπαρκτό τότε, αλλά η προβαλλόμενη λύση απατηλή και στρεβλή. Πράγματι, το σύστημα οργάνωσης και διοίκησης των τότε πανεπιστημίων μας, παρά την Χουμπολτιανή επίφαση των τυπικών δομών και διαδικασιών που ίσχυαν, ήταν στην πραγματικότητα δημιούργημα του ακροδεξιού αυταρχισμού που, για να μην πάμε πολύ μακρύτερα, είχε ενσωματωθεί στο πολιτικό μας σύστημα από την Μεταξική δικτατορία και δώθε. Ήταν ένα σύστημα όπου η ισχύς των καθηγητών που κατείχαν «έδρα» μετατράπηκε σε αυταρχισμό των τακτικών καθηγητών, και η εξάρτηση από το Κράτος μετέτρεψε το πανεπιστήμιο, από πεδίο ελευθερίας της έρευνας και διάδοσης της γνώσης, σε πιστό υπηρέτη τη λογικής των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, οριζοντίως εφαρμοζόμενης για φοιτητές και διδάσκοντες. Σε αυτή την κατάσταση βρήκε τα πανεπιστήμια μας η δικτατορία των συνταγματαρχών που, στην αυταρχική δομή, ήλθε να προσθέσει και τον θεσμό του Επιτρόπου στα Πανεπιστήμια για τον πλήρη πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχό τους.
Από άποψη ανθρώπινου (ακαδημαϊκού) υλικού, η δικτατορία βρήκε τα πανεπιστήμια δομημένα σε δύο ιεραρχικά αυστηρά εξαρτώμενες ομάδες: Τους τακτικούς καθηγητές που διατηρούσαν πλήρη έλεγχο των ακαδημαϊκών λειτουργιών και την μάζα πάσης άλλης μορφής διδασκόντων που μαζί με τους γνωστούς βοηθούς και παρασκευαστές συνωθούνταν στα στενά πλαίσια μιας άτυπης και νεποτικής ιεραρχικής εξέλιξης επιδιώκοντας με οσφυοκαμπτικές τακτικές κάποια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή καριέρα. Ανάμεσα στο σχετικά περιορισμένο πλήθος των μη- καθηγητών διδασκόντων (εντεταλμένοι υφηγητές κυρίως) υπήρχαν αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι που είχαν λάθρα εισχωρήσει στο σύστημα, βοηθούμενοι συνήθως από τους ελάχιστους τακτικούς καθηγητές που διατηρούσαν την ακαδημαϊκή ακεραιότητά τους μέσα στον ζόφο της ημιφασιστικής πλειονότητας των εδρών. Αυτοί οι επίλεκτοι εκπρόσωποι της «αδικημένης ακαδημαϊκής ελίτ» αποτέλεσαν το άλλοθι μιας πολυπληθέστερης και άσχετης με το ήθος τους ομάδας που αργότερα θα διεκδικούσε ελευθερία από την καταπίεση της έδρας και «δικαιοσύνη», όπως θα δούμε. Χωρίς να το θέλουν, έγιναν σημαία στα χέρια τρίτων για τον εκχυδαϊσμό του αιτήματος για ένα δημοκρατικό πανεπιστήμιο.
Η άλλη ομάδα των καταπιεσμένων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας ήταν οι ποικιλώνυμοι «βοηθοί», και «παρασκευαστές» για τις έδρες που από τη φύση τους δικαιολογούσαν την λειτουργία εργαστηρίων. Επρόκειτο για άτομα που ελέω υποστήριξης κάποιου καθηγητή, είχαν διοριστεί σε θέσεις βοηθητικές της διδασκαλίας και της εργαστηριακής δραστηριότητας που ανέπτυσσαν οι καθηγητές των εδρών, δηλαδή οι τακτικοί καθηγητές. Επρόκειτο για άτομα που χρωστούσαν τα θέση τους αποκλειστικά στην εύνοια κάποιου καθηγητή και είχαν εισέλθει στην υποτυπώδη ακαδημαϊκή ιεραρχία κυριολεκτικά από το παράθυρο, δηλαδή χωρίς καμία τυπική αδιάβλητη και διαφανή διαδικασία. Η εικόνα που έχουμε για την ομάδα αυτή της ακαδημαϊκής κοινότητας ήταν η εικόνα δουλικά υποτελών της καθηγητικής αυθεντίας, που έδιναν πολλές φορές την τυπική εικόνα του ανθρώπου που κρατάει τον χαρτοφύλακα του καθηγητή του και σπεύδει να σβήνει με τον σπόγκο τον πίνακα όπου ο αυθέντης έγραφε τις σοφίες του. Αυτό που κάνει εκ των υστέρων συμπαθή κάπως την ομάδα αυτή, είναι ότι στην διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, μερικοί από αυτούς έχασαν την δουλειά τους επειδή δεν κατάφεραν να διατηρήσουν το πιστοποιητικό κοινωνικό φρονημάτων που ήταν απαραίτητο για την παραμονή στη θέση τους. Αυτοί, όμως, ήταν ελάχιστοι.
Η ομάδα αυτή των πληβείων της ακαδημαϊκής κοινότητας, με το παλιό σύστημα δεν είχε την παραμικρή ελπίδα εξέλιξης στην ακαδημαϊκή ιεραρχία χωρίς την απαραίτητη υποστήριξη σε ατομική βάση κάποιου τακτικού καθηγητή. Για τον λόγο αυτό, η ατομική τους συμπεριφορά κατ’ ανάγκη διαμορφώνονταν κατά το πρότυπο μάλλον μιας δουλικής υποταγής στον επιλεγμένο προστάτη παρά στην αξιοπρεπή διεκδίκηση προοπτικής στην ακαδημαϊκή ιεραρχία με βάση κάποια αντικειμενική, ιεραρχική και διαφανή διαδικασία αξιολόγησης. Επρόκειτο για «τάξη» σκλάβων που ούτε να ονειρευτούν δεν τολμούσαν την ακαδημαϊκή τους αξιοκρατική χειραφέτηση.
Η δικτατορία βρήκε την λίγο πολύ εκκαθαρισμένη από αξιοκρατικές εξαιρέσεις αυτή την ομάδα των πληβείων της ακαδημαϊκής κοινότητας και ανοιχτή σε νέες νεποτικές προσθήκες. Και πράγματι, στα επτά χρόνια της δικτατορίας, όσοι από τους τακτικούς καθηγητές μπορούσαν να διεκδικήσουν την δική τους επιθυμία νομιμοποίησαν τους υπηρετούντες αλλά συνάμα είχαν την δυνατότητα να εμπλουτίσουν τον πληθυσμό των βοηθών και παρασκευαστών με νέα μέλη που με τη σειρά τους μπορούσαν να περάσουν επιτυχώς την δοκιμασία του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων. Έτσι, η μεταπολίτευση βρήκε τα πανεπιστήμιά μας αφενός ασφυκτιούντα μέσα στο αυταρχικό σύστημα της έδρας «αλλά γκρέκα» (το Χουμπολτιανό σύστημα δεν φέρει καμία ευθύνη καθεαυτό για την στρεβλή απομίμηση) και αφετέρου φορτωμένο με μερικές εκατοντάδες «δούλων» του αυταρχικού συστήματος που δεν έβλεπαν κανένα μέλλον για τον εαυτό τους εκτός αν κάποιος τους άνοιγε έξωθεν και άνωθεν τον δρόμο για κάποιου είδους ιεραρχική εξέλιξη. Τα δύο αυτά κοινής προέλευσης στοιχεία παθογένειας (οι εντεταλμένοι υποτελείς της έδρας και οι βοηθοί και παρασκευαστές) του ακαδημαϊκού συστήματος ήταν πρώτης τάξεως συστατικά για μια συμμαχία εκ των κάτω που θα είχε ως θεμέλιο την εξυπηρέτηση ατομικών υπερεσιακών συμφερόντων και όχι κατ’ ανάγκη συμφερόντων του πανεπιστημιακού συστήματος εν συνόλω αλλά εύκολα θα καλύπτονταν κάτω από σημαία ιδεολογικού αγώνα υπέρ της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Κάτω από την σημαία του εκδημοκρατισμού, δηλαδή, η μάζα αυτή των ουσιαστικά ανέστιων στελεχών διεκδικούσε το δικαίωμα να κάνει καριέρα στο πανεπιστήμιο με μόνο ακαδημαϊκό εφόδιο κατά κανόνα την «αδικία» που είχε υποφέρει όλα αυτά τα χρόνια του αυταρχισμού. Αναζητούσαν ευκαιρία να αναδειχτούν ως πρόσωπα της ακαδημαϊκής κοινότητας και να βγουν από την ανωνυμία των παρελκόμενων της «έδρας».
Όπερ και εγένετο με την πτώση της δικτατορίας. Σχεδόν αμέσως μετά την μεταπολίτευση και μέσα στην διάσπαρτη αίγλη που είχε προικίσει τον ακαδημαϊκό χώρο η εξέγερση του Πολυτεχνείου και της Νομικής, εμφανίστηκαν οι πρώτοι «συνδικαλιστές» που έθεσαν την δική τους ατζέντα για τον «εκδημοκρατισμό» του πανεπιστημίου, στο επίκεντρο του οποίου έθεσαν πονηρά την δικαίωση των δικών τους συντεχνιακών απαιτήσεων για υπηρεσιακή εξέλιξη. Έτσι γεννήθηκε το γνωστό πλέον ως «κίνημα των βοηθών και παρασκευαστών» που τελικά πήρε το πάνω χέρι στην κυριολεκτικά καταστροφή της οργανωσιακής αλκής των πανεπιστημίων μας.
Δεν πρόκειται να γράψουμε εδώ την σύντομη ιστορία αυτού του πρωτοφανούς για τα δυτικά θέσμια «κινήματος» αλλά θα πηδήξουμε κατ’ ευθείαν στην περίοδο του θριάμβου του που δεν είναι άλλη από την χρονική στιγμή που διαμορφώθηκε και θεσμοθετήθηκε ο διαβόητος Νόμος Πλαίσιο του 1982. Με τον Νόμο Πλαίσιο οι βοηθοί και παρασκευαστές βρέθηκαν να ηγούνται ενός εξαιρετικά δυναμικού κινήματος που περιελάμβανε και το φοιτητικό, ώστε με την συμμαχία και των ολίγων πράγματι αδικημένων δημοκρατικών διδασκόντων που είχαν είτε γλυτώσει από τις εκκαθαρίσεις της χούντας, είτε είχαν διωχθεί φανερά άδικα και επιδίωκαν την επάνοδο στις προηγούμενες θέσεις τους, να επιβάλλουν τελικά ένα σύστημα δομής του ακαδημαϊκού προσωπικού και διοίκησης των πανεπιστημίων που θα δικαίωνε τα πιο τρελά όνειρά τους: Δημιούργησαν το διαβόητο «πανεπιστήμιο των Ομάδων» με κύρια συστατικά τον «ενιαίο φορέα διδασκόντων», τους φοιτητές και τους διοικητικούς υπαλλήλους. Οι τρείς αυτές ομάδες, οργανωμένες πλέον με καθαρά συντεχνιακή δομή και πνεύμα, θα συνεργάζονταν για να αναδεικνύουν με την ψήφο τους την διοίκηση των πανεπιστημίων αλλά και για να αναπαράγουν έξω από ακαδημαϊκά κριτήρια το ανθρώπινο δυναμικό των πανεπιστημίων. Η διοίκηση πλέον θα λογοδοτούσε στις συντεχνίες και όχι στην κοινωνία ή έστω στο Κράτος-που-εκπροσωπεί-την-κοινωνία. Οι βοηθοί και παρασκευαστές με συνοπτικές και αμφιβόλου ακαδημαϊκής υφής διαδικασίες εντάχθηκαν στον ενιαίο φορέα διδασκόντων και σε στενή συνεργασία με τις φοιτητικές οργανώσεις αποτέλεσαν έκτοτε τον κινηματικό μηχανισμό για την παράδοση του πανεπιστημίου στην κομματοκρατία και τον παρεϊστικο φατριασμό. Την συνέχεια την ξέρουμε.
Από τον εναγκαλισμό της συντεχνιακής διοίκησης και της φατριαστικής κυριαρχίας αποπειράθηκαν να απελευθερώσουν τα πανεπιστήμιά μας δύο γυναίκες υπουργοί, οι κυρίες Γιαννάκου και Διαμαντοπούλου, με τολμηρότερη της παρέμβαση της δεύτερης. Με τον Νόμο 4009/11 η Διαμαντοπούλου προσπάθησε να εισαγάγει στο πανεπιστημιακό σύστημα τις λειτουργίες κάποιας στοιχειώδους ορθολογικής διοίκησης, της αξιολόγησης έργου και της λογοδοσίας σε «προϊστάμενες αρχές» που κατά τεκμήριο αντιπροσώπευαν το κοινό συμφέρον και όχι το μερικό/συντεχνιακό. Ο Νόμος διόρθωνε και αρκετά άλλα θέματα που σχετίζονται με την ακαδημαϊκή λειτουργία, αλλά δεν θα αναφερθούμε σε αυτά επειδή δεν αφορούν άμεσα την μακροσκοπική εικόνα που θέλουμε να εμφανίσουμε με το κείμενο αυτό. Η συνολική εκτίμηση πάντως παραμένει ότι ο Νόμος 4009 ήταν μια γενναία προσπάθεια αποκόλλησης από το τέλμα του Νόμου Πλαισίου του 82, μέσα στα περιορισμένα πλαίσια συνταγματικότητας που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει η μακρά νομολογία, ερμηνεύοντας την συνταγματική διάταξη περί «πλήρους αυτοδιοίκησης».
Και τώρα ο προτεινόμενος νόμος του Γαβρόγλου. Με μία φράση, αποτελεί προσπάθεια πιστής επιστροφής στο αρχέγονο πλαίσιο του ΄82. Με όλα τα συμπαρομαρτούντα της αποκατάστασης της «δημοκρατίας αλλά γκρέκα» στα πανεπιστήμιά μας.
Σε ένα συνοπτικό τους άρθρο στο Κυριακάτικο Βήμα (2 Ιουλίου τ.ε.) , οι Κωνσταντινίδης και Μαστρογεωργίου εύστοχα τοποθετούν το ζητούμενο για τα πανεπιστήμιά μας σε μια πεντάδα προκριμάτων ως εξής: Αξιοκρατία, διαφάνεια, χειραφέτηση, αποτελεσματικότητα και διεθνοποίηση. Προσωπικά, αντί για αυτή την γραμμική παράθεση αιτουμένων, θα πρότεινα μια σύνθεση των πέντε σε ένα λογικό παραγωγικό όλο ως εξής: Αξιοκρατία, διαφάνεια, χειραφέτηση, διεθνοποίηση για να επιτευχθεί η απαιτούμενη αποτελεσματικότητα. Επειδή, εν τέλει, το οριστικό ζητούμενα είναι ένα πανεπιστήμιο που θα αποδίδει στο μέγιστο δυνατό το αποτέλεσμα που έχει ανάγκη η κοινωνία μας. Το νομοσχέδιο Γαβρόγλου πηγαίνει κόντρα στο σύνολο των παραγόντων που οδηγούν στην αποτελεσματικότητα. Μοιάζει σαν να προσδιορίζει εκ νέου το τι περιμένουμε από το πανεπιστήμιο όταν αυτό πλέον δεν θα είναι η ακαδημαϊκή αριστεία, αλλά κάποιος σκοτεινός στόχος που έχει σχέση μια ιδεοληψία δημοκρατισμού, για να χρησιμοποιήσω τον εύστοχο νεολογισμό του Νικόλα Σεβαστάκη, που κατά την δική μου άποψη χαρακτηρίζει γενικότερα την ιδεοληψία της κυβερνώσας μηδενιστικής αριστεράς.
Αν, λοιπόν, Αξιοκρατία, η διαφάνεια, η χειραφέτηση και η διεθνοποίηση αποτελούν συντελεστές της αποτελεσματικότητας, ο προτεινόμενος νόμος σε όλους εν συνόλω και στον καθένα ξεχωριστά ενεργεί εις βάρος τους: Δεν διευκολύνει την αξιοκρατία αφού μειώνει τον ρόλο της ΑΔΙΠ, σχεδόν απενεργοποιώντας την ως εξειδικευμένης αρχής αξιολόγησης των προγραμμάτων σπουδών και της συνάφειας των διδασκόντων με καθένα από αυτά. Μειώνει αποφασιστικότητα τη διαφάνεια και εξαφανίζει την εγγύηση της ακαδημαϊκής αξιολόγησης του προσωπικού ανοίγοντας διοικητική πόρτα εισόδου στην ακαδημαϊκή ιδιότητα σε διοικητικούς υπαλλήλους και βοηθητικό εργαστηριακό προσωπικό με κριτήρια επετηρίδας στην ουσία. Καθιερώνει στατιστικό προνόμιο υπέρ μιας τέτοιας κατηγορίας, αφού προβλέπει ότι απαιτείται η πρόσληψη νέων συμβασιούχων διδασκόντων για την διδασκαλία των μισών τουλάχιστο μαθημάτων στα μεταπτυχιακά προγράμματα. Μπλοκάρει την χειραφέτηση της ακαδημαϊκής κοινότητας εφόσον επαναφέρει τον κομματισμό και την συντεχνιακή σύνδεση με το πελατειακό κομματικό σύστημα δια μέσου της επανόδου των εκπροσώπων των φοιτητικών παρατάξεων στην διοίκηση των πανεπιστημίων. Επί πλέον κρατικοποιεί πλήρως την οικονομική διαχείριση των πανεπιστημίων μεταφέροντας τα αποθεματικά τους συμπεριλαμβανομένων και των ταμειακών διαθεσίμων των Γραμματειών Έρευνας στην Τράπεζα της Ελλάδος, δηλαδή, ουσιαστικά στον προϋπολογισμό της κεντρικής κυβέρνησης. Αναιρεί ουσιαστικά κάθε δυνατότητα διεθνοποίησης εφόσον με την παρεμβολή της αναγκαστικής συνεργασίας με το Ελληνικό Διεθνές Πανεπιστήμιο μπλοκάρει την αυτονομία και ανταγωνιστικότητα των όποιων ξενόγλωσσων τμημάτων. Υπονομεύει, τέλος, ευθέως και αποφασιστικά την αποτελεσματικότητα με την επάνοδο στην γραφειοκρατική διοίκηση του αρχικού νόμου πλαισίου αφού καταργεί τις έστω και υποτυπώδεις απόπειρες εξορθολογισμού του διοικητικού συστήματος που προβλέπονταν από τον Ν. 4009/11 (Διοικητικά Συμβούλια και σχετικές διαδικασίες κατά την αρμοδιότητά τους). Με την επαναφορά των πολυμελών συλλογικών οργάνων και την εναπόθεση όλης της αποφασιστική αρμοδιότητας σε αυτά, δημιουργεί μια χαοτική μορφή διοίκησης που δεν εγγυάται ταχεία και αποτελεσματική λήψη αποφάσεων, αλλά ατέρμονες και αλληλοαναιρούμενες πολιτικές ομάδων και συντεχνιών. Και τέλος φυτεύει τον παραγοντισμό στον σύστημα με την σύσταση των Περιφερειακών Συμβουλίων.
***
Αν τα προηγούμενα είναι οι θετικές ζημιές που το νομοσχέδιο προκαλεί στο πανεπιστημιακό μας σύστημα, υπάρχουν και οι δια παραλείψεως εξ ίσου σημαντικές ζημιές. που προκαλεί αφήνοντας ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία για συμπληρώσεις που θα μπορούσε να είχε κάνει σε κενά που οι προηγούμενοι πολιτικοί διαχειριστές είχαν αφήσει. Αν η βούληση της κυβέρνησης ήταν να δώσει ζωή στο πανεπιστημιακό σύστημα, θα εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία για να θεσμοθετήσει τρεις παράγοντες που έχει ανάγκη: Τα σταθερότυπα που απαιτούνται για την ex post αξιολόγηση, την επιβολή προτύπου γενικής παιδείας και την ενσωμάτωση του τωρινού «κρυφού προγράμματος» στον φανερό εκπαιδευτικό σχεδιασμό. Αλλά, αυτά είναι θέματα που προφανώς αντιβαίνουν στο ιδεοληπτικό παρόν σχέδιο της κυβέρνησης, και αξίζει να τα εξηγήσουμε σε άλλο σημείωμα.
Δημοσιεύτηκε και στο e-kyklos