* Η εγχώρια, απλουστευτική αντιμετώπιση της κρίσης από κόμματα-ΜΜΕ, η ανεπάρκεια αλλά και η κακοπιστία των δανειστών, έφτιαξαν την εικόνα μιας Ελλάδας-πειραματόζωο. Και αν αυτό εκφράζει αυθεντικά την αδυναμία νοηματοδότησης της ίδιας μας της ζωής, δεν αποδίδει ορθά ούτε την πραγματικότητα, ούτε την αρχική έννοια του πειράματος. Διότι πείραμα in vivo υπάρχει και είναι η Κύπρος.
Βοηθούντων των συνοριακών περιορισμών της νησιωτικότητας, η Κύπρος μετατράπηκε σε χωροχρονική συμπύκνωση του δράματος και των μεσογειακών του παραστάσεων: ανορθόδοξες και αντιφατικές πρακτικές συρρίκνωσης- απομόχλευσης του τραπεζικού τομέα, τιμωρία πολλών για εγκλήματα λίγων, εκβιασμοί αντί συμφωνιών, γεωπολιτικές ιδιοτέλειες, εν τέλει ένα σπιράλ αποσταθεροποίησης του ήδη φθαρμένου ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Η αλλόκοτη επίθεση στο κεφάλαιο και την ιδιωτική περιουσία και η αμφισβήτηση της ακεραιότητας του νομίσματος, είναι μόνο συμπτώματα ενός ευρύτερου θεσμικού/ηθικού αυτοτραυματισμού της Ευρώπης.
Το κυπριακό δεκαήμερο ακύρωσε ωστόσο και τις δηλωμένες αντιτραπεζικές και αντικαπιταλιστικές στρατηγικές. Απομυθοποίησε δε στο έπακρο εκείνον τον αντισυστημισμό που ανέμελα τραγουδούσε «μια-νύχτα-μαγική/σαν-την-Αργεντινή», την παρηγορητική αλλά τόσο κίβδηλη εντύπωση του ότι «ρωσοκινέζοι και λεφτά υπάρχουν» και ότι οι δανειστές «σίγουρα »μπλοφάρουν. Μέσα σε λίγες μέρες είδαμε τις ευρωπαϊκές ελίτ, ξέπνοες από τους ατελέσφορους χειρισμούς της κρίσης, να κινούνται με όρους βαναυσότητας και ανορθολογικής χρήσης της ισχύος τους. Είδαμε και τις εθνικές δυνάμεις να μην αντιλαμβάνονται ότι το φολκλόρ της αντίστασης και η αναπομπή των οικονομικών ζητημάτων σε ηρωισμούς και υπερβατολογικές πολιτικές φλυαρίες, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην συντριβή και μόνον σε αυτήν.
Πέρα από ελλαδίτικους φανατισμούς και ιδιοτέλειες (κάποιοι, χυδαία υποδύθηκαν τους υπερ-ευρωπαϊκούς, φωνάζοντας «καλά να πάθετε», ενώ οι άλλοι δεν εντράπηκαν να υπερασπιστούν την ελάχιστη φορολογία, το κυπριακό “πλυντήριο”, την πιο ληστρική καπιταλιστική εκδοχή του σήμερα στο όνομα του Λαού), η κυπριακή εμπειρία αποτυπώνει επακριβώς την κινησιολογία της κρίσης και το επίπεδο κοινωνικής διάβρωσης στο οποίο βρισκόμαστε.
Ένα πρώτο σημείο για το οποίο δεν χωράει αμφιβολία, είναι ότι ο ατελής ευρωπαϊκός εθνικισμός του ενιαίου νομίσματος, έχει υπερκεραστεί από τον εξίσου ατελή μα τρομερά επιθετικό οικονομικό εθνικισμό. Ένα πλέον εμπειρικά αποδεδειγμένο, ότι άπαντες υποχρεούμαστε να παίξουμε με όρους ρεαλπολιτίκ , δηλαδή χωρίς τις πολιτισμικές ρήτρες που, κάποτε, προστάτευαν τον ευρωπαίο πολίτη ως τέτοιο, ανεξάρτητα από το εθνικό του ανήκειν και τον τόπο των καταθέσεων του. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι αυτή η εξάτμιση της ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη, περνάει εν πολλοίς μέσα από την ενίσχυση του πολίτη των ισχυρών χωρών. Από κάποια άποψη, η γερμανική δημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ τόσο εκτεταμένη και ουσιαστική, για τον εαυτό της. Η κρίση ισούται μόνο με την απομείωση της δημοκρατίας, αλλά και με το αντίστροφό της, την υπερανάπτυξη των δικαιωμάτων του εκλογικού σώματος.
Το δεύτερο στοιχείο που επικυρώνεται, είναι ότι η Ευρώπη μετασχηματίζεται σε μια κατακερματισμένη ήπειρο φόβου. Την επικινδυνότητα στην προσωπική βιογραφία που έφερε η κρίση, συμπληρώνει πλέον η αίσθηση μαζικής απειλής. Αν ο φόβος εισπράττεται ακόμα σε ατομικό επίπεδο, οι προϋποθέσεις του είναι πλέον μαζικές. Η ανήκουστη αντιτραπεζική στροφή, η πολιτική ανοχή στη διογκούμενη ανεργία, η εμμονή στην αργή απόδοση της δημοσιονομικής εξυγείανσης και η αδιαφορία για την προϊούσα παρακμή της κατανάλωσης, καταργούν την δυνατότητα των ατόμων να φανταστούν και να εγγράψουν τον εαυτό τους σε ένα μελλοντικό σχέδιο ζωής. Η αμφισβήτηση της τραπεζικής πίστης είναι η μετωνυμία μιας σαρωτικής ανασφάλειας. Πίσω απ’ αυτήν την επιλογή γεωμετρικής αύξησης όλων των κινδύνων, δεν κρύβεται όμως καμία εκλογίκευση, κανένα, ιδιοτελές έστω, σχέδιο. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καν συνωμοσία.
Αλήθεια, ποια κοινωνική ανθρωπολογία κρύβεται πίσω από το πρόγραμμα επέκτασης του «υπεύθυνου παραγωγού/επενδυτή»; Ποια γνώση θα μας πει ότι μπορεί κανείς να εξατομικεύεται με ακραίο τρόπο ως προς τους κινδύνους της ζωής του, να τους ανέχεται ως «φυσικούς», ενώ ταυτόχρονα θα στερείται το βασικό εργαλείο της «επιμέλειας εαυτού» στον σύγχρονο καπιταλισμό: το ευ ζην της κατανάλωσης. Πώς προτείνεται ένα μοντέλο ελάχιστου κράτους, με αμερικανικού τύπου ηθικές επιταγές, για την απόλυτη υπευθυνότητα του ατόμου μπροστά στην οικονομική του μοίρα, ενώ την ίδια στιγμή, η απομόχλευση των πάντων (ακριβώς το αντίθετο δηλαδή απ’ αυτό που μονότονα καταγγέλλει ο επικεφαλής της Αντιπολίτευσης ως «αποικία χρέους» ) και η άρνηση χρηματοπιστωτικής επέκτασης, νεκρώνουν το ατομικιστικό αντίδωρο: την κοινωνική κινητικότητα; Με άλλα λόγια, μπορεί αυτό το ιδεολογικό κράμα λουθηρανισμού, σταχανοβικής- σοσιαλίζουσας ηθικολογίας και γενικού αντι- ηδονισμού να απαντήσει στο πρόβλημα της ριζικής μεταφοράς της οικονομικής παγκόσμιας ισχύος εκτός Ευρώπης, χωρίς να καταστρέψει την αυτονομία του ατόμου και την αγκύρωσή του σε μια δημοκρατία της ευμάρειας;
Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική και η ανάδειξη αυτών των ζοφερών αντιφάσεων μας υποχρεώνει (κάθε κοινωνία χωριστά δυστυχώς) να συζητήσουμε, επιτέλους, για το ποια κοινωνία θέλουμε . Η δύναμη της κρίσης είναι τέτοια, που αν μη τι άλλο, μας οδηγεί να κατανοήσουμε ότι η κοινωνική αλλαγή είναι αφενός μεν αναπόδραστη, αφετέρου πολύ πιο σύνθετη από το ψευδές δίλλημα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» ή την αντιπαράθεση μεταξύ «παραμονής στο ευρώ»/«επιστροφής στη δραχμή». Το τελευταίο δίλλημα, διατυπωμένο έτσι, είναι στρεβλό. Δραχμή και ευρώ υπήρξαν νομίσματα μιας ευημερίας που παρήλθε, μιας δυνατότητας να ζούμε σε ανώτερο επίπεδο από εκείνο που μας επιτρέπει η παραγωγή μας. Τώρα, από δυσμενή θέση και χωρίς βεβαιότητες, έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε ένα νέο ευρώ και μια νέα δραχμή, πίσω από τα οποία υπάρχουν δύο ανταγωνιστικά κοινωνιολογικά μορφώματα. Το νέο ευρώ (είτε ως συγκεκαλυμμένο μάρκο, είτε διασπασμένο σε ευρώ Α και Β) θα είναι το κυνικό νόμισμα της μεγάλης ανασφάλειας. Νόμισμα μεγάλων κοινωνικών αποστάσεων, λυσσαλέου ανταγωνισμού ατόμων και κοινωνικών δυνάμεων, ελάχιστης κρατικής πρόνοιας. Θα μεταφράζει μια κοινωνία όπου η ευημερία διασφαλίζεται κατ’ ελάχιστον, με την ισότητα ευκαιριών να αποτελεί ίσως το μόνο αντιστάθμισμα. Μπορεί όμως, αν δεν τρωθεί ανεπανόρθωτα ο δημοκρατικός ιστός και υπάρξει αργόσυρτη έστω ανάκαμψη, να αποδυναμώσει παραδοσιακές δεσμεύσεις σαν εκείνες που σήμερα ακόμη επιβάλλει η οικογένεια, η εκκλησία και ο εθνικισμός. Μπορεί δηλαδή να διασώσει και να αναπτύξει την δυναμική του αυτοπροσδιορισμού των ανθρώπων, τον κοσμοπολιτισμό και την κινητικότητά μας. Να μας διατηρήσει στην τροχιά του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας, αγαθών, πολιτισμικών πρακτικών και αξιών, χωρίς τελικά να χρειαστεί να υποπέσουμε στη σκληρότητα και τη φτώχεια μιας κοινωνίας χειρονακτών. Το αντάλλαγμα θα είναι πάντως, ακόμα και με την ύπαρξη ενός αναπτυξιακού θαύματος, η σαφής και ίσως οριστική διάσπαση των μεσαίων στρωμάτων και της συμβίωσης των μελών τους, μέσα σε κοινές εμπειρίες του ευ ζην. Το νέο Ευρώ προδιαγράφει μια σκληρή ταξική κοινωνία. Η κοινωνία της νέας δραχμής, εφόσον δεν θα συνοδευτεί από την υπερ-ανάπτυξη της αγοράς, την επικυριαρχία της ιδιωτικής οικονομίας έναντι της κρατικής δαπάνης (και οι δραχμόφιλοι είναι ως γνωστόν εχθροί κάθε παραγωγικής επένδυσης στο πλαίσιο της παγκοσμίως ελεύθερης οικονομίας!), θα ήταν ριζικά διαφορετική. Θα ήταν θεσμικά και αναπόδραστα μια διαιρεμένη κοινωνία. Από τη μία προστατευόμενοι και -παρά την υποτίμηση του νομίσματος- καλά αμοιβόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι και κρατικοί επιχειρηματίες. Μικρές και ισχυρές ομάδες προσοδοθήρων του κρατικού τομέα. Σε αβυσσαλέα απόσταση, από την άλλη, θα βρισκόταν μια ανερμάτιστη πλειοψηφία πολιτών σε συνθήκη περιθωριακής και παραδοσιακής επιβίωσης, εκτός των προνομίων της εκτυπωτικής μηχανής του Χολαργού, καθηλωμένοι στα εθνικά μας σύνορα. Η δραχμική κοινωνία δεν θα υπόκειτο στον κανόνα μιας αυξημένης κρατικής δαπάνης, όπως πολλοί ελπίζουν, αλλά σε εκείνον των δημοσιονομικών ελλειμμάτων χωρίς εξωτερικό δανεισμό, με αποτέλεσμα ο νέος κρατισμός της να μην θυμίζει την μεταπολιτευτική γενναιοδωρία, αλλά αντιθέτως να αποσπά το πλεόνασμα των «εκτός» για την ικανοποίηση των «εντός». Θα ήταν ένα σύστημα αναπαραγωγής μιας “κρατικής αριστοκρατίας των ελλειμμάτων”, η οποία ίσως να χρειαζόταν για την επιβολή της να οδηγηθεί σε μια αντίστροφη επανάληψη του μετεμφυλιακού αυταρχισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού και της οικονομικής εκμετάλλευσης που βίωσαν οι τότε ηττημένοι.
.
Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι Επίκουρος καθηγητής κοινωνιολογίας Πανεπιστήμιο Αθηνών
.
* Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα, 22 Απριλίου, σε πιο σύντομη μορφή στην εφημερίδα Τα Νέα.
.